Αλοιφή για ξωτικά

Αλοιφή για ξωτικά

Ζούσε κάποτε ένας ψαράς με τη γυναίκα του που ήταν φίλοι με τα ξωτικά. Εκείνα ποτέ δεν τους πείραζαν, ούτε τους έκαναν κακό, όπως έκαναν σε άλλους ανθρώπους. Όποτε ο ψαράς κι η γυναίκα του τους έκαναν κάποια χάρη, τα ξωτικά τους αντάμειβαν πλουσιοπάροχα.

«Τα ξωτικά πρέπει να ’ναι πολύ πλούσια», έλεγε η γυναίκα του ψαρά. «Αναρωτιέμαι που τα βρίσκουν τα λεφτά».

«Μακάρι να ’ξερα», έλεγε ο άντρας της. «Πάντως, κάποιο λάκκο έχει η φάβα»…

Μια νύχτα, μερικά ξωτικά έφεραν στο καλυβόσπιτο του ψαρά ένα άρρωστο ξωτικάκι.

«Σε παρακαλούμε, κράτησε κοντά σου το μωρό μας ώσπου να γίνει καλά», είπαν και το έδωσαν στη γυναίκα του ψαρά. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν κι οι δυο ένα ξωτικάκι μωρό. Ένα απ’ τα ξωτικά έδωσε στη γυναίκα του ψαρά ένα μικρό κουτί.

«Τι ειν’ αυτό»; ρώτησε εκείνη, ρίχνοντας μέσα μια ματιά.

«Είναι αλοιφή για τα μάτια του μωρού», είπε το ξωτικό. «Κάθε πρωί να βάζεις λίγη απ’ αυτή την αλοιφή στα βλέφαρά του. Φρόντισε να μην το ξεχνάς. Έχει μεγάλη σημασία».

«Δεν θα το ξεχάσω», είπε εκείνη.

«Πρόσεχε!» είπε το ξωτικό. «Αν ξεγελαστείς και βάλεις στα μάτια σου απ’ αυτή την αλοιφή θα τυφλωθείς».

«Τι λες! Να κάνω τέτοιο πράγμα»! είπε η γυναίκα του ψαρά. «Μου κάνει εντύπωση και που το σκέφτηκες»!

«Θαρθούμε σε λίγες μέρες να πάρουμε το μωρό», είπε το ξωτικό. «Φρόντισε να μην ξεχάσεις ό,τι σου είπα».

«Δεν θα το ξεχάσω», είπε η γυναίκα του ψαρά. Έφτιαξε μια κούνια για το ξωτικάκι χρησιμοποιώντας ένα βαθύ μπωλ, που του έβαλε γύρω γύρω χνούδι από γαϊδουράγκαθο για να το κρατάει ζεστό.

Το δεύτερο πρωί, αφού έβαλε την αλοιφή στα βλέφαρά του μωρού, δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να βάλει λίγη και στα δικά της μάτια.

«Τι κάνεις εκεί»; φώναξε πανικόβλητος ο άντρας της. «Δε θυμάσαι τι είπε το ξωτικό»;

«Και λοιπόν; Τι με νοιάζει εμένα τι λέει το ξωτικό»; είπε η γυναίκα του ψαρά. «Βλέπω το ίδιο καλά όσο και πριν. Πολύ φοβάσαι, άντρα μου. Τα ξωτικά δεν θα μου έκαναν κακό».

«Πως είσαι τόσο σίγουρη;» είπε ο άντρας της αναστατωμένος. «Εγώ σου λέω, πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

«Μην είσαι τόσο γκρινιάρης», είπε γελώντας η γυναίκα του.

Το άρρωστο μωρό έγινε σύντομα καλά. Όταν ήρθαν τα ξωτικά να το πάρουν σπίτι τους, ζήτησαν και το κουτί με την αλοιφή.

«Μήπως έβαλες στα μάτια σου;» ρώτησε ένα ξωτικό που πήρε το παιδί.

«Όχι! Και βέβαια δεν έβαλα», είπε η γυναίκα του ψαρά.

Ο άντρας της είχε καταπιεί τη γλώσσα του.

«Τότε, να σας αποχαιρετήσουμε», είπαν τα ξωτικά.

«Τι ευγενικά πλάσματα», είπε η γυναίκα του ψαρά σαν έφυγαν.

«Πάντως», είπε ο άντρας της, «κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

«Σταμάτα πια να λες το ίδιο και το ίδιο»! είπε εκνευρισμένη η γυναίκα του ψαρά.

Την άλλη μέρα, η γυναίκα του ψαρά αντάμωσε στο δρόμο την αδελφή της και πήγανε μαζί στην πόλη για το παζάρι.

«Πολλή φασαρία σήμερα», είπε η γυναίκα του ψαρά.

«Όπως συνήθως», είπε η αδελφή της.

«Δεν είναι περίεργο», είπε η γυναίκα του ψαρά. «Είναι εδώ τα ξωτικά. Πρώτη μου φορά τα βλέπω στην αγορά. Πω! Πω! … τα σκανταλιάρικα. Βουτάνε πράγματα χωρίς να τα πληρώνουν! Κλέβουν! Τα βλέπεις; Τα παλιόπαιδα! Είδες που κλέψαν ένα νόμισμα από κείνο το πορτοφόλι»;

«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς», είπε η αδελφή της. «Ξωτικά και κουραφέξαλα! Τι λογής ξωτικά; Εγώ δε βλέπω κανένα ξωτικό! Εσύ τα φαντάζεσαι»!

«Καθόλου! Δες! Κοίτα αυτό, δεν το βλέπεις; Και κείνο, και το άλλο! …» Η γυναίκα του ψαρά γύριζε γύρω γύρω δείχνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Ξαφνικά, έπεσε πάνω στο ξωτικό που της έφερε στο σπίτι το μωρό. «Δεν ντρέπεσαι»! είπε, κουνώντας το δάχτυλο της θυμωμένα. «Βάλε αμέσως στη θέση τους τα μήλα που έκλεψες»!

«Σε ποιον μιλάς»; ρώτησε αποσβολωμένη η αδελφή της.

«Η αδελφή σου δεν μπορεί να μας ακούσει, ούτε να μας δει. Το ίδιο θα ’πρεπε να γίνεται και με σένα», είπε το ξωτικό. «Μας κορόιδεψες όταν είπες πως δεν έβαλες αλοιφή στα μάτια σου. Εγώ σε προειδοποίησα. Δε θα ’πρεπε να χώσεις τη μύτη σου εκεί που δεν είχες δουλειά» και την φύσηξε στο πρόσωπο. Η γυναίκα του ψαρά, που είχε δει περισσότερα απ’ όσα θα ’πρεπε να δει, τώρα πια δεν μπορούσε να δει τίποτα. Και τότε μόνο κατάλαβε πως έπρεπε να είχε ακούσει αυτά που της έλεγε ο άντρας της. Πραγματικά, «κάποιο λάκκο είχε η φάβα»

Related posts

Το μόνο σίγουρο…Χορχε Μπουκάι 

Πώς τακτοποιούνται οι παρεξηγήσεις

Να σου πω μια ιστορία