Εἶπε Γέροντας:
«Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς θέλει νὰ πάει νὰ συναντήσει ἕναν ἀδελφό, ὁ δαίμονας τῆς κατακρίσεως ἢ πηγαίνει πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἐκεῖ ἢ ἔρχεται μαζί του στὸν ἀδελφό».
1. Δώδεκα ἀναχωρητὲς ἅγιοι, σοφοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε καὶ ζήτησαν νὰ ὁμολογήσει ὁ καθένας ὅσα κατόρθωσε στὸ κελί του καὶ ποιὰ ἦταν ἡ πνευματική του ἄσκηση.
Ὁ πρῶτος, ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, εἶπε:
«Ἀδελφοί, ἐγὼ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισα νὰ ζῶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ σταύρωσα ὅλο τὸν ἑαυτό μου ἀπέναντι στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἔχοντας στὸν νοῦ μου αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: Νὰ σπάσουμε τοὺς δεσμοὺς ποὺ μᾶς συνδέουν μαζί τους καὶ νὰ ρίξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους. Ἔτσι, ἔκανα ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα στὴν ψυχή μου καὶ στὰ σωματικὰ πράγματα καὶ ἀναλογίσθηκα ὅτι, ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος δὲν βλέπει αὐτὸν ποὺ στέκεται ἔξω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σὺ μὴ θελήσεις νὰ βλέπεις τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ ἔξω. Ἀλλὰ νὰ ἔχεις στραμμένη τὴν προσοχή σου στὸν ἑαυτό σου, ἀναμένοντας κάθε μέρα μὲ ἐλπίδα τὸν Θεό.
Ἔτσι θεωρῶ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες φίδια καὶ ἀπόγονους ἀπὸ ὀχιές, καὶ ὅταν τὶς αἰσθάνομαι νὰ ξεφυτρώνουν στὸ νοῦ μου, τὶς ξηραίνω μὲ φοβέρες καὶ ὀργή. Ἀκόμη, δὲν σταμάτησα ποτὲ νὰ τὰ βάζω μὲ τὸ σῶμα μου καὶ μὲ τὴν ψυχή μου, γιὰ νὰ μὴν ἐκτραποῦν σὲ τίποτε ἀνάρμοστο».
Ὁ δεύτερος εἶπε:
«Ἐγὼ ἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκα τὸν κόσμο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: Σήμερα ἀναγεννήθηκες, σήμερα ἄρχισες νὰ δουλεύεις στὸν Θεό, σήμερα ἄρχισες νὰ κατοικεῖς ἐδῶ σὰν ξένος. Ἔτσι κάθε μέρα νὰ αἰσθάνεσαι, σὰν ἕνας ξένος καὶ ὅτι αὔριο θὰ φύγεις».
Ὁ τρίτος εἶπε:
«Ἐγὼ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀνεβαίνω στὸν Κύριό μου, καὶ ἀφοῦ τὸν προσκυνήσω, πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ἔπειτα κατεβαίνοντας προσκυνῶ τοὺς ἀγγέλους του καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ ἱκετέψουν τὸν Θεὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἀφοῦ τὸ κάνω αὐτό, κατεβαίνω στὴν ἄβυσσο καὶ ὅ,τι κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ σχίζουν τὰ ἐνδύματά τους καὶ κλαῖνε καὶ πενθοῦν γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς πατέρες τους, αὐτὸ κάνω κι ἐγώ. Περιπλανιέμαι στοὺς τόπους τῆς κόλασης, βλέπω τὰ δικά μου μέλη (δηλαδὴ τοὺς ἐκεῖ ἄλλους χριστιανούς) νὰ βασανίζονται καὶ κλαίω μ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε».
Ὁ τέταρτος εἶπε:
«Ἐγὼ ἔτσι νιώθω, σὰν νὰ κάθομαι μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἀπὸ δῶ καὶ πέρα κανέναν συγγενῆ νὰ μὴν ξέρεις, ἀλλὰ πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μ᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ἀναζητᾷς καὶ νὰ μιμεῖσαι τὸν καλὸ τρόπο τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ Μαρία ποὺ καθόταν κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του:
«Νὰ γίνετε ἅγιοι, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἅγιος. Νὰ γίνετε σπλαχνικοὶ καὶ τέλειοι, ὅπως ὁ Πατέρας σας εἶναι τέλειος. Νὰ διδαχτεῖτε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά».
Ὁ πέμπτος εἶπε:
«Ἐγὼ κάθε φορὰ βλέπω ἀγγέλους νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν γιὰ τὴν πρόσκληση τῶν ψυχῶν. Καὶ πάντοτε, περιμένοντας τὸ τέλος μου, λέω: Εἶναι ἕτοιμη ἡ καρδιά μου, Θεέ μου».
Ὁ ἕκτος εἶπε:
«Ἐγὼ καθὼς κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία στὸ κελί, νομίζω ὅτι ἀκούω ἀπὸ τὸν Κύριο αὐτὰ τὰ λόγια: Νὰ κοπιάστε γιὰ μένα κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, ἀκόμη λίγο νὰ ἀγωνιστεῖτε καὶ θὰ σᾶς δείξω τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα μου. Ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, ἂν εἴσαστε παιδιά μου, σὰν Πατέρα ποὺ παρακαλάει, νὰ αἰσθανθεῖτε γιὰ μένα σεβασμό, ἂν εἶστε ἀδελφοί μου, νὰ μὲ σεβαστεῖτε ὅπως ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ σᾶς. Ἂν εἴσαστε πρόβατά μου, νὰ ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ ποιμένα, ἂν εἶστε δοῦλοι μου, νὰ ἀκολουθήσετε τὰ παθήματα τοῦ δεσπότη σας».
Ὁ ἕβδομος εἶπε:
«Ἐγὼ αὐτὰ τὰ τρία μελετῶ συνεχῶς καὶ λέω ἀδιάκοπα στὸν ἑαυτό μου: πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, γιὰ νὰ χαίρομαι μὲ τὴν ἐλπίδα, νὰ στηρίζομαι μὲ τὴν πίστη, καὶ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ μὴ λυπήσω ποτὲ κανένα».
Ὁ ὄγδοος εἶπε:
«Ἐγὼ βλέπω τὸν διάβολο νὰ πετάει ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὅπου κι ἂν πάει, βλέπω μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια, καὶ ἀναφέρομαι ἱκετευτικὰ στὸν Δεσπότη μου Χριστὸ ἐναντίον του, ὥστε νὰ μείνει ἄπρακτος καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ κάνει τίποτε σὲ κανέναν, ἰδίως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεό».
Ὁ ἔνατος εἶπε:
«Ἐγὼ ὅταν κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία, βλέπω τὴν ἐκκλησία τῶν νοερῶν δυνάμεων κι ἀνάμεσά τους τὸν Κύριό της δόξας νὰ λάμπει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους. Ὅταν μὲ βρεῖ ἀκηδία, ἀνεβαίνω στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπω τὴν ἔξοχη ὡραιότητα τῶν ἀγγέλων κι ἀκούω τοὺς ὕμνους ποὺ ἀνυψώνουν ἀκατάπαυστα στὸν Θεό, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία τους. Ὑψώνομαι μὲ τοὺς ἤχους καὶ τὴ φωνὴ καὶ τὴ μουσικότητά τους, ὥστε νὰ νιώσω αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο:
«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ» καὶ ὅλα τὰ ἐπίγεια τὰ θεωρῶ στάχτη καὶ σκουπίδια».
Ὁ δέκατος εἶπε:
«Ἐγὼ πάντοτε βλέπω κοντά μου τὸν φύλακα ἄγγελό μου καὶ προσέχω τὸν ἑαυτό μου, ἔχοντας στὸ μυαλό μου αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ:
«Ἔβλεπα μπροστά μου τὸν Κύριο πάντοτε, ὅτι στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴν κλονισθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου».
Φοβοῦμαι λοιπὸν αὐτὸν ποὺ παρακολουθεῖ τὴν πορεία μου. Διότι τὸν βλέπω κάθε μέρα νὰ ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ καὶ νὰ παρουσιάζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μου».
Ὁ ἑνδέκατος εἶπε:
«Ἐγὼ προσωποποίησα τὶς ἀρετές, ὅπως π.χ. τὴν ἐγκράτεια, τὴ σωφροσύνη, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀγάπη κι ἔστησα τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσά τους ὥστε νὰ μὲ περικυκλώσουν αὐτές. Κι ὅπου κι ἂν πάω, λέω στὸν ἑαυτό μου: «Ποῦ εἶναι οἱ παιδαγωγοί σου; Μὴν ἀδιαφορήσεις, μὴν ἀκηδιάσεις, ἀφοῦ παντοτινὰ αὐτὲς τὶς ἔχεις δίπλα σου, ὅποια ἀρετὴ θέλεις κοντά σου εἶναι, καὶ καλὰ λόγια θὰ ποῦν στὸν Θεὸ γιὰ σένα, ὅτι δηλαδὴ βρῆκαν σὲ σένα ἀνάπαυση».
Ὁ δωδέκατος εἶπε:
«Ἐσεῖς, Πατέρες, ἔχοντας φτεροῦγες ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀποκτήσατε οὐράνια ζωή. Κι αὐτὸ καθόλου παράξενο δὲν εἶναι, σᾶς βλέπω νὰ στέκεστε ψηλὰ λόγῳ τῶν ἔργων σας καὶ νὰ ἐπιδιώκετε τὰ οὐράνια. Μὲ δύναμη μάλιστα μετακινεῖστε ἀπ᾿ τὴ γῆ ἐσεῖς ποὺ ἀποξενωθήκατε ἐντελῶς ἀπ᾿ αὐτήν. Πῶς νὰ σᾶς ὀνομάσω; Ἐπίγειους ἀγγέλους ἢ οὐράνιους ἀνθρώπους; Ἐγὼ κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου τόσο ἀνάξιο ἀκόμη καὶ νὰ ζεῖ, βλέπω μπροστά μου τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅπου κι ἂν πάω, ὅπου κι ἂν στραφῶ τὶς βλέπω νὰ προχωροῦν πρὶν ἀπὸ μένα.
Στὰ καταχθόνια καταδίκασα τὸν ἑαυτό μου. Λέω «Θὰ εἶμαι μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἀξίζει. Μ᾿ αὐτοὺς ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ μὲ κατατάξουν». Βλέπω ἐκεῖ θρηνητικὲς κραυγὲς καὶ δάκρυα, ποὺ δὲν σταματοῦν ποτὲ καὶ εἶναι ἀνεκδιήγητα. Βλέπω κάποιους νὰ τρίζουν τὰ δόντια καὶ νὰ πηδοῦν μ᾿ ὅλο τους τὸ σῶμα καὶ νὰ τρέμουν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ρίχνοντας στάχτη στὸ κεφάλι μου ἱκετεύω τὸν Θεὸ νὰ μὴ δοκιμάσω ἐκεῖνες τὶς συμφορές. Βλέπω καὶ μία θάλασσα ἀπὸ φωτιὰ νὰ παφλάζει καὶ νὰ φυσομανάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ βρυχιέται, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι τὰ κύματα τῆς φωτιᾶς φτάνουν μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ μέσ᾿ τὴ φοβερὴ αὐτὴ θάλασσα ἀμέτρητους ἀνθρώπους ριγμένους ἀπὸ ἄγριους ἀγγέλους, καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μὲ μιὰ φωνὴ νὰ βγάζουν δυνατὲς κραυγὲς καὶ νὰ κράζουν μὲ ἰσχυροὺς θρήνους καὶ φωνὲς τέτοιες, ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει ἀκούσει. Σὰν ξερὰ χόρτα ὅλοι νὰ καίγονται, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ νὰ φεύγουν μακριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.
Τότε θρηνῶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς τολμᾷ νὰ μιλήσει ἢ νὰ δίνει τὴν προσοχή του σὲ κάτι ἐφήμερο, ἀφοῦ τόσο μεγάλα κακὰ περιμένουν τὸν κόσμο. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς κρατῶ τὸ πένθος στὴν καρδιά μου, κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται σὲ μένα ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: Τὰ δάκρυά μου ἔγιναν γιὰ μένα ψωμὶ μέρα καὶ νύχτα».
Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῶν σοφῶν καὶ πνευματικῶν Πατέρων. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους μιὰ ζωὴ ἄξια νὰ τὴν θυμοῦνται, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Δεσπότη μας Χριστό, ἀφοῦ γίνουμε τέλειοι καὶ ἀψεγάδιαστοι.
Ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τὴ Γεθσημανὴ στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, συναντᾷ κανεὶς τὸ μοναστῆρι τοῦ ἀββᾶ Ἀβραμίου.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κυζικηνός. Τὸν ρωτήσαμε λοιπὸν κάποια μέρα:
«Ἀββᾶ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς ἀρετή;»
Καὶ μᾶς ἀπάντησε ὁ Γέροντας:
«Ἂν θέλει κανεὶς ν᾿ ἀποκτήσει μία ἀρετή, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει κτῆμα του, ἂν δὲν μισήσει τὴν κακία ποὺ εἶναι ὁ ἀντίποδάς της.