Στὸ σπίτι μας παραπάνω καθόταν ἕνας καλόγηρος καί, κρίσις Θεοῦ, ἤτανε δαιμονισμένος. Οἱ γέροι δὲν μποροῦσαν νὰ ἔρχονται κάτω στὸ σπίτι μας, νὰ μεταλάβουν, καὶ πήγαινα ἐγὼ στὸ σπίτι τοὺς ἀπάνω, ποὺ εἶναι ὁ πάτερ-Γεδεὼν ἐκεῖ ἀπάνω, καὶ τοὺς μετελάμβανα. Πήγαινα στὸ Ἱερό, ἔβγαζα τὸ Ἀρτοφόριο, ἐρχόντουσαν οἱ γέροι στὴν Ὡραία Πύλη ἐκεῖ καὶ τοὺς μετελάμβανα. Αὐτὸς μοῦ ῾λεγε: «Ὁ διάβολος ἐκεῖ κάθεται στὴν ἄκρη, στὴ Λιτή». Τοῦ λέω: «Τὸν βλέπεις;» «Τὸν βλέπω», λέει. Καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι: «Ὅταν λέω τὴν εὐχὴ ταράττεται ὁ διάβολος, ὅταν λέω δεύτερη φορὰ ἀφρίζει· τὴν τρίτη εὐχὴ ἄφαντος γίνεται!» Νὰ ἡ δύναμις τῆς εὐχῆς. Αὐτὸ ποὺ λένε τὰ βιβλία μας ὅτι:
– Παιδί μου, λέει ὁ Γέροντας, πὲς τὴν εὐχή.
– Μὰ λέω καὶ δὲν καταλαμβάνω τίποτες.
– Δὲν καταλαμβάνεις, λέει, ἐσύ, ἀλλὰ ὁ διάβολος καταλαμβάνει καὶ φεύγει.
Νά, σ᾿ αὐτὸν τὸν καλόγηρο.
Ἄ, νὰ ποῦμε καὶ τὸν ἄλλο μὲ τὸ καλάθι.
Ἕνας ὑποτακτικός, σὰν ὁ Γέροντας τώρα, λέει τὸν πάτερ-Ἀρσένιο:
– Λέγε τὴν εὐχή.
– Λέω τὴν εὐχή, δὲν καταλαμβάνω τίποτε.
– Ὁ διάβολος καταλαμβάνει καὶ φεύγει.
– Ἔ, καὶ ποῦ θὰ καταλάβω ἐγώ;
– Ἔ, καλά, παιδί μου, θέλεις νὰ δεῖς θαῦμα;
– Ναί, θαῦμα θέλω νὰ δῶ, Γέροντα.
– Καλά, τοῦ λέει, θὰ προσευχηθῶ στὸ Θεὸ νὰ σοῦ δείξει θαῦμα, νὰ καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή. (Τὰ γράφουν τὰ πατερικὰ βιβλία).
– Καλά.
Ἔκανε προσευχὴ ὁ Γέροντας, ἔκανε καὶ νηστεία, τριήμερο νηστεία.
– Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου, τώρα, πάρε τὸ καλάθι, πήγαινε ἀπάνω στὴ βρύση νὰ τὸ γιομίσεις νερό.
– Γέροντα, μὲ συγχωρεῖς, ἐγώ, λέει, τὰ μυαλά μου τά ῾χω, τὸ καλάθι θὰ γιομώσω νερὸ ἔξω;
– Καλά, παιδί μου, δὲν εἶπες ὅτι θέλεις νὰ δεῖς θαῦμα; Νὰ δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Δὲν θέλεις;
– Ναί, λέει.
– Ἔ, κάνε αὐτὸ ποὺ μοῦ λέω, ἀλλὰ θὰ λὲς τὴν εὐχή, ὅλο τὴν εὐχὴ θὰ λές.
-Νά ῾ναι εὐλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», βάζει τὸ καλάθι στὴ βρύση ἀπὸ κάτω. Τὸ νερὸ γιομίζει τὸ καλάθι, δὲν τρέχει τὸ καλάθι, ἀλλὰ λέει τὴν εὐχή. Ἐννοεῖται ὁ Γέροντας στὸ δωμάτιο προσηύχετο νὰ τοῦ δείξει ὁ Θεὸς θαῦμα στὸν παραγυιό του. Τὸ γιόμωσε τὸ καλάθι.
Μόλις τὸ εἶδε, τρέχει λοιπὸν νὰ τὸ δείξει στὸν Γέροντα.
«Γέροντα, γιόμωσε τὸ καλάθι νερό!» Στὸ δρόμο λοιπὸν φανερώνεται ὁ διάβολος μὲ μορφὴ ἀνθρώπινη, λέει:
– Καλόγερε, ποῦ πᾶς;
– Πάω στὸν Γέροντά μου.
– Πῶς σὲ λένε;
– Γεώργιο.
– Πόσα χρόνια ἔχεις καλόγερος;
– Πέντε-ἕξι.
– Τί δουλειὰ κάνεις;
– Σφραγίδια.
Πάει, ἔφυγε τὸ νερὸ κάτω! Ἔπιασε τὴν ἀργολογία, ἄφησε τὴν εὐχή, πῆγε στὸν Γέροντα μὲ ἄδειο τὸ καλάθι!
– Τί συμβαίνει, παιδί μου;
– Γέροντα, ἔτσι κι ἔτσι.
– Ἄφησες τὴν εὐχή, παιδί μου, γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε τὸ νερό. Βλέπεις ὅταν ἔλεγες τὴν εὐχή, τὸ καλάθι κρατοῦσε τὸ νερό, ὅταν σταμάτησες κι ἄρχισες τὴν ἀργολογία, ἔφυγε τὸ νερό.
Καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δοκιμάζει καμιὰ φορὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει, νὰ ποῦμε. Σοῦ στέλνει ἕναν πειρασμὸ ὁ Θεός, ὁ Θεὸς θέλει νὰ σὲ ξυπνήσει, μὴν κοιμᾶσαι· μὴν κοιμᾶσαι, λέγε τὴν εὐχούλα.