Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ

Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα » (Λουκ. 14,17)
  Ο ΚΥΡΙΟΣΑκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ δείπνου; «Ἄνθρωπός τις», λέει ὁ Κύριος, «ἐποίησε δεῖπνον μέγα». Μπορεῖτε νὰ φαντα­στῆτε τὶς φροντίδες του; Αἴ­θουσα, τρα­πέζια, φαγητά, ποτά, μουσική… Κι ὅταν πλέον ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ὁ εὐγενὴς οἰ­κοδεσπότης διέταξε τὸ δοῦλο του ν᾿ ἀρχί­σῃ τὶς προσ­κλήσεις. Τοῦ δίνει τὸν πρῶ­το κατάλογο. Ὁ δοῦλος τρέχει καὶ διανέ­μει σὲ ἕναν – ἕνα ἀτομικὲς προσκλήσεις
Ἀλλὰ περίεργο· κανείς δὲν προθυμοποιεῖ­ται νὰ ἔρθῃ! Οἱ καλεσμένοι ἔχουν ἄλλες φρον­τίδες. Ὁ ἕνας κρατάει συμβόλαιο ἑνὸς κτήματος, ὁ δεύτερος σέρνει δέκα βόδια ποὺ θέλει νὰ τὰ δοκιμάσῃ, ὁ τρίτος μό­λις στεφανώθηκε καὶ δὲν ἀφήνει τὴ γυναίκα του οὔτε λεπτό. Ἀπ᾽ τὸ στόμα καὶ τῶν τριῶν ἀκούγεται ἡ ἴδια ἀπάντησι· «Ἔχε με παρῃτημένον» (Λουκ. 14,18,19).
Μετὰ τὴν ἄρνησι αὐτῶν ὁ δοῦλος παίρνει ἄλ­λη διαταγή, ποὺ συμπεριλαμβάνει κόσμο ὁλόκληρο. Ἔρχε­ται σὲ πλατεῖες δρόμους καὶ φράχτες καὶ φωνάζει· «Ἐλᾶτε. Ὅλα εἶνε ἕ­τοιμα. Ὁ κύριός μου σᾶς καλεῖ».
Καὶ νά, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τοὺς βλέπετε; Εἶνε ῥακένδυτοι, φτωχοὶ καὶ ἀνάπηροι, κουτσοὶ καὶ τυφλοί. Μὰ ἡ θύρα δὲν κλείνει, ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος στὴν αἴ­θουσα. Καὶ ἡ πρόσκλησι συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ φτάνει μέχρι τὶς μέρες μας.
Αὐτὸς ποὺ «ἐποίησε δεῖπνον μέγα», ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Θεός. Δὲν θέλει νὰ ζῇ ὁ ἄν­θρωπος μακριὰ ἀπ᾽ τὴ χαρά – αὐτὴν συμβολίζει τὸ δεῖπνο. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὔτε ἕνα πλά­σμα του νὰ ζῇ καὶ νὰ πεθάνῃ μέσα στὸ σκοτά­δι, στὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι. Εἶνε «ὁ πα­τὴρ τῶν οἰκτιρμῶν» (Β΄ Κορ. 1,3). Ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Οἰ­κτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος…» (Ψαλμ. 102,8). Οἱ οὐ­ρανοὶ φλέγονται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἁγία Τριὰς ἐπι­θυμεῖ τὴ σωτηρία μας, καταρτίζει τὰ σοφὰ σχέ­διά της, κινητοποιεῖ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπ᾽ τὸ σκοτά­δι στὸ φῶς, ἀπ᾽ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ σατανᾶ «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θε­οῦ» (῾Ρωμ. 8,21). Κλῆσις ὑψίστη! Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ.
Πῶς καλεῖ; Τὰ μέσα τῆς κλήσε­ως στὴ σωτη­ρία καὶ μακαριότητα εἶνε ἄπειρα καὶ ποικίλα. Μελετώντας βίους ἁγίων μένεις κα­τάπληκτος.
Ἂς ὑπενθυμί­σουμε τὴν κλῆσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τί ἦταν ὁ Παῦλος εἶνε γνωστό· ἀ­­μείλικτος διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἦταν πα­ρὼν στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στε­φάνου. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ φρύ­αττε. Καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου τοὺς εὕρισκε. Ὡρμοῦσε σὲ αὐλὲς καὶ σπίτια, ἅρπαζε ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ δεμένους τοὺς ἔ­σερνε στὶς φυλακές. Μέρα – νύχτα πάσχιζε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὄχι μόνο στὰ Ἰεροσόλυμα ἀλλὰ κι ἀλλοῦ μακριά. Διψοῦ­­σε αἷμα χριστιανικό. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ σταύρω­σαν τὸ Χριστὸ θὰ ἀγάλλονταν καὶ χαϊδεύον­τας τὶς γενειάδες τους θὰ ἔλεγαν· Δέκα νὰ εἴχαμε σὰν τὸ Σαῦλο… Μὰ ἡ χαρά τους δὲν ἐ­πρόκειτο νὰ διαρκέσῃ πολύ. Ὁ Παῦλος δὲν θὰ πέθαινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸν ἦταν ἀσύλληπτο. Καὶ μιὰ μέρα, ἐνῷ πήγαινε μὲ συνο­δεία στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ, πάνω στὸ δημόσιο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα ἔ­ξω ἀπ᾽ τὴν πόλι, εἶδε ἀστραπὴ κι ἄκουσε φωνή· –«Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν». –«Τίς εἶ, Κύριε;», ρωτάει περίτρομος ὁ Παῦλος. –«Ἐ­γώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις», ἦταν ἡ ἀ­πάντησι (Πράξ. 22,7-8· βλ. καὶ 26,14-15· 9,4-5). Τί δραματικὴ σκηνή! Ἂν ἔχῃς, ἀγαπητέ, Καινὴ Διαθήκη, ἄ­νοιξε ἀ­πόψε καὶ διάβασε μόνος σου τὰ κεφά­λαια 9 22 καὶ 26 τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.
Ἡ κλῆσις τοῦ Παύλου στὸν Χριστιανισμὸ εἶ­νε βέβαια κάτι ξεχωριστό, εἶνε μία ἄμεση καὶ ἀπ᾿ εὐθείας κλῆσι· διαλαλεῖ πάντως, ὅτι ὁ Θε­ὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς δρόμους τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἡ ὥρα αὐτὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν ἡ σπουδαιότερη τῆς ζωῆς του. Χαράχτηκε μέσα του· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ ἐπιστολῶν του γράφει· «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ. 1,1. ῾Ρωμ. 1,1).

Related posts

Ὁ ἑκατόνταρχος ὑπόδειγμα πίστεως. +Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου

Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου – (†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης- Τὸ ἁλάτι τῆς γῆς

 Ἡ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος