ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ – Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη
Προοίμιον
Ὅταν ὁ Κύριος ἦρθε στὸ πηγάδι,
ἡ Σαμαρείτις τὸν Σπλαχνικὸ παρακαλοῦσε:
«Δῶσε μου τὸ νερὸ τῆς πίστεως,
καὶ θὰ βαπτισθῶ στῆς κολυμπήθρας τὰ νάματα
καὶ θὰ λάβω
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία».
Οἶκοι
Α΄ Τὰ χαρίσματα, ψυχή μου, πού σοῦ δόθηκαν, μὴν τὰ
παρατήσης δίχως καλλιέργεια,
γιὰ νὰ μὴν τραβήξης τὴν ντροπὴ τῆς τεμπελιᾶς
στὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ θὰ κρίνη ὁ Θεὸς τὴν οἰκουμένη.
Γιατί τότε ἐρχόμενος ἀμέσως θὰ σὲ κρίνη ἀπαιτητικά.
Θὰ κάνη τὸ λογαριασμὸ καὶ θὰ σὲ φορολογήση μὲ βάση
ὅσο κέρδισες καὶ ὄχι ὅσο ἔλαβες.
Γιατί παίρνει μὲ τόκο τὸ δάνειο ἀπ’ τὸν καθένα.
Ψυχή μου, μὴν τεμπελιάζης, ψυχή μου, γίνε ἔμπορος,
ψυχή μου, δῶσε καὶ πάρε,
γιὰ νὰ σοῦ δώση σὰν ἔρθη ὁ βασιλιάς σου ἀνταμοιβή,
γιὰ τὴ φιλότιμη προσπάθεια καὶ τὸν κόπο,
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
β΄ Δὲν σοῦ πρέπει νὰ ἔχης, ψυχή μου, καὶ ὅσα ἔχεις καὶ
βαστᾶς
τὰ χρωστᾶς στὴ Χάρι Ἐκείνου πού σοῦ τάδωκε. Μὴν
παραμελῆς, λοιπόν, νὰ διαμοιράζης
τὰ καλά σου σὲ ὅσους τὰ ζητοῦνε, ὅπως τὰ διέδωσε
κάποτε ἡ Σαμαρείτις.
Γιατί ἐνῶ ἄντλησε μόνη πρόσφερε καὶ στοὺς ἄλλουτς ἀπὸ
αὐτὸ ποὺ ἔλαβε.
Κανεὶς δὲν τῆς ἐγύρευε καὶ σ’ ὅλους δῶρο πρόσφερνε
ἁπλόχερα ἀπ’ τὸ χάρισμα.
Διψᾶ καὶ ὁλόγυρα σκορπίζει, δίχως νὰ πιῆ ποτίζει.
Ἀκόμα δὲν καλογεύτηκε καὶ σὰν μεθυσμένη στοὺς
συμπατριῶτες της φωνάζει:
«Ἐλᾶτε καὶ δεῖτε νερὸ ποὺ εὑρῆκα. Μήπως Αὐτὸς εἶναι
πράγματι
Ἐκεῖνος ποὺ δίνει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;»
γ΄ Ἀπὸ τ’ ἀθάνατα νερὰ λοιπόν, ἀπ’ τὰ ὁποῖα ἡ πιστὴ
Σαμαρείτις
χόρτασε καθὼς τὰ βρῆκε, τώρα ἐμεῖς μὲ λαχτάρα
ἀφοῦ ἤπιαμε ἂς ψάξουμε καλὰ ὅλες τὶς φλέβες τους.
Λιγάκι δὲ καὶ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου νὰ μελετήσουμε,
βλέποντας τὸ Φῶς, τὸν Χριστό, τὸ Νερὸ ποὺ τότε ἤπιε ἡ
Σαμαρείτις,
καὶ πῶς αὐτὴ ἀπὸ νερὸ ἄλλο νερὸ ἐπρόσφερε,
καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τότε δὲν ἔδωκε νερὸ στὸν Ἰησοῦ ποὺ
δίψαγε καὶ ποιὸ ἦταν τὸ ἐμπόδιο.
Γιατί ὅλα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ περιέχει
καὶ προσφέρει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
δ΄ Τί, λοιπόν, μᾶς διδάσκει ἡ Βίβλος; Ὁ Χριστός, λέει,
πού δίνει
τὴ ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία
ἐπειδὴ κουράστηκε καθότανε κοντὰ στὸ πηγάδι τῆς
Σαμάρειας.
Καὶ τὸ λιοπύρι ἔκαιγε, γιατί ἐμεσημέριαζε, καθὼς ἡ
Βίβλος γράφει.
Ἔτσι καταμεσήμερο ἔφτασεν ὁ Μεσσίας γιὰ νὰ φωτίση
τῆς νύχτας τὰ παιδιά.
Ἔπιασε τὸ πηγάδι ἡ Πηγὴ τῆς ἀγάπης ὄχι γιὰ νὰ πιῆ
ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεπλύνη.
Ὄντας Πηγὴ ἀθάνατου Νεροῦ στ’ αὐλάκι τῆς ταλαίπωρης
ἀνθρωπότητος παρουσιάστηκε σὰν
ἀναγκεμένος.
Κουράζεται ποὺ περπατᾶ Αὐτὸς ποὺ βάδισε στὴ θάλασσα
χωρὶς κόπο,
Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
ἐ΄ Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Εὔσπλαχνος βρισκόταν, ὅπως εἶπα, στὸ
πηγάδι
νὰ καὶ μία γυναίκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια ποὺ στὸν ὦμο τὴ
στάμνα της
ἐπῆρε καὶ ἦρθε βγαίνοντας ἀπ’ τὴν Συχάρ, τὴν πατρίδα
της.
Καὶ ποιὸς δὲν καλοτυχίζει τὴν ἔξοδο ἐκείνης καὶ τὴν
εἴσοδο;
Βγῆκε κριματισμένη καὶ μπῆκε σφραγισμένη σὰν
καθαρὴ ἐκκλησιά.
Ἐβγῆκε κι ἐρούφηξε τὴ ζωὴ σὰν τὸ σφουγγάρι.
Βγῆκε νερὸ νὰ πάρη κι ἐμπῆκε κουβαλώντας τὸν Θεό.
Καὶ ποιὸς δὲ μακαρίζει
ἐτούτη τὴ γυναίκα; ἢ καλλίτερα ποιὸς δὲν σέβεται αὐτὴ
τὴν ἐθνική, ποὺ τὸ βάπτισμα
ἔλαβε
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;
στ΄ Ἦρθε, λοιπόν, στὸν Χριστὸ ἡ ἁγιασμένη κι ἐφέρθηκε μὲ
φρονιμάδα.
Καθὼς εἶδε δηλαδὴ τὸν Κύριο κατάκοιτο καὶ διψασμένο
καὶ νὰ λέει: «Γυναίκα, δῶσε μου νὰ πιῶ», δὲν φέρθηκε
μ’ ἀγένεια,
μὰ ἔπιασε κουβέντα καὶ εἶπε: «Καὶ πῶς ἐσύ μοῦ ζήτησες
νερὸ ὄντας Ἰουδαῖος;»
Τοῦ θύμισε τὴ θρησκευτικὴ διαφορά, κι ὕστερα τὸ πιοτὸ
μὲ φρονιμάδα τοῦ ἔταξε.
Δὲν τοῦπε δηλαδή: «Δὲν δίνω σὲ Σένα τὸν ἀλλόφυλο νερό»,
ἀλλ’ εἶπε: «Πῶς ἐζήτησες;» Ὅπως κάποτε στὸν Ἄγγελο
ἀποκρίθηκεν ἡ Θεοτόκος:
«Πῶς θὰ συμβῆ αὐτό, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ μάνα δὲν ἔχει
ἐμένα μητέρα θὰ κάνη,
Αὐτὸς ποὺ προσφέρει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;»
ζ΄ Ἔχω τὴ γνώμη πὼς δύο εἰκόνες ἡ Σαμαρείτις
ἐζωγράφισε,
στὴ Συχὰρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Μαρίας.
Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν τὴν προσπεράσουμε, γιατί χαρὰ προσφέρει.
Ἂς πῆ λοιπὸν ἡ γυναίκα καὶ πάλι στὸ Δημιουργό: «Πῶς
μοῦ ἐζήτησες;
Ἄν σοῦ δώσω θὰ πιῆς, καὶ πίνοντας θ’ ἀφήσης τὸ
Ἰουδαϊκὸ δόγμα,
καὶ θὰ σὲ φέρω στὴ δική μου πίστι ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ
γύρεψες.»
Πόσο μ’ ἀρέσουνε τὰ λόγια της Σαμαρείτιδας,
ἐξεικονίζουνε
τὴν κολυμπήθρα στὸ πηγάδι, ἀπ’ τὴν ὁποία κάνει δούλη
Του τὴ γυναίκα
Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
ἡ΄ «Τώρα ἄκουσέ με, γυναίκα», ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς:
«τί προσφέρω ἂν ἤξερες, καὶ ποιὸς εἰν’ Αὐτὸς πού σοῦ
εἶπε
‘δῶσε μου νερό’, ἐσὺ θὰ Τοῦ ζητοῦσες ἀληθινὸ νερό,
γιατί Αὐτὸς προσφέρει ἀθάνατο νερό.» Ἀπάντησε σὲ
τοῦτα αὐτὴ μ’ ἀμφιβολία:
«Δὲν ἔχεις δοχεῖο νὰ βγάλης νερό, κι εἶν’ βαθὺ τὸ
πηγάδι, κι ἀπὸ ποῦ θὰ βρῆς τὸ νερὸ πού μοῦ
λές;
Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἢ πιὸ καλὸς ἀπ’ τὸν πατέρα
μας τὸν Ἰακώβ;
Γιατί αὐτὸς μᾶς ἔδωκε παλιὰ ἐτοῦτο τὸ πηγάδι. :Καὶ
πῶς τώρα Ἐσὺ λές:
‘μπορῶ νὰ σοῦ δώσω νερὰ ἀθάνατα ποὺ δὲν στερεύουν
καὶ δίνουν
σὲ ὅποιον τὰ ζητάει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία’;»
θ΄ «Δὲν ἐκατάλαβες καλά, γυναίκα, αὐτὸ ποὺ λέω· δὲν
ἔφτασες ἐκεῖ ποὺ θέλω·
γι’ αὐτὸ σκύψε ν’ ἀκούσης κι ἄνοιξέ μου τὸν νοῦ σου
μέσα γιὰ νὰ μπῶ καὶ νὰ μείνω, ἀφοῦ αὐτὸ μ’ εὐχαριστεῖ·
γιατί ἀπ’ τὸ νερὸ αὐτὸ αὐτὸς ποὺ πίνει κάθε μέρα θὰ
διψάση ξανά,
ὅμως τὸ Νερὸ ποὺ θὰ δώσω Ἐγὼ σ’ ὅσους διαθέτουν
πίστι φλογερὴ σίγουρα θὰ τοὺς ξεδιψάση.
Ἀφοῦ ὅσοι τὸ πίνουν θὰ τρέξη ἀπὸ μέσα τους
πηγὴ ἀθάνατου νεροῦ ποὺ θὰ πηδᾶ καὶ θ’ ἀναβρύζη τὴν
αἰώνια ζωή.
Αὐτὸ τὸ νερὸ βέβαια παλιὰ στὴν ἔρημο οἱ Ἑβραῖοι τὸ
δοκίμασαν
ἀλλὰ δὲ βρήκανε
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
ι΄ Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια πρὸς τὴ δίψα ἔφτασε ἡ Σαμαρείτις
χωρὶς νὰ καταλάβη.
κι ἄλλαξε ἡ τάξι τῶν πραγμάτων. Γιατί αὐτὴ ποὺ λίγο
πρὶν ἐπρόσφερνε νερὸ
τώρα διψοῦσε κι Αὐτὸς ποὺ πρωτοδίψασε τώρα ποτίζει.
Καὶ πέφτει μπρὸς στὰ πόδια Του ἡ γυναίκα καὶ λέει:
«Δῶσε μου, Κύριε, αὐτὸ τὸ νερό,
γιὰ νὰ μὴν ἔρχομαι πιὰ σ’ αὐτὸ τὸ πηγάδι, πού μοῦ ’δωκεν
ὁ Ἰακώβ.
Αὐτὰ ποὺ γέρασαν νὰ φύγουν καὶ τὰ καινούργια ν’
ἀνθίσουν.
Τὰ πρόσκαιρα ἂς πάρουν πόδι. Γιατί ἦρθε πράγματι ἡ
ὥρα τοῦ Νεροῦ ποὺ διαθέτεις.
Αὐτὸ ἂς ἀναβρύζη κι ἂς ποτίζη ἐμένα κι ὅσους μὲ πίστι
θερμὴ
ζητᾶνε
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
ια΄ «Ἄφθονα νερὰ καθάρια, ἐὰν θέλης νὰ σοῦ δώσω,
πήγαινε, φώναξε τὸν ἄντρα σου. Δὲν μιμοῦμαι τὸν τρόπο
σου,
δὲν θὰ σοῦ πῶ: ‘Σαμαρείτιδα εἶσαι καὶ πῶς νερὸ
ἐγύρεψες;’
Δὲν σὲ ταλαιπωρῶ μὲ τὴ δίψα, ἀφοῦ ἐγὼ πρὸς τὴ δίψα
μὲ τὴ δίψα μου σὲ ἔφερα.
Παράστησα τὸ διψασμένο κι ὅτι ἀπόκαμα γιὰ νερὸ γιὰ
νὰ σὲ κάμω νὰ διψάσης.
Πήγαινε τὸ λοιπόν, φώναξε τὸν ἄντρα σου κι ἔλα.»
Καὶ ἡ γυναίκα εἶπε: «Ἀλοίμονο δὲν ἔχω ἄντρα.» Κι
ὁ Πλάστης πρὸς ἐκείνη:
«Σίγουρα δὲν ἔχεις; Γιατί εἶχες πέντε, καὶ τὸν ἕκτο θὰ
ἀφήσης
γιὰ νὰ κερδίσης
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
ιβ΄ Ὢ τί σοφοὶ ὑπαινιγμοί, τί ταιριαστὰ χαρακτηριστικά.
Ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πίστι τῆς
ἁγιασμένης
ἐξεικονίζονται μὲ χρώματα ζωντανά, ἁπαλαίωτα.
Δηλαδὴ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ γυναίκα μὲ τοὺς πολλοὺς
ἄντρες ἀρνήθηκε τὸν ἄντρα,
ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ποὺ σὰν ἄντρες εἶχε τοὺς πολλοὺς
θεοὺς τοὺς ἀρνήθηκε καὶ τοὺς ἄφησε
καὶ ἐμνηστεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα τὸν Ἕνα Θεό.
Ἡ Σαμαρείτις πέντε ἄντρες ἀπόχτησε καὶ τὸν ἕκτο
παράνομο εἶχε. Ἡ δὲ Ἐκκκλησία τοὺς πέντε
ἄντρες
τῆς ἀσεβείας τώρα ἄφησε τὸν ἕκτο μὲ τὸ βάπτισμα
Ἐσένα παίρνει,
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
ιγ΄ Ἂς μισήσουμε τὰ εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔλαβε Νυμφίο τὸν Χριστὸ τὴν
ἀποστρέφεται
καὶ τὴν ἀπαρνιέται γιατί εἶναι μισητή, κι ἔτσι
ἀποχτάει ρίζα γλυκειά.
Καὶ ἴσως ρωτήσει κάποιος: «Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ πέντε
εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας;»
Ἡ εἰδωλολατρικὴ πλάνη εἶναι πολλῶν εἰδῶν καὶ ἔχει
πέντε κέρατα:
τὴν ἀσέβεια, τὴν ἀκολασία καὶ τὴν πορνεία,
κι ἀκόμα τὴν ἀσπλαχνία καὶ τὴν παιδοκτονία, ὅπως μᾶς
λέει καὶ ὁ Δαβίδ:
«Ἐθυσίασαν στοὺς δαίμονες γιοὺς καὶ θυγατέρες
καὶ δὲ βρήκανε
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
ιδ΄ Ἀρνήθηκε λοιπὸν τὰ τόσο μεγάλα κακὰ ἡ Ἐκκλησία ποὺ
μνηστεύθηκε
κι ἀπὸ ’κει πέρα τρέχει στῆς κολυμπήθρας τὸ πηγάδι,
καὶ ἀπαρνιέται τὰ παλιά, ὅπως ἔκανε τότε ἡ Σαμαρείτις.
Δηλαδή, δὲν ἔκρυψε τίποτα αὐτὴ ἀπὸ Κεῖνον ποὺ ξέρει τὰ
πάντα ἀκόμα καὶ πρὶν νὰ γίνουν,
μονάχα εἶπε: «Δὲν ἔχω». Δὲν εἶπε φυσικά· «Δὲν εἶχα»,
καὶ νομίζω πὼς ἐννοοῦσε τὸ ἑξῆς:
«Κι ἂν εἶχα προηγουμένως ἄντρες, τώρα δὲν θέλω νὰ ἔχω
ἐκείνους τοὺς ὁποίους εἶχα, γιατί τώρα Ἐσένα ἔχω
ἐξουσιαστή, ποὺ μὲ ἐσήκωσες καὶ μ’ ἔβγαλες
ἀπὸ τὴ λάσπη τῶν κακῶν μου, γιατί μὲ πίστι ἄντλησα
γιὰ νὰ λάβω
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
ιε΄ Καθὼς ἡ ἁγιασμένη κατανόησε τοῦ Σωτήρα τὴν ἀξία,
ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς φανέρωσε, λαχταροῦσε περισσότερο
νὰ μάθη καλὰ τί καὶ Ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ κάθεται
κοντὰ στὸ πηγάδι.
Καὶ πιθανὸν μὲ τὸ δίκιο της τέτοιες σκέψεις νὰ ἔκανε:
«Εἶναι ἄραγε Θεὸς ἢ ἄνθρωπος Αὐτὸς πού βλέπω;
Οὐράνιος ἢ γήινος;
Γιατί νὰ καὶ τὰ δύο μοῦ τὰ γνωρίζει μὲ τὸν Ἕνα
Θεάνθρωπο,
πού διψάει μαζὶ καὶ ποτίζει, ποὺ μαθαίνει καὶ προφητεύει
καὶ πάλι μὲ καλεῖ κοντά Του
τὴν παράνομη, καὶ μοῦ φανερώνει ὅλα τὰ σφάλματα,
γιὰ νὰ λάβω
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
ιστ΄ Εἶναι λοιπὸν οὐράνιος καὶ φέρνει ἐπίγεια φύση;
Ἂν λοιπὸν εἶναι Θεάνθρωπος, σὲ μένα σὰν ἄνθρωπος
παρουσιάστηκε,
κι ἐνῶ σὰν ἄνθρωπος δίψασε, σὰν Θεὸς μὲ ποτίζει καὶ
μοῦ προφητεύει.
Γιατί στὸν οὐρανὸ δὲν ἤτανε σὰν ἄνθρωπος γιὰ νὰ ξέρη
τὴ ζωή μου κι ὅλα νὰ τὰ θυμᾶται,
ἀφοῦ αὐτὸ ’ναι γνώρισμα τοῦ Ἀόρατου ποὺ τώρα Τὸν
ἔχω μπροστά μου, νὰ μοῦ δείξη καὶ νὰ μὲ
ἐλέγξη.
Αὐτὸς εἶναι σὲ θέσι νὰ ξέρη ἐμένα καὶ νὰ φανερώση ποιὰ
εἶμαι.
Αὐτοῦ θὰ πάρω τὴ σοφία, Αὐτοῦ θὰ ρουφήξω τὴ γνῶσι,
μ’ Αὐτοῦ τὰ λόγια θὰ πλύνω
ὅλων τῶν σφαλμάτων μου τὴν ἀσχήμια ὥστε μὲ καθαρὴ
ψυχὴ
ν’ ἀποκτήσω
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
ιζ΄ Υἱὲ ἀνθρώπου καθὼς σὲ βλέπω, Υἱὲ Θεοῦ καθὼς Σὲ
νοιώθω,
Ἐσὺ τὸ νοῦ φώτισέ μου, καὶ μάθε μου
Ποιὸς εἶσαι;» εὐγενικὰ παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ ἡ
Σαμαρείτις:
«Νὰ καθαρὰ Σὲ βλέπω καὶ μὲ τὴν πίστι Σὲ αἰσθάνομαι
καὶ νὰ μὴ μοῦ τὸ κρύψης.
Μήπως λοιπὸν εἶσαι Σὺ ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο
προανήγγειλαν οἱ προφῆτες πώς θὰ ἔρθη;
Ἂν εἶσαι Σύ, καθὼς εἶπαν, πὲς το μου καθαρά.
Διαπιστώνω σίγουρα ὅτι ὄντως ξέρεις τὰ ὅσα ἔπραξα,
καθὼς καὶ τῆς καρδιᾶς μου
ὅλα τὰ μυστικά. Καὶ γι’ αὐτὸ μ’ ὅλη μου τὴν ψυχὴ
παρακαλῶ,
γιὰ νὰ πάρω
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
ιη΄ Κι ὅταν διάβασεν ὁ Παντογνώστης τὰ λόγια τῆς
συνετῆς γυναίκας
καὶ τὴν πίστι τῆς καρδιᾶς, αὐτοστιγμῆς ἀπάντησε
σ’ αὐτήν: «Αὐτόν, ποὺ ἀποκαλεῖς Μεσσία, αὐτὸν ποὺ οἱ
προφῆτες προεῖπαν ὅτι τώρα ἔρχεται, Αὐτὸν βλέπεις
μπροστά σου καὶ τὴ λαλιὰ Του ἀκοῦς.
Ἐγὼ εἶμαι ποὺ βλέπεις, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μ’ ἔχεις στὴ
μέση τῆς καρδιᾶς σου.
Ἐγὼ ἦρθα ποὺ λαχτάραγα κοντά μου νὰ σὲ φέρω νὰ σωθῆς.
Τώρα διαλάλησε σὲ ὅλους ὅσους θέλουν νὰ σωθοῦνε μέσα
στὴν πόλη τῆς Συχάρ,
στοὺς συγγενεῖς καὶ συμπατριῶτες σου, κι ἐλᾶτε ’δῶ
ὅλοι μαζὶ
ὅσοι διψᾶτε
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
ιθ΄ Τώρα, γυναίκα, λευτερώθηκες ἀπ’ τοῦ κακοῦ τὸ λάκκο
τὸν ἀβάσταχτο.
Ἐγώ, ὁ Ὁποῖος δὲν ἔχω οὔτε κουβὰ νὰ βγάλω νερό, τὴν
καρδιά σου καθάρισα
δίχως νερὸ καὶ ξελαμπικάρισα τὸν νοῦ σου καὶ νερὸ δὲ
χρειάστηκα.
Τόθελα καὶ σ’ ἔκαμα κατοικία μου καὶ σοῦ φανέρωσα
Ποιὸς εἶμαι καὶ νερὸ δὲν ἤπια.»
Πάνω στὴν ὥρα ποὺ λεγόντουσαν καὶ συνέβαιναν αὐτὰ
ἔφτασαν οἱ μαθητές.
Γιατί δὲν ἦσαν, ὅπως λέει ἡ γραφή, στὸ πηγάδι ἐνῶ
γινόντουσαν τὰ παραπάνω,
ἀλλὰ ἦρθαν τὸ κατόπιν καὶ καθὼς τὰ πληροφορήθηκαν
μὲ θαυμασμὸ ἐφώναξαν:
«Ὢ τῆς φιλανθρωπίας τῆς ἀνείπωτης, καταδέχτηκε
καὶ κατέβηκε τὴ γυναίκα νὰ βοηθήση,
Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
κ΄ Ἐνίσχυσι καὶ δύναμι ἐπῆρε ἡ Σαμαρείτις καὶ τρέχει
στοὺς Σαμαρεῖτες
ἀφοῦ ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔλαβε στοὺς ὤμους
τῆς καρδιᾶς της Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὶς καρδιὲς καὶ
τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ καθὼς ἔφτασε στὴν πόλι ἐδιαλάλησε παντοῦ μὲ
τέτοια λόγια:
«Γέροντες καὶ παιδιά, νεαροὶ καὶ κορίτσια, στὸ πηγάδι
τρέξτε γρήγορα.
Ξεχείλισε τὸ νερὸ καὶ ἄφθονο χύνεται γιὰ ὅλους.
Ἐκεῖ εὑρῆκα ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν λέω
ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἔργα Θεοῦ,
ὅλα τὰ προλέγει καὶ τὰ προφητεύει, Αὐτὸς ποὺ θέλει
ὅλους νὰ σώση
καὶ παρέχει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
κα΄ Δὲν εἶπαν ἀπολύτως τίποτα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος
πού βρῆκαν νὰ συνομιλῆ μὲ τὴ γυναίκα Ἐκεῖνον ποὺ
ἦρθε
κι ἐγεννήθηκε στὴ γῆ ἀπ’ τὴν Παρθένο ἀπὸ μέριμνα
στοργικὴ παρακινούμενος.
Γιατί ἐνῶ ἐπῆγαν τρόφιμα γιὰ νὰ φέρουν, Τὸν βρῆκαν
φαγητὸ ὑπερφυσικὸ
νὰ δίνη σ’ ὅσους τὸ ζητοῦν, τροφὴ π’ ἀθανάτους τούς
κάνει. Κι ἀπάντησε στοὺς ἀποστόλους:
«Δικό μου φαγητὸ ποὺ μὲ χορταίνει εἶναι νὰ κάμνω
πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου.
Γι’ αὐτὸ τρώω φαγητὸ Ἐγὼ ποὺ σεῖς δὲν τὸ γνωρίζετε,
τὸ ὁποῖο ὅσοι τρῶνε
τοὺς προσφέρει τέλεια ζωὴ καὶ πίστι ἀναφαίρετη
πού δίνει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»
κβ΄ Συγκεντρώθηκε κοντὰ στὸν Πλάστη ὁ λαός τῆς
Σαμάρειας,
ἄφησε τὰ σπίτια του κι ἔγινε μὲ τὴν πίστι
σὰν σπίτια Ἐκείνου ποὺ εἶπε στὶς θεόπνευστες Γραφές:
«Θὰ κατοικήσω μέσα τους καὶ θὰ περπατήσω ἀνάμεσά
τους», καθὼς εἶναι γραμμένο.
Σὲ τέτοια σπίτια, στοὺς πιστούς, ποὺ ἄφησαν τὰ πάντα,
γονεῖς, χωράφια κι ὅ,τι ἄλλο ἀγαπημένο,
Θεὸς τους θά ’μαι καὶ Σωτήρας ἀπ’ τὶς παγίδες τοῦ κακοῦ.
Κι αὐτοὶ θὰ μοῦ εἶναι λαὸς ἁγιασμένος καὶ θὰ προσφέρουν
κατοικία
στὴν ἄναρχη κι ἀχώριστη Ἁγία Τριάδα, ποὺ
πλουσιοπάροχα
πηγάζει
χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ρωμανοῦ Μελωδοῦ «Ὕμνοι»,
ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη, τ. Α΄
Πηγή : kirigmata.blogspot.com