Γεθσημανή

Γεθσημανή

Εις την Γεθσημανή (εβραϊστή: getsemanin = ελαιοτριβείον ή κήπος, Ιωάν. 18, 1), πλησίον του κήπου της αγωνίας Του Κυρίου, εκηδεύθη το πανσεβάσμιον και πανακήρατον Σώμα της θεομήτορος, αφού το μετέφεραν εκ της Αγίας Σιών οι άγιοι Απόστολοι.

Ο ιερός αυτός Τόπος, που ενεταφιάσθη υπό των αγίων Αποστόλων η Αειπάρθενος Μαρία, ανήκει εις το Ελληνορθόδοξον Πατριαρχείον μας. Οι σπουδαίοι δε Πατέρες της Αγιοτραφιτικής Αδελφότητας φυλάττουν αυτόν ως «κόρην οφθαλμού» και ατίμητον θησαύρισμα. Κατά τον Δ’ αιώνα ανηγέρθη προς τιμήν της Θεοτόκου σταυροειδής Ναός, εις το μέσον του οποίου ευρίσκεται το κουβούκλιο Του Θεομητορικού Μνήματος.

           Εις το μέσον του Χειμάρρου των Κέδρων ευρίσκεται ο Τάφος της Θεοτόκου (αραβιστί: Σίτκ Μαριά = ο Τάφος της Μαρίας) [Ο Χείμαρρος των Κέδρων σχηματίζεται εκ των βρόχινων υδάτων. Ξεκινά εκ δυσμών της Πόλεως περνά εξ ανατολών, στρέφει προς νότον, περνά απέναντι του όρους Μαρία, της κοιλάδας Εννώμ, του φρέατος Νεεμίου, της ερήμου του Άγιου Σάββα και εισβάλλει στην Νεκρά Θάλασσα. Μέρος των υδάτων των αρχαίων Κέδρων εχύνετο στον χείμαρρο αυτόν εκ του Ναού δια πολλών ρυάκων. Ίσως δι’ αυτό, ο Προφήτης Ιεζεκιήλ αλληγορικώς τον παριστάνει ως τον μέλλοντα ποταμόν της Χάριτος (Ιεζ. μζ’ 1-12)]. Ο Τάφος σήμερον, όπως διαπιστώνει ο προσκυνητής, ευρίσκεται μέσα στη γη, λόγω των επιχωματώσεων. Από τον μεταξύ του Μνήματος και Μονής Αγίου Στεφάνου δρόμο κατεβαίνει κανείς 24 σκαλοπάτια και ευρίσκεται εις την αυλή του Ναού (15X15 μ.). Εισερχόμενοι δια της καμαρωτής εισόδου στον Τάφο – Ναό, κατεβαίνουμε άλλα 48 σκαλοπάτια. Εις το μέσον περίπου της κλίμακας αυτής, ευρίσκονται δεξιά μεν οι Τάφοι των άγιων και δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, αριστερά δε ο Τάφος του αγίου μνήστορος Ιωσήφ. Οι Τάφοι αυτοί σήμερον είναι άγια θυσιαστήρια. Στο τέρμα της κλίμακας υπάρχει μια μικρά άγια Τράπεζα (Παρεκκλήσιον του αγίου Νικολάου).

       Ο κυρίως χώρος του Τάφου – Ναού είναι σταυροειδής. Προς δυσμάς υπάρχει μικρόν θυσιαστήριον των Κοπτών προς βορράν παρεκκλήσιο του άγιου Στεφάνου και εις το βάθος κρύπτη των Ορθοδόξων Κληρικών. Προς ανατολάς ευρίσκεται εντός λιθόκτιστου κουβουκλίου ο πανσέβαστος Τάφος της θεομήτορος.
       Ο Τάφος της Κυρίας ημών Θεοτόκου είχε λαξευθεί σε λίθινον βράχον. Εις το κουβούκλιον εισέρχεται κανείς από την δυτικήν μικράν θύραν και εξέρχεται από την βορείαν, έναντι της οποίας υπάρχει ένα μικρό λαξευτό εις τον βράχον του σπηλαίου προσκυνητάριον των Συριάνων. Όπισθεν του Κουβουκλίου και προς ανατολάς, είναι το Καθολικόν του Ιερού Ναού – Τάφου. Προς τ’ αριστερά η Πρόθεσις και περίπου εις την Κόγχην, Μαρμάρινον Εικονοστάσιον με την θαυματουργόν Εικόνασ Της Ιεροσολιμήτισσας. 
 
       Όπως σημειώνει σύγχρονος αγιοταφίτης ιεράρχης και ιστοριοδίφης, «το σεμνόν τούτο και σεβάσμιον ιερόν προσκύνημα, ανεγερθέν κατά τους χρόνους της παλαιάς αρχαιότητος . . . υπενθυμίζει τας κατακόμβας της διωκόμενης Εκκλησίας των μαρτύρων της πίστεως και δια μέσου των αιώνων μάλλον διετηρήθη ανέπαφον, εκτός ελαχίστων ανακαινίσεων και μεταβολών». [Ιακώβου Καπερνά, Μητροπολίτου Διοκαισαρείας, Οι Άγιοι Τόποι της Παλαιστίνης και το Τάγμα των Αγιοταφιτών, Ιεροσόλυμα 1982, σελ. 85].

       Η αρχική ‘Εκκλησία εις τον τόπον, που ευρίσκεται ο Τάφος της θεομήτρος, ανηγέρθη το βραδύτερον κατά τον Δ’ αιώνα. [Ο Νικηφόρος Κάλλιστος ανάγει την ίδρυσιν του εν Γεθσημανή Ναού εις την Αγίαν Ελένην. Τιμοθέου θέμελη, Η Ιερουσαλήμ και τα Μνημεία αυτής, Τόμ. Α’, Εν Ιερουσολύμοις, 1932, σελ. 317. Ο σήμερον υπάρχων Ναός μάλλον ανηγέρθη επί Θεοδοσίου μεταξύ των ετών 339-386. Η χρονολογία αυτή συμφωνεί με σα αναφέρονται εις το χρονικόν του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Ευτυχίου (+ 967)]. Τούτο βεβαιώνεται και υπό του Ιερωνύμου εις το μεταφρασθέν υπ’ αυτού έργον του Ευσεβίου Καισαρείας «Ονομαστικόν». Η μετάφρασις του «Ονομαστικού» έγινε το 379. Εκεί ο Ευσέβιος ομιλεί δια την αναγειρομένην Εκκλησίαν [Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον Κωνσταντίνου του Βασιλέως, Γ 43] της Γεθσημανής, η οποία, απ’ ότι βεβαιώνουν οι ερευνητές, δεν είναι η υπό της Αγίας Ελένης ανεγερθείσα μεγάλη Εκκλησία εις τον τόπον της προσευχής και της αγωνίας του Ιησού Χριστού [Ευσεβίου Καισαρείας, Ευαγγελική Απόδειξις Ι, 3 εν ΒΕΠΕΣ 28, 63. 3 και Erich Klosterman, Eusebious das «Onomastikon» der biblischen Ortsnamen, Leipzig 1904].
       Περί της εν Γεθσημανή ταφής της θεομήτορος και του ανεγερθέντος εις αυτήν Ναού, κάμνει αναφοράν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μόδεστος (632-634) [Μόδεστου Ιεροσολύμων, Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, εν P.G. 86, 2, 3293 εξ.], ο οποίος, αφού ανεζήτησεν την ακριβή ιστορικήν παράδοσιν περί της τοπογραφίας των Ιερών Προσκυνημάτων, ανακαίνισεν αυτά από τις καταστροφές των Περσών κατά την κατάληψιν της Ιερουσαλήμ υπ’ αυτών (20 Μαΐου 614 έως 12 Δεκεμβρίου 627). Ο διάδοχος του Μόδεστου εις τον θρόνον των Ιεροσολύμων, άγιος Σωφρόνιος (638), εις τα «Ανακρεόντεια» [Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Ανακρεόντεια ΙΑ’ 77-78, εν P. G. 87, 3784 εξ. και 14, 55-80, P. G. 87, 3805 εξ. ] αυτού, αναφέρεται εις τον εν Γεθσημανή Τάφον της Θεοτόκου. Αλλά και ο εν Ιεροσολύμοις καρείς μοναχός και εν τη Αγία Γή διακονίσας Ανδρέας ο Κρήτης (740), άριστος γνώστης της τοπογραφίας της περιοχής, εις τους τρεις λόγους του εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, μας πληροφορεί ότι εις την Γεθσημανή ταυτίζεται και κατά τον Ζ’ αιώνα ακμάσας εκ θηβαΐδος της Αιγύπτου συγγραφεύς, φερόμενος ως Ιππόλυτος. Εις το ημιτελές έργο του, «Ιπολλύτου του θηραίου εκ του χρονικού αυτού συντάγματος περί της συγγενείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» [εν P.G. 117, 1028-1056] ευρίσκονται οι πληροφορίες που αναφέρθησαν. Εις την περίοδον αυτήν πρέπει να συγκαταλέξωμεν και τις πληροφορίες που παρέχει ο Αρκούλφος (π. 670 μ. Χ), που επεσκέφθη την Αγία Γή και αναφερόμενος εις τον Ναόν της Γεθσημανής γράφει ότι απετελείτο από δύο Εκκλησίας, την μια πάνω στην άλλη.

       Σήμερον, προφανώς σώζεται μόνον η ισόγειος, δηλαδή η υπόγειος, όπου και ο Τάφος της θεομήτορος. Από το «Εγκώμιον Β’ εις την πάνσεπτον Κοίμησιν της Θεοτόκου» [εν P. G. 96, 729 B-C] του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου (750), πληροφορούμεθα την ύπαρξιν του Τάφου της Παναγίας εις Γεθσημανή ως επίσης και το ενδιαφέρον του Αυτοκράτορας Μαρκιανού (450-457) περί αυτού, το οποίον εκδηλώθηκε κατά τις εργασίες της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου εις τον τότε Πατριάρχην Ιεροσολύμων Ιουβενάλιον (422-458). Τις πληροφορίες αυτές ο άγιος Πατήρ τις αντλεί εκ της λεγομένης «Ευθυμιακής Ιστορίας» [Ιακώβου Καπενεκά, ένθ. άνωτ. σελ. 340.]

     Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει τα εξής: «Μετακαλεσάμενοι (δηλ. ο αυτοκράτωρ Μαρκιανός και η Πουλχερία) Ιουβενάλιον τον Ιεροσολύμων Επίσκοπον, και τους από Παλαιστίνης επισκόπους τότε εν τη βασιλευούση ενδημούντας πόλει, δια την τον τηνικαύτα εν Χαλκηδόνι γενομένην σύνοδον, λέγουσιν αυτοίς. Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις την πρώτην και εξαίρετον της παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας Εκκλησίαν εν χωρίω καλουμένω Γεθσημανή ένθα το ζωηρόν αυτής σώμα κατετέθη εν σορώ. Βουλόμεθα τοίνυν το λείψανον αναγαγείν ενταύθα εις φυλακτήριον της βασιλευούσης ταύτης πόλεως. Υπολαβών δε Ιουβενάλιος απεκρίθη. Τη μεν άγια και θεοπνεύστω Γραφή ουκ εμφέρεται τα κατά την τελετήν της αγίας Θεοτόκου Μαρίας, εξ αρχαίας δε και αληθέστατης παραδόσεως παρειλήφαμεν, ότι εν τω καιρώ της ένδοξου κοιμήσεως αυτής, οι μεν άλλοι σύμπαντες απόστολοι. . . εν καιρού ροπή μετάρσιοι συνήχθησαν εις Ιεροσόλυμα. . . Το δε θεοδόχον αυτής σώμα μετ’ αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας εκκομισθέν και κηδευθέν εν σορώ εν τη Γεθσημανή κατετέθη. Μετά τρεις ημέρας της αγγελικής υμνωδίας παυσαμένης παρόντων των αποστόλων, ενός αυτοίς απολειφθέντος Θωμά, και μετά την τρίτην ημέραν ελθόντων, και το θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντων, ήνοιξαν την σορόν. Και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες. . . ησφαλίσαντο την σορόν». Εν P.G. 96, 747-749.

       Οι πληροφορίες αυτές βεβαιώνουν ότι ο Ναός εις τον Τάφον της θεομήτορος ανοικοδομήθη προ του 450. Τα ανωτέρω βεβαιώνει και ένας άγιος της Εκκλησίας και μεγάλος Πατήρ της Δύσεως, ο Ιερώνυμος εις εγκωμιαστικόν του λόγον εις την Κοίμησιν που εξηφωνήθη το 386 μ. Χ.

       Με τις μαρτυρίες των όσων αναφέραμε συμφωνεί και το Τυπικόν της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων (Ζ’ αιών). Εις αυτό αναφέρεται ότι την 22α Οκτωβρίου η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ εορτάζει τα «μεγάλα εγκαίνια εν Γεθσημανή, εν τω ευκτηρίω του Αυτοκράτορας Μαρκιανού».

       Σήμερον παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Σιωνίτιδις Εκκλησία, το Γένος των Ρωμιών έχει σχεδόν τα πλήρη δικαιώματα εις το θεομητορικόν Μνήμα. Οι Αγιοταφίτες Πατέρες καθημερινώς αγωνίζονται και εν μέσω κινδύνων και διώξεων υψώνουν το λάβαρον της Ρωμιοσύνης εις τον ευλογημένον αυτόν τόπον και νυχθημερόν αναπέμπουν δεήσεις και ικεσίες προς την Παναγίαν μας υπέρ των ευσεβών προσκυνητών της Αγίας Γης και του ευσεβούς Λαού της Ελλάδος.

 

Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

Εν τή Γεννήσει τήν παρθενίαν εφύλαξας, έν τή Κοιμήσει τόν κόσμον ού κατέλιπες Θεοτόκε,
Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα τής ζωής,
καί ταίς πρεσβείαις ταίς σαίς λυτρουμένη, εκ θανάτου τάς ψυχάς ημών.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008

Related posts

Ο μοναχός… ο αλκοολικός

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ΙΕ Ματθαίου

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΜΕΙΣ Μ’ ΕΝΑ ΠΑΞΙΜΑΔΙ ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΘΕΟ!