Φαίνεται σαν να έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια, αλλά στην ουσία δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι θρησκευτικές γιορτές σημάδεψαν τη ζωή. Αν και όλοι πήγαιναν στην εκκλησία, δεν γνώριζαν, φυσικά, όλοι το ακριβές περιεχόμενο κάθε γιορτής. Για πολλούς, ίσως για την πλειοψηφία, η γιορτή ήταν πάνω απ’ όλα μια ευκαιρία να κοιμηθούν καλά, να φάνε καλά, να πιουν και να ξεκουραστούν. Παρόλ’ αυτά, νομίζω πως ο καθένας αισθανόταν, αν όχι εντελώς συνειδητά, πως με την κάθε γιορτή στη ζωή του εισέβαλε κάτι το υπερβατικό και ακτινοβόλο, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο μ’ έναν κόσμο από διαφορετικές πραγματικότητες, με την υπόμνηση κάποιου ξεχασμένου πράγματος, κάποιου πράγματος που το είχε πνίξει η ρουτίνα, το κενό και η φθορά της καθημερινής ζωής.
Σκεφτείτε τα ονόματα των ιδίων των εορτών: Εισόδια, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Υπαπαντή, Μεταμόρφωση. Αυτές οι λέξεις, με την ιεροπρέπειά τους και μόνο, την απόστασή τους από την καθημερινή ζωή, και τη μυστηριακή τους ομορφιά αφύπνιζαν κάποια ξεχασμένη μνήμη, προσκαλούσαν, έδειχναν κάτι. Η γιορτή ήταν ένα είδος νοσταλγικού στεναγμού για μια χαμένη ομορφιά, που ακόμη μας νεύει, ενός στεναγμού για κάποιον άλλον τρόπο ζωής.
Ο σύγχρονος κόσμος, ωστόσο, έχει γίνει μονότονος και ανεόρταστος. Ακόμη και οι κοσμικές γιορτές μας αδυνατούν να κρύψουν αυτή τη στάχτη της λύπης και της απελπισίας που κατακάθεται πάνω μας, επειδή ουσία του εορτασμού είναι η εμπειρία του να σε συνεπαίρνει μια διαφορετική πραγματικότητα, η εισβολή σ’ έναν κόσμο πνευματικής ομορφιάς και φωτός. Αν όμως δεν υπάρχει αυτή η πραγματικότητα, αν ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτε για να γιορτάσεις, τότε καμία τεχνική ανάταση δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει μια γιορτή.
Έχουμε εδώ την εορτή της Εισόδου της Θεοτόκου στο Ναό. Το θέμα της εορτής είναι πολύ απλό: ένα κοριτσάκι προσάγεται από τους γονείς του στο ναό των Ιεροσολύμων. Δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στο γεγονός αυτό, επειδή την εποχή εκείνη αυτό αποτελούσε μια γενικά αποδεκτή συνήθεια και πολλοί γονείς έφερναν τα παιδιά τους στο ναό ως σημείο προσαγωγής τους στον Θεό, ως ένδειξη πως δίνουν στη ζωή τους έναν ουσιαστικό σκοπό και νόημα, πως τα φωτίζουν από μέσα με το φως μιας ανώτερης εμπειρίας.
Στην περίπτωση όμως της Παναγίας, όπως μας το υπενθυμίζει η Ακολουθία της ημέρας, οδήγησαν το παιδί στα ”Άγια των Αγίων”, στον τόπο που κανείς άλλος, εκτός από τους ιερείς, δεν επιτρεπόταν να πάει, στο μυστικό εσωτερικό ιερό του ναού. Το όνομα του κοριτσιού είναι Μαρία. Είναι η μελλοντική μητέρα του Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου, σύμφωνα με τη Χριστιανική πίστη, ο ίδιος ο Θεός ήλθε στον κόσμο για να ενωθεί με το ανθρώπινο γένος, να μοιραστεί τη ζωή του και να αποκαλύψει το θείο της περιεχόμενο. Είναι όλα αυτά παραμύθια; Ή είναι κάτι που μας δόθηκε και που αποκαλύπτεται εδώ, κάτι που σχετίζεται άμεσα με τη ζωή μας, κάτι που δεν μπορεί ίσως να εκφραστεί με λόγια της καθημερινής ζωής;
Αυτός είναι ο μεγαλειώδης, ο ογκώδης, ο ιεροπρεπής ναός της Ιερουσαλήμ. Και για αιώνες εκεί, πίσω από αυτούς τους βαρείς τοίχους, ένα πρόσωπο μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον Θεό. Τώρα όμως ο ιερέας παίρνει από το χέρι τη Μαρία και την οδηγεί στο ιερότερο τμήμα του Ναού και εμείς ψάλλουμε “Ο καθαρώτατος ναός του Σωτήρος…σήμερον εισάγεται εν τω οίκω Κυρίου…”. Αργότερα, στο ευαγγελικό ανάγνωσμα, ο Χριστός λέει, “Λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν”, και ο Ευαγγελιστής συμπληρώνει, “εκείνος δε έλεγεν περί του ναού του σώματος αυτού” (Ιωάν. 2,19.21).
Το νόημα όλων αυτών των γεγονότων, των λέξεων και των σκέψεων είναι απλό: από τώρα και στο εξής ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται ναός. Ούτε πέτρινος, ούτε θυσιαστήριο, αλλά ο άνθρωπος – η ψυχή του, το σώμα του και η ζωή του – γίνεται η ιερή και θεία καρδιά του κόσμου, τα “άγια των αγίων”. Ο ένας ναός, η Παναγία – ζων και ανθρώπινος – οδηγείται σ’ έναν άλλο ναό φτιαγμένο από πέτρα, και ολοκληρώνει έτσι εκ των ένδον τη σημασία και το νόημά του.
Μ’ αυτό το γεγονός η θρησκεία, και ακόμη περισσότερο η ζωή, υφίσταται μια πλήρη μεταβολή της ισορροπίας της. Αυτό που τώρα εισέρχεται στον κόσμο είναι μια διδασκαλία που δεν τοποθετεί τίποτε άλλο υψηλότερα από τον άνθρωπο, επειδή ο ίδιος ο Θεός αναλαμβάνει τη μορφή ανθρώπου για ν’ αποκαλύψει την κλήση και το νόημα του ανθρώπου ως θεϊκού πλάσματος. Από το σημείο αυτό κι έπειτα ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Τίποτε πλέον δεν βρίσκεται από πάνω του, επειδή ο ίδιος ο κόσμος είναι δικός του ως δώρο του Θεού, για να εκπληρώσει έτσι ο άνθρωπος τον θεϊκό του προορισμό.
Από τη στιγμή που η Παναγία εισήλθε στα “άγια των αγίων”, η ίδια η ζωή έγινε Ναός. Κι όταν εορτάζουμε τα Εισόδιά της, εορτάζουμε το θείο νόημα του ανθρώπου και τη λαμπρότητα της υψηλής του κλήσεως. Δεν γίνεται λοιπόν να εξαφανιστούν και να ξεριζωθούν όλα αυτά από τη μνήμη του ανθρώπου.
(π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, «Η Παναγία», εκδ. Ακρίτας, σ. 32-35)