Κρήτη
Κυριακή Β΄ Ματθαίου – Συνείδησις
«…Οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων» (Ῥωμ. 2,15)
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε λόγια τοῦ ἀποστόλου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ. Εἶνε χρυσάφι, ἀκριβὰ νομίσματα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰκάνουμε λιανά, νὰ τὰ ἐξηγήσουμε.
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχῃ μιὰ ἀλήθειαποὺ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο, αὐτὴ εἶνε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀποδείξεις; Ἀναρίθμητες. Ἀπόδειξις ὅτι ὑπάρχει Θεὸς εἶνε τὰ ἔργα του. Ὁ ἥλιος π.χ., ποὺ εἶνε ἕνα τεράστιο ἀνεξάντλητο ἐργοστάσιο ἠλεκτρισμοῦ· τὸ φεγγάρι, ποὺφωτίζει γλυκὰ τὴ νύχτα· τὰ ἀμέτρητα ἀστέρια τοῦ στερεώματος· ἡ γῆ αὐτὴ ποὺ κατοικοῦμε μὲ ὅλο τὸν πλοῦτο της· ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη,ποὺ εἶνε γεμάτη ψάρια· ἡ ξηρὰ ὅπου φυτρώνουν τόσα φυτὰ καὶ ζοῦν τόσα ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα· τί λέω; ἕνα κουκκὶ ἄμμου, ἕνα μόριο τῆς ὕλης ποὺ δὲν τό ᾿χουμε γιὰ τίποτα, κλείνει μέσα του τέτοια δύναμι, ποὺ μπορεῖ νὰ κινήσῃ ἕνα ὑπερωκεάνιο ἢ νὰ τρυπήσῃ ἕνα βουνό. Ὅλα λοιπὸν κηρύττουν τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά,ἔφτανε, ἀγαπητοί μου, ἕνα καὶ μόνο πρᾶγμαν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶνε μιὰ φωνή .Ποιός δὲν τὴν ἔχει ἀκούσει; Κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος, κι ὁ ἐγγράμματος κι ὁ ἀπαίδευτος, ὁ κάθε ἄνθρωπος. Εἶνε φωνὴ ποὺ δὲν ἔρχεται οὔτε ἀπ᾿ τὰ οὐράνια οὔτε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς γῆς· ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἡ μυστηριώδης αὐτὴ φωνὴ ποὺ μᾶς κάνει νὰ συγκλονιζώμεθα, ἡ ἀνερμήνευτος αὐτὴ φωνὴ ποὺ κάνει νὰ σείωνται θρόνοι, λέγεται συνείδησις .
Γιὰ τὴν συνείδησι ὁμιλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἂν πᾶμε, λέει, καὶ στὰ ἔθνη ὅπου δὲν πάτησε κήρυκας καὶ δὲν ἀκούστηκε ἡ ἀλήθεια, κ᾿ ἐκεῖ ἀκόμα, στοὺς ἀγρίους , χωρὶς νά ᾿χουν ἀκούσει τὸ εὐαγγέλιο, θὰ βροῦμε μέσα τους νὰ ὑπάρχῃ κάτι· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ συνείδησι, ποὺ τοὺς κάνει νὰ ἐκτελοῦν κι αὐτοί, ἔστω ὑποτυπωδῶς, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. –Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ συνείδησι;Ἄνθρωπε, κάνεις τὸ καλό;
Δίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ σ᾿ ἕνα διψασμένο; Μοιράζεσαι τὸ ψωμί σου μὲ κάποιον ποὺ πεινᾷ; Δείχνεις τὸ δρόμο σ᾿ ἕνα τυφλό; Πᾶς στὸ νοσοκομεῖο ἕνα μπουκέτο λουλούδια σ᾿ ἕναν ἄρρωστο; Ἐπισκέπτεσαι στὴ φυλακὴ ἕνα κρατούμενο ποὺ ὅλοι τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει; Ὑποστηρίζεις στὸ δικαστήριο τὸ φτωχαδάκι, ποὺ εἶνε ἕτοιμοι νὰ τὸ φᾶνε οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας; Βλέπεις ἄνθρωπο ποὺ τὸν παρέσυρε τὸ ποτάμι ἢτ᾿ ἀφρισμένα κύματα τῆς θαλάσσης, καὶ πέφτεις νὰ τὸν σῴσῃς;… Κάνεις ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰτὰ καλά; Προσπαθεῖς νὰ τηρήσῃς τὸ θεῖο νόμο, νὰ ἐκτελέσῃς τὰ καθήκοντα ἀπέναντι στὸν ἑαυτό σου, στὴν οἰκογένειά σου, στὴν πατρίδα, ἀπέναντι στὸ Θεό; Ἔ, ὅταν τὰ κάνῃς αὐτά, μέσ᾿ στὴν καρδιά σου αἰσθάνεσαι – τί; Ἂς φωνάζουν οἱ ἄπιστοι, ἂς λένε ὅ,τι θέλουν, – ἐδῶ πῶς τὸ ἐξηγοῦν· ἅμα κάνῃς τὸ καλό, τὸ βράδυ ἐκεῖνο κοιμᾶσαι ἥσυχος. Ἂς μὴν ἔχῃς στρῶμα, ἂς ξαπλώσῃς πάνω στὴν ἀμμουδιὰ καὶ στὰ χαλίκια· παράδεισο ἔχεις μέσα σου .Γιατὶ ἀκοῦς μιὰ φωνὴ ἀπὸ μέσα σου σὰν οὐράνια μουσική, σὰν νὰ κελαηδοῦν χιλιάδες ἀηδόνια καὶ νὰ λένε· Δόξα σ᾿ αὐτὸν ποὺ κάνει τὸ καλό! αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» (Ῥωμ. 2,10) .Ἀλλὰ δὲν κάνεις τὸ καλό; Ἐλεύθερος εἶσαι.
Κάνεις τὸ κακό;
Ποιό κακό; Ἀντὶ νὰ βοηθᾷς τὸν ἄλλο, ἁρπάζεις ἀπ᾿ τὸ στόμα του τὸλίγο ψωμὶ ποὺ ἔχει; Ἀποφεύγεις νὰ βοηθήσῃς τὸ δυστυχισμένο; Εἶσαι τεχνίτης καὶ δὲν θέλῃς νὰ μάθῃς στὸν ἄλλο τὴν τέχνη σου; Ξέρεις τὸ φυλακισμένο καὶ δὲν πηγαίνεις νὰ τὸν ἐπισκεφθῇς; ἢ τὸν ἄρρωστο καὶ δὲν τὸν πλησιάζεις; Ἢ μολύνεις τὸ κορμί σου, ποὺ σοῦ τό᾿δωσε ὁ Θεὸς νά ᾿νε μιὰ καθαρὴ λαμπάδα ποὺ θὰ προσφέρῃς στὸν Κύριο; (μερικοὶ τάζουν λαμπάδες σὰν τὸ μπόϊ τους· ἡ καλύτερη λαμπάδα ποὺ θέλει ὁ Θεὸς εἶνε τὸ σῶμα μας)Μολύνεις λοιπὸν τὸ κορμὶ μὲ πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀκαθαρσίες; Μπαίνεις στὸ σπίτι τοῦ ἄλλου καὶ ἀτιμάζεις τὴ γυναῖκα ἢ τὸ κορίτσι του;Πᾷς στὸ δικαστήριο καὶ ἁπλώνεις τὸ βρωμερό σου χέρι πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ παίρνεις ψεύτικο ὅρκο, καὶ κλείνεις τὸν ἀθῷο στὴ φυλακὴ καὶ βγάζεις ἔξω τὸν ἐγκληματία; Ἁρπάζεις, κλέβεις, μολύνεις τὰ χέρια σου μὲ ἀδικίες; Μολύνεις τὴ γλῶσσα σου μὲ ψέματα, κατακρίσεις, συκοφαντίες καὶ διαβολές; Μολύνεσαι μὲ τὸ φοβερώτερο ἁμάρτημα, τῆς βλασφημίας; Ἀμελεῖς τὰ καθήκοντά σου; Χτυπάει ἡ καμπάνα τὴν Κυριακὴ κ᾿ ἐσὺ πᾷς γιὰ κυνήγι ἢ ψάρεμα, ἢ πᾷς ἐκδρομή, καὶ στὴν ἐκκλησία δὲν πατᾷς παρὰ μόνο ἂν ἔχῃ κανένα μνημόσυνο; (Ἀλλὰ κάθε Κυριακὴ εἶνε μνημόσυνο, τὸ μνημόσυνο τοῦ Χριστοῦ· αὐτὸ σημαίνουν τὰ λόγια τῆς θείας Λειτουργίας «Μεμνημένοι τοίνυν …τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως…»). Ἔρχονται οἱ μεγάλες μέρεςκαὶ δὲν πᾷς νὰ ἐξομολογηθῇς τὰ ἁμαρτήματά σου, καὶ ζῇς μιὰ ζωὴ χωρὶς Θεό; Τότε, ἅμα κάνῃς τὸ κακό, μέσα σου ἔχεις στενοχώρια .Δὲν πά᾿ νὰ ξαπλώνῃς σὲ πουπουλένια στρώματα, δὲν πά᾿ νὰ κατοικῇς σὲ παλάτια, δὲν πά᾿ νά ᾿χῃς τοῦ κόσμου τὰ χρήματα; Δυστυχισμένος εἶσαι . Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «θλῖψις καὶ στενοχωρία» πάνω σ᾿ αὐτὸν «ποὺ κατεργάζεται τὸ κακό»(ἔ.ἀ. 2,9).Λένε γιὰ κάποιον ποὺ σκότωσε τὸν ἀδερφό του κ᾿ ἔγινε αὐτὸς βασιλιᾶς, ὅτι πῆγε νὰ κοιμηθῇ. Τὰ μεσάνυχτα, ἀκούει κάτι καὶ βλέπει μιὰ σκιά. Ἦταν ἡ σκιὰ τοῦ ἀδερφοῦ του·κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα ποτήρι γεμᾶτο αἷμα, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔλεγε·
Ἀδελφέ, «πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου!» . Δὲν μπόρεσε νὰ ἡσυχάσῃ.
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ συνείδησι. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα·φτάνει αὐτὴ ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ἀδελφοί μου· σήμερα ὅλα φαίνονται διαλυμένα. Οἱ ἔμποροι σοῦ λένε· Κρίσι στὸ ἐμπόριο… Οἱ ναυτικοί· Κρίσι στὰ καράβια… Οἱ τραπεζῖτες· Κρίσι στὸ χρηματιστήριο… Οἱ διπλωμάτες τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν· Διεθνὴς κρίσις…
Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἐμπορικὴ κρίσις, καὶ ναυτιλιακὴ κρίσις, καὶ οἰκονομικὴ κρίσις, καὶ παγκόσμιος κρίσις. Ἀλλὰ πίσω ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ἀδέρφια μου, εἶνε ἡ κρίσις τῆς συνειδήσεως!
Ζοῦμε στὴν πιὸ φοβερὴ ἐποχὴ ἀπὸ ἠθικῆς καὶ θρησκευτικῆς πλευρᾶς. Ὁ διάβολος σφυρίζειστ᾿ αὐτιὰ ὅλων· Δὲ βαριέσαι! μιλᾷς σήμεραγιὰ συνείδησι; ποιός μπορεῖ νὰ ζήσῃ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο;… Καὶ στὸ φτωχαδάκι λέει· –Δὲ βαριέσαι, καημένε! δὲ βλέπεις τὸν ἄλλο ποὺ ὄχι ἁπλῶς πλούτισε, ἀλλὰ ἔγινε μεγάλος ἐφοπλιστής;… Ἔρχεται καὶ στὴν τίμια κόρη καὶ τῆς λέει· –Τί κάθεσαι ἐσὺ ἔτσι; βγές, διασκέδασε,ξεγυμνώσου. Τί κέρδισες μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἐκκλησία; Δὲ βλέπεις τὴν ἄλλη;… Στὸν ἐργάτη λέει· –Τί πᾷς μὲ τὸ σταυρό; Πάρε στὰ χέρια δυναμῖτες καὶ τίναξέ τους στὸν ἀέρα…Καὶ στὸν καθένα λέει· –Δὲν ὑπάρχει τίποτα,μὴν ἀκοῦς παπᾶδες. Ὕλη καὶ μόνο ὕλη· τί θὰ πῇ συνείδησι, τί θὰ πῇ Θεός;…Ἀδελφοί μου· «ὅσοι πιστοί» , «στῶμεν καλῶς!» . Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δικαίωμάτους. Ἐμεῖς νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας εἰλικρινεῖς, μὲ συνείδησι Θεοῦ . Προτιμότερο τίμιοι μὲ τὸ Χριστό, παρὰ κλέφτες μὲ τὸ διάβολο. Κ᾽ ἐσὺ κορίτσι μου, προτιμότερο ταπεινὴ καὶ ἁγνὴ σὰν τὴν Παναγιά, παρὰ μιὰ στολισμένη πόρνη. Νὰ μείνουμε κοντὰ στὴν Ἐκκλησίατοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἀκόμα ὁ διάβολος μᾶς στρώσῃ δρόμο μὲ χρυσάφι, ἐμεῖς νὰ προτιμήσουμε τὸ στενὸ μονοπάτι τοῦ Χριστοῦ μας. Εὔχομαι ὅλοι ν᾿ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ φυλάξουμε καθαρὴ συνείδησι . Μὴν κάνουμε τίποτα ἀντίθετο μὲ τὴ φωνή της. Νὰ τὴ ρωτᾶμε καὶνὰ τὴν ἀκοῦμε. Διαφορετικά, ἡ συνείδησι εἶνε σαράκι ποὺ τρώει τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸ σκουλήκι τὸ δέντρο· εἶνε κεντρὶ ποὺ πληγώνει χειρότερα ἀπὸ τὸ σκορπιό· εἶνε φίδι ποὺ δαγκώνει· εἶνε σπαθὶ πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι· ἡ συνείδησι εἶνε εἰσαγγελεὺς ποὺ ἀπευθύνει κατηγορῶ.
Ἂς προσέξουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου. Ἂς ζήσουμε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἂςκρατήσουμε τὴν ὀρθόδοξο πίστι. Μὴ δώσουμε τὴν ψυχή μας. Κι ἂν ἀκόμη ὁ διάβολος μᾶς προσφέρῃ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, ἐμεῖς φτωχοὶ πάνω στὰ βράχια μας –ἡ Ἑλλὰς ὑπῆρξεπάντοτε φτωχή–, μὴ ξεπουλήσουμε τὴν τιμήμας.
Χίλιες φορὲς φτωχοὶ μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχοι μὲ τὸ διάβολο . Δὲν θέλουμε τὰ ἑκατομμύριά του. Νὰ μείνουμε ὣς τὸτέλος μὲ ἀγαθὴ συνείδησι , δοξάζοντες Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σπυρίδωνος Αἰγάλεω – Ἀθηνῶν τὴν 16-6-1963
22 Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; 24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει· οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. 25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; 27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. 30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; 31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. 33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
Ερμηνεία
22 Δὲν εἶναι δὲ μικρὰ συμφορὰ ἡ καρδία σας καὶ ὁ νοῦς σας νὰ κολλήσουν εἰς τὰ γήϊνα καὶ τὰ μάταια.Διὰ νὰ τὸ καταλάβετε, σᾶς φέρω μίαν εἰκόνα.Ὁ λύχνος, ποὺ δίδει φῶς εἰς τὸ σῶμα, εἶναι τὸ μάτι· ὅπως καὶ ὁ λύχνος, ποὺ φωτίζει τὴν ψυχήν, εἶναι ὁ νοῦς· ἐὰν λοιπὸν τὸ μάτι εἶναι ὑγιές, ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμᾶτον φῶς, σὰν νὰ ἦτο ὁλόκληρον τὸ σῶμα σου μάτι· ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου, ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδία σου δὲν ἔχουν τυφλωθῆ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν καὶ τὴν προσκόλλησιν εἰς τὰ μάταια. 23 Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένον καὶ τυφλωμένον, ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι βυθισμένον εἰς τὸ σκότος.Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνο, ποὺ σοῦ ἐδόθη διὰ νὰ μεταδίδῃ φῶς εἰς σέ, γίνῃ σκότος, εἰς πόσον σκότος θὰ βυθισθῇς; Κάτι ἀνάλογον θὰ συμβῇ, ἐὰν καὶ ὁ νοῦς σου σκοτισθῇ ἀπὸ τὴν προσκόλλησιν εἰς τὸν πλοῦτον.Εἰς πόσον σκότος ἠθικὸν θὰ βυθισθῇ τότε ἡ ψυχή σου! 24 Μὴ ἀπατᾶτε δὲ τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι δυνατὸν καὶ εἰς τὴν γῆν νὰ θησαυρίζῃ κανεὶς καὶ εἰς τὸν Θεὸν νὰ εἶναι προσκολλημένος.Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος συγχρόνως εἰς δύο κυρίους.Διότι ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον· ἢ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσῃ τὸν ἄλλον.Δὲν δύνασθε νὰ εἶσθε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ.Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτον, διὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεόν, ἢ θὰ προσκολληθῆτε εἰς τὸν πλοῦτον καὶ θὰ καταφρονήσετε τότε τὸν Θεόν. 25 Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ καρδία σας πρέπει νὰ ἀνήκῃ ἀποκλειστικὰ εἰς τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, κόψατε τὴν ρίζαν τῆς πλεονεξίας καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνίαν καὶ στενοχωρίαν διὰ τὴν ζωήν σας, τὶ θὰ φάγετε καὶ τί θὰ πίετε, οὔτε διὰ τὸ σῶμα σας, τὶ θὰ ἐνδυθῆτε.Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερον ἀπὸ τὴν τροφὴν καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ σᾶς ἔδωκε τὰ ἀνώτερα ταῦτα, θὰ σᾶς δώσῃ καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴν δηλαδὴ καὶ τὸ ἔνδυμα. 26 Κυττάξατε τὰ πετεινά, ποὺ πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἴδετε, ὅτι αὐτὰ δὲν σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν εἰς ἀποθήκας διὰ τὸν χειμῶνα ἢ τὸν καιρὸν τῆς στερήσεως.Καὶ ὅμως ὁ Πατήρ σας ὁ ἐπουράνιος τὰ τρέφει.Σεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερον ἀπὸ αὐτά; 27 Διὰ νὰ καταλάβετε δέ, πόσον ἀνόητος καὶ ἀνίσχυρος εἶναι ἡ μέριμνά σας αὐτή, σᾶς ἐρωτῶ: Ποῖος ἀπὸ σᾶς, ὀσονδήποτε καὶ ἂν φροντίσῃ, ἠμπορεῖ νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα πῆχυν; Κανείς.Τί κατορθώνετε λοιπὸν μὲ τὴν μέριμνάν σας; 28 Καὶ διὰ τὸ ἔνδυμα διατὶ κυριεύεσθε ἀπὸ ἀνήσυχον καὶ ἀγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήσατε τὰ ἄνθη, ποὺ φυτρώνουν μόνα των εἰς τὸν ἀγρόν, μὲ ποῖον τρόπον αὐξάνουν.Δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· 29 καὶ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε ὁ σοφὸς εἰς ἐπινοήσεις Σολομών, μὲ ὅλην τὴν ἑξακουσμένην βασιλικὴν μεγαλοπρέπειάν του καὶ τὴν λαμπρὰν καὶ ἔνδοξον περιβολὴν καὶ παράστασίν του, δὲν περιεβλήθη ἔνδυμα τόσον ὠραῖον καὶ θαυμάσιον, ὅπως περιβάλλεται ἕνα ἀπὸ τὰ ἄνθη αὐτά. 30 Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς τόσον μεγαλοπρεπῶς ἐνδύῃ τὰ ἀγριόχορταρα, ποὺ φυτρώνουν μόνα των εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ποὺ δὲν ἔχουν προορισμὸν νὰ ζήσουν αἰώνια, ὅπως σεῖς, ἀλλὰ σήμερον ὑπάρχουν καὶ αὔριον ρίπτονται εἰς τὸν φοῦρνον ὡς καύσιμον ὑλικόν, δὲν θὰ δώσῃ ἔνδυμα πολὺ περισσότερον εἰς σᾶς, ὦ ὀλιγόπιστοι; 31 Μὴ καταληφθῆτε λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ ἀνήσυχον φροντίδα λέγοντες, τί θὰ φάγωμεν ἢ τί θὰ πίωμεν ἢ τί θὰ περιβληθῶμεν ὡς ἔνδυμα; 32 Διότι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἁγνοοῦν ὁλοτελῶς τὰ ἀσυγκρίτου ἀξίας οὐράνια ἀγαθά, ζητοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ μάταια καὶ φθαρτά, ὡς τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα.Σεῖς ὅμως μὴ ἀνησυχῆτε δι’ αὐτά, διότι ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος γνωρίζει, ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ συνεπῶς θὰ σᾶς τὰ δώσῃ αὐτός. 33 Ζητεῖτε δὲ πρωτίστως καὶ κυρίως τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτησιν τῶν ἀρετῶν, ποὺ ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀπὸ σᾶς ὡς ὅρον, διὰ νὰ σᾶς χαρίσῃ τὰ ἀγαθὰ ταῦτα, καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μὲ ἐκεῖνα.