Να σου πω μια ιστορία

“Να σου πω μια ιστορία”

“Ο άνθρωπος εκείνος είχε ταξιδέψει πολύ. Στη ζωή του είχε γυρίσει σε εκατοντάδες χώρες, αληθινές και φανταστικές…

Το ταξίδι που θυμόταν περισσότερο ήταν η σύντομη επίσκεψή του στη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. Έφτασε τυχαία στα σύνορά της. Στo δρόμο απο την Αμπελοχώρα προς την Παραϊδα, υπήρχε μια μικρή παράκαμψη προς τη Χώρα των Μεγάλων Κουταλιών. Επειδή του άρεσαν οι εξερευνήσεις, πήρε εκείνο το δρόμο. Ο δρόμος ήταν όλο στροφές και κατέληγε σ’ ένα τεράστιο απομονωμένο σπίτι.

Στην πόρτα μια πινακίδα έγραφε:

ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΥΤΑΛΙΩΝ

ΑΥΤΗ Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΔΥΟ ΑΙΘΟΥΣΕΣ,

ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ. ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ,

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΩΣ ΤΗ ΔΙΑΚΛΑΔΩΣΗ ΤΟΥ.

ΣΤΡΙΨΕ ΔΕΞΙΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΜΑΡΑ

Ή ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ.

Ο άνθρωπος προχώρησε στο διάδρομο και στην τύχη, έστριψε πρώτα δεξιά. Ο νέος διάδρομος είχε μήκος καμιά πενηνταριά μέτρα και κατέληγε σε μια τεράστια πόρτα. Μόλις έκανε τα πρώτα βήματα, άρχισε να ακούει τα αχ-βαχ και τα βογκητά που έρχονταν απο το μαύρο δωμάτιο.

Για μια στιγμή, οι κραυγές πόνου και στεναχώριας τον έκαναν να διστάσει, όμως, αποφάσισε να συνεχίσει. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε.

Γύρω απο ένα πελώριο τραπέζι κάθονταν εκατοντάδες άτομα. Στο κέντρο του τραπεζιού έβλεπες τους πιο λαχταριστούς μεζέδες και, μολονότι όλοι βαστούσαν απο ένα κουτάλι που έφτανε ως στο κεντρικό πιάτο, πέθαιναν της πείνας! Ο λόγος ήταν οτι τα κουτάλια τους είχαν διπλάσιο μέγεθος απο τα χέρια τους και ήταν κολλημένα στις παλάμες τους. Μ’αυτόν τον τρόπο, όλοι μπορούσαν να φτάσουν το φαγητό αλλά κανένας δε μπορούσε να το φέρει στο στόμα του.

Η κατάσταση ήταν τόσο απελπιστική και οι κραυγές τόσο σπαραξίκαρδες, που ο ταξιδιώτης έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας απο τη σάλα.Γύρισε στον κεντρικό διάδρομο και τράβηξε προς τ’αριστερά, προς τη λευκή αίθουσα. Ένας διάδρομος ίδιος με τον προηγούμενο κατέληγε σε μια παρόμοια πόρτα. Η μοναδική διαφορά ήταν οτι στο δρόμο δεν ακούγονταν ούτε βογκητά, ούτε παράπονα. Όταν έφτασε στην πόρτα, ο εξερευνητής έπιασε το πόμολο και την άνοιξε.

Εκατοντάδες άτομα κάθονταν πάλι γύρω απο ένα τραπέζι, παρόμοιο μ’εκείνο της μάυρης κάμαρας. Πάλι στο κέντρο υπήρχαν εκλεκτές λιχουδιές και όλοι στο χέρι τους είχαν στερεωμένο ένα μακρύ κουτάλι. Εκεί όμως κανένας δεν παραπονιόταν ούτε έκλαιγε. Κανένας δεν πέθαινε στη πείνα, γιατί ο ένας τάιζε τον άλλον!

Ο άνθρωπος χαμογέλασε, έκανε μεταβολή και βγήκε απο το άσπρο δωμάτιο.

”Μη βαδίζεις μπροστά μου γιατί δε θα μπορέσω να σε ακολουθήσω.

Μη βαδίζεις πίσω μου γιατί μπορεί να σε χάσω.

Μη βαδίζεις απο κάτω μου γιατί μπορεί να σε πατήσω.

Μη βαδίζεις πάνω μου γιατί μπορεί να με λιώσεις. Βάδιζε δίπλα μου γιατί είμαστε ίσοι”.

Χορχε Μπουκάι

Related posts

Το μόνο σίγουρο…Χορχε Μπουκάι 

Πώς τακτοποιούνται οι παρεξηγήσεις

Να θυμάσαι…