Η μονή Λουκούς αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Αρκαδίας, το πιο σημαντικό στην επαρχία της Κυνουρίας. Είναι δε από τα πιο γνωστά μοναστικά κέντρα και το πιο προσιτό στον προσκυνητή που έρχεται από την Αργολίδα, καθώς προσεγγίζεται εύκολα. Από το μεσόγειο Άστρος απέχει μόνο 4 χιλιόμετρα.
Η περιοχή της μονής Λουκούς παρουσιάζει πολλά και αξιόλογα ενδιαφέροντα στοιχεία. Όπως γράφει ο Κ. Ρωμαίος, εδώ βρισκόταν «η Εύα, η μεγίστη των Θυρεατικών κωμών», σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία. Εδώ επίσης ήταν το Ιερόν του Πολεμοκράτους, φημισμένο θεραπευτήριο, που περιέθαλπε όσους προσέτρεχαν σε αυτό και «τιμάς παρά των προσοίκων είχε». Ο Ηρώδης ο Αττικός, μία πολυσυζητημένη προσωπικότητα των ρωμαϊκών χρόνων, που γνώρισε μεγάλη δόξα και ευτυχία, αλλά και τις μεγαλύτερες ανθρώπινες δυστυχίες, έζησε πολλές ημέρες της ζωής του στην περιοχή αυτή, όπου διέθετε κτήματα και πολυτελή έπαυλη.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Για την πιθανή ετυμολογία της ονομασίας της μονής «Λουκούς» έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Μερικοί, όπως ο Α. Ορλάνδος και ο Γ. Σωτηρίου – χωρίς να είναι βέβαιοι – αποδίδουν την ονομασία στο ότι θα υπήρχαν πολλοί λύκοι στην περιοχή, και αρχικά η μονή θα ονομάστηκε «Λυκού». Άλλοι υποστηρίζουν ότι κτίστηκε από τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς) αυτοκράτορες και επειδή κατά την ίδρυση της μονής βρέθηκε ένα άγαλμα της Ήρας, η οποία στα λατινικά ονομάζεται Juno Lucina (Lucia), είναι πιθανό να έλαβε την επωνυμία αυτή: «Λουκού». Ακόμη ότι ονομάστηκε έτσι από κάποιον έμπορο Λουκά, ο οποίος έκτισε τη μονή και κατόπιν μόνασε εκεί. Από το ανδρωνυμικό παρέμεινε η «Λουκού». Άλλοι πάλι αναζητούν από τον «Λύκειο» (Lux=φως) την προέλευση του ονόματος.
Η μονή Λουκούς υπάγεται εκκλησιαστικώς στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, πιθανώς θεμελιωμένος πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία του 5ου αιώνα, είναι άγνωστο πότε ακριβώς κτίστηκε. Παλαιότερα, σύμφωνα και με την παράδοση, θεωρούσαν ότι ο ναός ήταν βυζαντινός, αλλά σήμερα, λόγω των μορφολογικών του στοιχείων, ο ναός τοποθετείται στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, στη θέση αυτή να προϋπήρχε μονή.
Η σημαντική παρουσία και προσφορά της μονής στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, συνεχίστηκε και στη διάρκεια του Αγώνος του 1821 για την εθνική ανεξαρτησία. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία ήταν ο ηγούμενός της Νεόφυτος, ενώ οι μοναχοί συμμετείχαν στον Αγώνα, μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια στο στρατόπεδο Βερβαίνων με κίνδυνο της ζωής τους. Έτσι εξηγείται και η οργή του Ιμπραήμ που διέταξε την πυρπόληση της μονής την παραμονή της εορτής της (5 Αυγούστου 1826). Το μεγαλύτερο τμήμα της αποτεφρώθηκε και μαζί καταστράφηκαν τα χρυσόβουλλα, βαρύτιμα κειμήλια και έγγραφα αξίας. Όμως, το καθολικό σώθηκε με θαυματουργή επέμβαση του αγίου Ευσταθίου που εικονιζόταν σε τοιχογραφία του καθολικού και από το πρόσωπό του «έτρεξε αχνιστό αίμα» όταν Τούρκος στρατιώτης το κτύπησε με το όπλο του.
Η προσφορά της μονής επεκτάθηκε στη ανέγερση της Σχολής του Γένους στον Άγιο Ιωάννη, ενώ η φιλανθρωπία ήταν στην ημερήσια διάταξη της ζωής της μονής. Άλλωστε, για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως μονή της φιλανθρωπίας και της φιλοξενίας.
Το Καθολικό της Μονής
Το κέντρο του εσωτερικού περιβόλου καταλαμβάνει το καθολικό της μονής Λουκούς, που ξεχωρίζει από τα επιχρισμένα με ασβέστη κτίρια, καθώς είναι κατασκευασμένο επιμελώς από κοκκινωπό πωρόλιθο, σύμφωνα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας. Στο ιερό και στον τρούλο η τοιχοποιία είναι επιμελημένη, με κανονικότερες τις στρώσεις των πώρινων λίθων με τους πλίνθους, ενώ στις μεγάλες επιφάνειες η τοιχοποιΐα είναι πιο αμελής.
Από τα λείψανα του μωσαϊκού δαπέδου και της κυλινδρικής καμάρας επί του βόρειου τοίχου, αλλά και από τις γραπτές πηγές εικάζεται η ύπαρξη δύο παρεκκλησίων. Εκατέρωθεν της εισόδου προ του 1821 υπήρχαν δύο παρεκκλήσια, τα οποία σώζονταν κατά τα πρώτα έτη μετά την απελευθέρωση: του Αγίου Χαραλάμπους προς Βορρά και του Αγίου Παντελεήμονος προς Νότο. Τα παρεκκλήσια ήταν θολοσκέπαστα, με ωραίες τοιχογραφίες και διαστάσεις όχι μεγαλύτερες των 3.00 μ. κατά μήκος και πλάτος, αλλά σήμερα δε σώζονται.
Το καθολικό στον τύπο του τετρακιόνιου, σύνθετου εγγεγραμμένου σταυρού με οκταγωνικό τρούλο και τρεις τρίπλευρες αψίδες ιερού στην ανατολική πλευρά έχει εξωτερικές διαστάσεις 11,70 x 9,10 μέτρα. Ενώ η μονή πυρπολήθηκε από κατά τη βίαιη επιδρομή του Ιμπραήμ, εντούτοις καθολικό, όπως προαναφέρθηκε σώθηκε. Από αρχιτεκτονικής απόψεως στο εσωτερικό διακρίνουμε το λεγόμενο τετρακάμαρο, δηλαδή τον κυρίως ναό και τα τέσσερα γωνιαία μικρότερα διαμερίσματα που στεγάζονται με ασπίδες.
Ο τρούλος, με διαστάσεις: 3,85μ. ύψος και διάμετρο 0,52μ., στηρίζεται σε τέσσερις μονολιθικούς αρράβδωτους κίονες από μάρμαρο με πράσινες φλέβες, που στηρίζουν τα αντίστοιχα τόξα. Ως κιονόκρανα έχουν χρησιμοποιηθεί ανεστραμμένες ιωνικές βάσεις. Διπλή σειρά οδοντωτών γείσων περιτρέχει τις στέγες. Τις επιφάνειες των στενών πλευρών κοσμούν κεραμεικά διακοσμητικά στοιχεία, όπως ήλιοι, μονογράμματα του Χριστού, απομιμήσεις κλάδων, δέντρων, κλπ. Σειρά ρόμβων δίκην ζωφόρου περιβάλλει τον τρούλο.