Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
β΄ 1 – 12
Τὴν περασμένη Κυριακὴ ἀκούσαμε τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στὴ θαυμαστὴ ἰσχὺ ποὺ ἔχει καὶ ἡ μεγάλη καὶ δυναμικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ναθαναὴλ ἀμφισβητοῦσε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου πῶς εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸν κόσμο καὶ ἀπὸ πολλούς ἀναμενόμενος Μεσσίας, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ἀπὸ Ναζαρέτ. Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως, μὲ τὸ ποὺ βρέθηκε κατὰ πρόσωπο μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀμέσως τὸν ἀναγνώρισε καὶ τὸν ὁμολόγησε ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς Βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιὰ τίς μεγάλες προσπάθειες καὶ τὸν ἀγῶνα ποὺ κατέβαλαν ἄνθρωποι μὲ πραγματικὴ πίστη γιὰ νὰ παρουσιαστοῦν μπροστὰ στὸν Κύριο.
Τέσσερις ἄνθρωποι μετέφεραν ἕναν συνάνθρωπο ἢ φίλο τους ποὺ ἦταν παραλυτικός. Τὸν μετέφεραν μὲ τὸ κρεβάτι του, ἀφοῦ ἦταν τόσο ἀδύνατος κι ἀβοήθητος, ὥστε δὲ θὰ μποροῦσε νὰ μεταφερθεῖ διαφορετικά. Μάταια ὅμως προσπαθοῦσαν νὰ περάσουν ἀνάμεσα ἀπὸ τὸ πυκνὸ πλῆθος καὶ νὰ πλησιάσουν τὸν Κύριο. Κι ἀφοῦ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κατορθώσουν, ἀνέβηκαν στὴν όροφή της οἰκίας, τὴν ἄνοιξαν, καὶ μὲ μεγάλη προσπάθεια κατέβασαν τὸ κρεβάτι ὅπου κείτονταν ὁ ἄρρωστος καὶ τὸ ἀκούμπησαν μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ θαυματουργου Ἰατροῦ. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη τους στὸ Χριστό.
«Ἰδὼν δὲ Ἰησους τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τὸ παραλυτικὸ τέκνον, ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σοῦ» (Μάρκ. β’5). Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται, εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸν παραλυτικό. Ὁ Χριστὸς δὲν περίμενε ν’ ἀκούσει νὰ ἐκφράζεται μὲ λόγια ἡ πίστη τους. Τὴν εἶδε. Ἡ πνευματική Του ὅραση εἰσχώρησε στὰ μύχια τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Καὶ κεί, στὰ βάθη της, εἶδε τὴ μεγάλη τους πίστη. Μὲ τὰ σωματικά Του μάτια εἶδε τίς προσπάθειες καὶ τὸν ἀγῶνα τους νὰ φέρουν τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο μπροστά Του. Ἡ πίστη τους ἑπομένως ἦταν ὁλοφάνερη.
Ἡ ἀπιστία τῶν γραμματέων ποὺ παρευρίσκονταν στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν ἐπίσης ὁλοφάνερη στὸν Κύριο. «Τί οὗτος οὕτῳ λαλεῖ βλασφημίας; Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ,εἶ μὴ εἰς ὁ Θεός;» (Μάρκ. β’8). Αὐτὸς βλασφημεῖ, ἔλεγαν μέσα τους. Ποιός ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό, μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες;
Ὁ Κύριος «ἐπιγνούς το πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς: τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» (Μάρκ. β’8). Ὁ Κύριος γνώριζε αὐτὰ ποὺ σκέφτονταν κι ἄρχισε νὰ τοὺς ἐπιτιμᾷ μὲ ἤρεμο τρόπο. Γιατί σκέφτεστε τέτοια πράγματα; Ὁ Κύριος διαβάζει τίς πονηρὲς καρδιὲς τὸ ἴδιο εὔκολα ποὺ διαβάζει καὶ τίς ἁγνές. “Ὅπως ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ καρδιὰ τοῦ Ναθαναήλ, ποὺ δὲν εἶχε πονηριὰ καὶ δόλο, ἔτσι ἀναγνώρισε ἀμέσως τίς ἀκάθαρτες καρδιὲς τῶν γραμματέων, ποὺ ἦταν γεμᾶτες δόλο. Γιὰ νὰ τοὺς δείξει λοιπὸν πῶς ἔχει ἐξουσία τόσο στὰ σώματα ὅσο καὶ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τόσο νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες ὅσο καὶ νὰ θεραπεύει τὰ ἄρρωστα σώματα, ὁ Κύριος λέει στὸν παραλυτικό: «σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἴκόν σου» (Μάρκ. βί1). Καὶ μπροστὰ σὲ τέτοιο ἐξουσιαστικὸ λόγο, ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος «ἠγέρθῃ εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν» (Μάρκ. β12). “Ὁ παράλυτος ἄνθρωπος σηκώθηκε ἀμέσως, ἔβαλε τὸ κρεβάτι στὸν ὦμο του καὶ πέρασε μπροστὰ ἀπ’ ὅλους. Κι ὅλοι θαύμασαν καὶ δόξασαν το Θεὸ λέγοντας: τέτοια γεγονότα ποτέ μας δὲν εἴδαμε.
Ἄς δοῦμε τώρα πόσες θαυμαστὲς δυνάμεις φανερώνει διὰ μιᾶς ὁ Κύριος:
Διαβάζει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ σὲ μερικὲς διακρίνει τὴν πίστη, ἐνῶ σὲ ἄλλες το δόλο.
Συγχωρεῖ στὴν ψυχὴ τίς ἁμαρτίες καὶ τὴν κάνει ὑγιῆ, καθαρὴ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς ἀναπηρίας.
Ἀποκαθιστᾷ τὴν ὑγεία στὸ ἄρρωστο καὶ παραλυτικὸ σῶμα μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου Του.
Πόσο μεγάλη, πόσο φοβερὴ καὶ πόσο θαυμαστὴ καὶ ζωοδότρα εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ζῶντος Κυρίου!
Ἄς ἔρθουμε ὅμως κι ἂς σταθοῦμε μπροστὰ στὴν παρουσία τοῦ ζῶντος Κυρίου. Τὸ πιὸ σπουδαῖο πρᾶγμα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας εἶναι νὰ προσεγγίσουμε μὲ πίστη τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, νὰ τὴ νιώσουμε. Μερικὲς φορὲς ἔρχεται καὶ μᾶς ἀποκαλύπτεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. “Ἔτσι πῆγε στὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία στὴ Βηθανία, ἔτσι ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε στὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκό, σὲ ἄλλους ἀποστόλους στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας καὶ στὸ δρόμο πρὸς τοὺς Ἐμμαούς, στὴν οἰκία ὅπου μπῆκε «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ στὸν κῆπο καὶ σὲ πολλοὺς ἁγίους σὲ ὄνειρα ἢ ὁράματα. Μερικὲς φορὲς παρουσίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀνθρώπους στὸν Κύριο, ὅπως ὁ Ἀνδρέας ἔφερε τὸν Πέτρο κι ὁ Φίλιππος τὸ Ναθαναήλ. Οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων κι οἱ ἱεραπόστολοι ἔφεραν στὸ Χριστὸ χιλιάδες, ἑκατομμύρια ἀνθρώπους κι ἄλλες φορὲς ὁ ἕνας πιστὸς ἔφερνε τὸν ἄλλο. Ἀλλὰ καὶ ἄγνωστοι ἄνθρωποι μερικὲς φορὲς προσπάθησαν πολὺ μόνοι τους νὰ πλησιάσουν τὸν Κύριο, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν τεσσάρων ποὺ ἄνοιξαν τὴν ὀροφὴ τοῦ σπιτιοῦ γιὰ νὰ φέρουν τὸν παραλυτικὸ φίλο τοὺς μπροστά Του.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ τρεῖς τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ παρουσιαστοῦν στὸν Κύριο. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς εἶναι νὰ προσπαθήσουμε πολὺ καὶ ν’ ἀγωνιστοῦμε γιὰ νὰ βρεθοῦμε μπροστά Του, ὥστε νὰ μᾶς βοηθήσει κι Ἐκεῖνος νὰ τὸν προσεγγίσουμε καὶ νὰ μᾶς φωτίσει. Πρέπει ν’ ἀκολουθήσουμε τοὺς τρεὶς αὐτοὺς τρόπους σὲ ἀντίθετη πορεία. Αὐτὸ σημαίνει πῶς πρέπει μὲ πίστη καὶ ζῆλο νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ βρεθοῦμε μπροστὰ στὸν Κύριο. Μετὰ ν’ ἀκολουθήσουμε τὴν κλήση καὶ τίς ἐντολὲς τῆς ἁγίας ἀποστολικῆς ‘Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῶν πατέρων καὶ τῶν διδασκάλων. Καὶ τελικά, ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ἐκπληρώσει τοὺς δυὸ πρώτους ὅρους, θὰ πρέπει νὰ περιμένουμε μὲ πίστη κι ἐλπίδα στὸ Θεὸ νὰ μᾶς παρουσιαστεῖ, κι ἡ παρουσία Του νὰ μᾶς φωτίσει, νὰ μᾶς ἐνισχύσει, νὰ μᾶς θεραπεύσει καὶ νὰ μᾶς σώσει.
Τὸ μέγεθος τῶν προσπαθειῶν ποὺ πρέπει νὰ καταβάλουμε γιὰ ν’ ἀνοίξουμε τὸ δρόμο ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν τεσσάρων αὐτῶν ἀντρῶν. Δὲ δίστασαν ν’ ἀνέβουν στὴν ὀροφὴ τοῦ σπιτιοῦ, γιὰ νὰ κατεβάσουν καὶ νὰ παρουσιάσουν μπροστὰ στὸν Κύριο τὸν ἄρρωστο φίλο τους. Δὲν ἔκαναν πίσω οὔτε ἀπὸ ντροπὴ οὔτε ἀπὸ φόβο. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοῦ μεγάλου ζήλου τους εἶναι ὅμοιο μὲ τὸ παράδειγμα τῆς χώρας ποὺ ζητοῦσε πιεστικὰ καὶ φορτικὰ ἀπὸ τὸν ἄδικο κριτὴ νὰ τὴ δικάσει καὶ νὰ τὴν προστατέψει ἀπὸ τὸν ἀντίδικό της (βλ. Λουκ. ἰη’1-5). Αὐτὸ σημαίνει πῶς πρέπει νὰ τηροῦμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κραυγάζουμε μέρα καὶ νύχτα, ὡσότου μᾶς ἀκούσει. «κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ7), εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξήγηση ποὺ ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ἰα12).
Ὁ Κύριος ζητᾷ ἀπ’ ὅλους τοὺς πιστούς Του νὰ καταβάλουν κάθε προσπάθεια, νὰ ἐξαντλήσουν τὴ δύναμή τους, νὰ ἐργαστοῦν ὅσο κρατᾷ ἡ ἡμέρα, νὰ προσεύχονται ἀδιάλειπτα, νὰ ζητήσουν, νὰ κρούσουν, νὰ νηστέψουν καὶ νὰ κάνουν ἀμέτρητα ἔργα ἐλέους. Κι όλ’ αὐτὰ ὥστε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν – ἡ μεγάλη, φοβερὴ καὶ ζωοποιὸς παρουσία τοῦ Θεοῦ – ν’ ἀνοιχτεῖ γι’ αὐτούς. «’Ἀγρυπνεῖτε οὔν ἐν παντὶ καιρῷ, εἶπε ὁ Κύριος, ἶνα,ἵνα καταξιωθῆτε… σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Λουκ. κά’36). Νά ‘χετε προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση στὴν καρδιά σας, γιὰ νὰ μὴν προσκολληθεῖ στὰ γήινα. Νά ‘χετε ἐγρήγορση στὶς σκέψεις σας, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ὁδηγοῦν μακριὰ ἀπό το Θεό. Νὰ προσέχετε τὰ ἔργα σας, νὰ διπλασιάζετε τὰ τάλαντά σας, μὴν τὸ ἀφήσετε νὰ λιγοστέψουν ἢ νὰ ἐξαφανιστοῦν ἐντελῶς. Ν’ ἀγρυπνεῖτε διαρκῶς, ὥστε ὁ θάνατος νὰ μή σας βρεῖ ἀπροετοίμαστους καὶ ἀμετανόητους στὴν ἁμαρτία σας. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας αὐτὴ εἶναι: ἐνεργός, προσευχητική, γρηγοροῦσα. ‘Ἀναλώνεται στὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἀγῶνες. Καμιὰ ἄλλη πίστη δὲ ζητάει τέτοιον ἀγῶνα ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γιὰ ν’ ἀξιωθοῦν νὰ σταθοῦν μπροστὰ στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος καὶ Σωτῆρας μας ζητάει τὸν ἀγῶνα αὐτὸν ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἡ Ἐκκλησία ἐπαναλαμβάνει τίς ἐντολές Του ἀπὸ αἰῶνα σὲ αἰῶνα, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, φέρνοντας σὰν παράδειγμα στοὺς πιστούς τους ἀπειράριθμους καὶ μεγάλους πνευματικοὺς ἀγωνιστὲς ποὺ τήρησαν το νόμο τοῦ Χριστοῦ κι ἀξιώθηκαν ν’ ἀποκτήσουν δόξα καὶ ἀνέκφραστη δύναμη τόσο στὸν οὐρανὸ ὅσο καὶ στὴ γῆ.
Δὲν πρέπει ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ πέσουμε στὴν πλάνη καὶ νὰ νομίσουμε πῶς ἀπὸ μόνες τους ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλοι οἱ ἀγῶνες του μποροῦν νὰ τὸν σώσουν. Δὲν πρέπει νὰ πιστέψουμε πῶς ὁ ἄνθρωπος μὲ τίς προσπάθειες καὶ τὸν ἀγῶνα του θὰ μπορέσει μόνος του νὰ παραστεῖ μπροστὰ στὸ ζῶντα Θεό. “Ἄν ὁ Θεὸς δὲν τὸ θελήσει, κανένας θνητὸς δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό Του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ποὺ καθόρισε τὸν ἀγῶνα καὶ τίς προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου, λέει: «Ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρείοί ἐσμεν, ὅτι ὸ ώφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ἴζ10). Καὶ σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο λέει: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσει αὐτόν» (Ἰωάν. στ’44). Κι ἀλλοῦ πάλι: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ,οὗ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ἰε’5). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸ ἴδιο θέμα: «Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφ. β’5).
Μετὰ ἀπ’ όλ’ αὐτὰ τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Μήπως πρέπει νὰ σκεφτοῦμε πῶς εἶναι μάταιοι ὅλοι οἱ ἀγῶνες κι οἱ προσπάθειες ποὺ κάνουμε γιὰ τὴ σωτηρία μας; Μήπως πρέπει νὰ τὰ ἐγκαταλείψουμε ὅλα καὶ νὰ περιμένουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ ἔχει, νὰ μᾶς παρουσιάσει ἐνώπιόν Τοῦ; Δὲ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας πῶς «ὼς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (ξδ’6); Τί πρέπει νὰ κάνουμε τότε; Νὰ ἐγκαταλείψουμε κάθε προσπάθειά μας, ὅλους τοὺς ἀγῶνες μας; Μὰ τότε δὲ θὰ γίνουμε ἴδιοι μὲ τὸν ὀκνηρὸ δοῦλο, ποὺ ἔσκαψε καὶ ἔκρυψε τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος στὴ γῆ, καὶ τὸν ὁποῖο ἐπέπληξε ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια, «πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ!» (Ματθ. κέ’26);
Πρέπει νὰ σοβαρευτοῦμε καὶ ν’ ἀσκηθοῦμε στὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ καταβάλλουμε ὅ,τι εἶναι δυνατὸ ἀπὸ τὴν πλευρά μας, μὰ ἀνήκει στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ εὐλογήσει τίς προσπάθειές μας καὶ νὰ μᾶς παρουσιάσει ἐνώπιόν Του. “Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔχει δώσει μιὰ πολὺ καλὴ ἐξήγηση πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα. Λέει: «Ἐγὼ ἔφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ηὔξανεν· ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστὶ τί οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ’ ὁ αὐξάνων Θεός» (Α ́κόρ. γ’6-7). “Ὅλα ἑπομένως ἐξαρτιῶνται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλεός Του. Ἐμεῖς πρέπει νὰ φυτεύουμε καὶ νὰ ποτίζουμε. Δὲν πρέπει νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ καθήκοντά μας αὐτά, γιατί διαφορετικὰ θὰ κινδυνεύσουμε νὰ καταδικαστοῦμε στὸν αἰώνιο θάνατο.
Τὸ καθῆκον τοῦ γεωργου εἶναι νὰ σπέρνει καὶ νὰ ποτίζει. Ἀπό το Θεὸ ὅμως, ἀπὸ τὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλεὸς Τοῦ, ἐξαρτᾷται ἂν ὁ σπόρος θὰ ριζώσει ἢ ὄχι, ἂν θ’ ἀναπτυχθεῖ καὶ θὰ βγάλει καρπούς.
Εἶναι χρέος τοῦ ἐπιστήμονα νὰ ἔρευνα καὶ νὰ ψάχνει, μὰ ἀνήκει στὸ Θεό, στὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλεὸς Τοῦ, ἂν ἡ γνώση θὰ τοῦ ἀποκαλυφτεῖ ἢ ὄχι.
Εἶναι καθῆκον τῶν γονιῶν ν’ ἀναθρέψουν τὰ παιδιά τους καὶ νὰ τὰ μάθουν το φόβο τοῦ Θεοῦ, μὰ εἶναι στὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλεός Του ὁ χρόνος τῆς ζωῆς τους.
Εἶναι χρέος τῶν ἱερέων νὰ διδάσκουν, νὰ παρακαλοῦν, νὰ ἐπιτιμοῦν καὶ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς πιστούς. Τὸ ἂν οἱ προσπάθειές τους θὰ καρποφορήσουν ὅμως εἶναι στὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι καθῆκον ὅλων μας νὰ προσπαθήσουμε καὶ ν’ ἀγωνιστοῦμε γιὰ ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἀνήκει ὅμως στὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλεὸς Τοῦ ἂν θὰ μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ τὸν πλησιάσουμε.
Δὲν πρέπει ν’ ἀγωνιζόμαστε χωρὶς ἐλπίδα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εὔχομαι ὅλες μας οἱ προσπάθειες νὰ φωτίζονται ἀπὸ τὸ φὼς τῆς ἐλπίδας πῶς ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας, δίπλα μας. Πῶς θὰ μᾶς δεχτεῖ μπροστὰ στὸ φὼς τοῦ προσώπου Του. Δὲν ὑπάρχει πιὸ βαθιὰ καὶ πιὸ ἀνεξάντλητη πηγὴ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεου. Ὅταν ὁ Ἄσωτος Υἱὸς μετάνιωσε γιὰ τὴν τρομερὴ πτώση του στὸ ἐπίπεδο τῶν χοίρων, ὁ εὔσπλαχνος πατέρας ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν συγχώρεσε. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποκάμει νὰ τρέχει γιὰ νὰ συναντήσει τὰ μετανιωμένα παιδιά Του. Ἁπλώνει τὸ χέρι Του σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ γυρίσουν κοντά Του. «’Ἐξεπέτασα τὰς χείράς μου ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα», εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους (Ἠσ. ξέ’2). “Ἄν ὁ Κύριος ἁπλώνει τὸ χέρι Τοῦ στοὺς ἀπειθοῦντες καί τους ἀντιλέγοντες, δὲ θὰ τὸ κάνει στὸν ὑπάκουο; Ὁ ὑπάκουος προφήτης Δαβὶδ λέει: «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μοῦ ἔστιν, ἶνα μὴ σαλευθῶ» (Ψαλμ. ἰε’9). Σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία τους, καὶ Κύριος δὲν ἀρνεῖται τὴν παρουσία Του.
Δὲν πρέπει νὰ λογαριάζουμε μάταιες τίς προσπάθειές μας, ὅπως κάνουν οἱ ἄθεοι κι οἱ ἀπελπισμένοι ἄνθρωποι. Ἐμεῖς πρέπει ν’ ἀγωνιζόμαστε, νὰ καταβάλλουμε κάθε δυνατὴ προσπάθεια, καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πρέπει νὰ διπλασιάζουμε τοὺς ἀγῶνες μας, ὅπως συνιστᾷ καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας. Μακάρι τὸ δρόμο μας αὐτὸν νὰ τὸν φωτίζει τὸ παράδειγμα τῶν τεσσάρων ἀνθρώπων ποὺ σκαρφάλωσαν στὴν ὀροφὴ καὶ τὴν ἄνοιξαν, γιὰ ν’ ἀποθέσουν μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου τὸν πέμπτο ἀπ’ αὐτούς, τὸ φίλο τους ποὺ ἔπασχε ἀπὸ παραλυσία. Ἄν τὸ ἕνα πέμπτο τῆς ψυχῆς μας εἶναι παράλυτο ἢ ἄρρωστο, ἂς σπεύσουμε μὲ τὰ ἄλλα ὑγιῆ τέσσερα πέμπτα στὸν Κύριο. Ἐκεῖνος θὰ θεραπεύσει τὸ ἄρρωστο κομμάτι ποὺ ἔχουμε μέσα μας. Ἄν κάποια ἀπὸ τίς αἰσθήσεις μας ἔχει σκανδαλιστεῖ μὲ τὸν κόσμο αὐτὸν κι αὐτὸ τὴν ἔκαμε ἀδύνατη κι ἄρρωστη, ἂς τρέξουμε στὸν Κύριο μὲ τίς ἄλλες τέσσερις ὑγιεῖς αἰσθήσεις. Ἐκεῖνος θὰ σπλαχνιστεὶ τὴν ἄρρωστη αἴσθησή μας καὶ θὰ τὴν θεραπεύσει.
Ὅταν ἕνα μέρος τοῦ σώματος ἀσθενεῖ, ὁ γιατρὸς συνιστᾷ δυὸ εἴδη θεραπείας: τὴ φροντίδα καὶ τὴν καλὴ σίτιση τοῦ ὑπόλοιπου σώματος, ὥστε τὸ ὑγιὲς μέρος νὰ δυναμώσει περισσότερο, νὰ γίνει πιὸ δυνατό, γιὰ νὰ μπορέσει ν’ ἀντισταθεῖ στὸ ἄρρωστο. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τίς ψυχές μας. “Ἄν μέσα μας, στὸ νοῦ μας, ἔχουμε ἀμφιβολίες, ἂς προσπαθήσουμε μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ νὰ ἐνισχύσουμε τὴν πίστη μας καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου νὰ θεραπεύσουμε καὶ νὰ δυναμώσουμε τὸν ἄρρωστο νοῦ μας. Ἄν ἁμαρτήσαμε ἐπειδὴ ξεχάσαμε τὴν προσευχή, ἂς σπεύσουμε νὰ κάνουμε ἔργα ἐλέους γιὰ ν’ ἀποκαταστήσουμε τὴν προσευχητική μας διάθεση.
Ὁ Κύριος θὰ δεῖ τὴν πίστη μας, τίς προσπάθειες καὶ τὸν ἀγῶνα μας καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσει. Ἐκεῖνος μὲ τὸ ἀμέτρητο ἔλεὸς Τοῦ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ παρουσιαστοῦμε ἐνώπιόν Τοῦ, μπροστὰ στὴν ἀθάνατη καὶ ζωοδότρα παρουσία ἀπὸ τὴν ὁποία παίρνουν ζωή, ἐνισχύονται καὶ χαροποιοῦνται οἱ ἀναρίθμητες ἀγγελικὲς δυνάμεις κι ὁ στρατὸς τῶν ἁγίων. Στὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστὸ πρέπει ὁ αἶνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.