Ἐγὼ σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι κάποτε μὲ πλησίασε μία Γερόντισσα ἐκεῖ καὶ λέει:
– Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ.
– Μὰ ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ τοὺς καλογήρους, θὰ ἐξομολογήσω καλογριές;
– Ὄχι, θέλω νὰ πῶ τὸν λογισμό μου, λέει.
– Ἔ, πὲς τὸν λογισμό σου.
Ἀφοῦ εἶπε κι ἐκείνη τὰ βάσανά της -γιατὶ πάντα βάσανα θὰ σοῦ πεῖ, δὲν θὰ σοῦ πεῖ χαρὲς- λέει: «Εἶδα σὰν ἕνα ὅραμα, ὅτι πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καθόντουσαν οἱ Πατριάρχαι Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ λέω:
– Οἱ Πατριάρχαι εἴσαστε;
– Ναί, λένε, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
– Νά ῾ρθω κι ἐγὼ ἐκεῖ;
– Ἔλα.
– Ἀπὸ ποῦ νά ῾ρθω;
– Νά, ἀπὸ ῾κεῖ, ἀπ᾿ τὸν δρόμο.
– Δὲν βλέπω κανέναν δρόμο.
– Ἐκεῖ εἶναι, ψάξε νὰ τὸν βρεῖς.
– Μά, δὲν βλέπω δρόμο.
– Ψάξε, βρὲ εὐλογημένη, ψάξε καὶ θὰ τὸν βρεῖς.
– Μά, αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι δεκαπέντε πόντους, πῶς θὰ περάσω; Ὅλο ἀγριοπούρναρα καὶ ἀγκάθια. Θὰ σχίσω τὰ φορέματά μου, θὰ ματώσω τὰ ποδάρια μου.
– Ἄ, κι ἐμεῖς ἀπὸ ῾κεῖ περάσαμε καὶ ἤρθαμε ἐδῶ πάνω.»
Τὸ πράγμα θέλει νὰ πεῖ ὅτι διὰ μέσου τῶν θλίψεων, διὰ μέσου τῶν στενοχωριῶν, διὰ μέσου του αἵματος, ὁ ἄνθρωπος θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό. Μὲ ἀμεριμνία καὶ μὲ ἄνεση, μὲ αὐτοκίνητο δὲν πᾶμε, πάτερ, στὸν Παράδεισο. Θὰ δώσεις αἷμα, νὰ πάρεις πνεῦμα.