Διηγείτο ο πολυσέβαστος ιερομόναχος Ε, ερημίτης των Κατουνακίων. Κάποιος αδελφός μου είπε για την κατάκριση. «κατακρίνω πολύ, πώς να αποφύγω την κατάκριση;» Και του είπα. Όταν πρόκειται να μιλήσεις για ένα πρόσωπο, λέγε. Τώρα είναι παρών.
Πάρε παράδειγμα εσένα π.χ. όταν είσαι παρών, δεν σε κατακρίνει ο άλλος, όταν είσαι απών, σε κοπανάει στο κεφάλι σε κατακρίνει. Θυμάμαι ότι όταν ζούσε ο Γέροντας, τον κατέκρινε σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή. Βλέπω ντουβάρι, δεν μπορώ να προχωρήσω την ευχή. Κύριε Ιησού…..Κύριε Ιησού …….δεν προχωρά κάπου έχω σφάλει σκέπτομαι, κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν; Την προηγούμενη μέρα που πήγα, τι έκανα, τι μίλησα, τι έπραξα; Το βρήκα είχα κατακρίνει τον Γέροντα μου. Η άλλη μέρα ήταν Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω. Ο παπάς εδώ τάχη δογματικά. Πρέπει να λειτουργήσει. Εκτός αν έχει κώλυμα. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή. Θεέ μου, συγχώρεσε με. Θεέ μου έσφαλα. Συγχώρεσε με ζητώ συγγνώμη. Τίποτα. Καλά για μένα δεν έχει συγχωρέσει, δεν υπάρχει «ευλόγησαν»; Εφ` όσον σε λύπησα, «ευλόγησαν». Οφείλω να έχω το «Θεός σχωρές» Τίποτα. Μα ο Πέτρος Σε αρνήθηκε τρεις φορές και τον συγχώρεσες. Εγώ δεν σε αρνήθηκα. Κατέκρινα τον Γεροντά μου. Ε` τώρα, βάζω κι εγώ μετάνοια. Μετανόησα και ζητώ συγχώρηση. Τίποτα. Λέγοντας αυτά έπιασα πάλι το κομποσχοίνι. Τίποτα. Δεν προχωρά η προσευχή. Αρχισα τα κλάματα. Έβγαιναν τα δάκρια ποτάμι. Δεν είναι τόσο να κατακρίνεις ένα ξένο, όσο να κρίνεις τον Γεροντά σου. Αλίμονο σου. Κατακρίνεις τον ίδιον τον θεό. Αρχισα τα κλάματα. Τρεις ώρες έφαγα. Μια ακολουθία της Κυριακής είναι τρεις ώρες. Αρχισα τα κλάματα. Θεέ μου, θεέ μου δεν υπάρχει για μένα «ευλόγησον» ο Θεός του ελέους και της ευσπλαχνίας είσαι. και εμένα δεν με συγχωράς. Εγώ σου λέω ‘ευλόγησον’ Και η όσια Μαρία η Αιγύπτια όταν μετανόησε την συγχώρησες, και πολλή άγιοι ήσαν αμαρτωλοί, αλλά τους συγχώρεσες. Και Νεομάρτυρες που είχαν γίνει Τούρκοι τους συγχώρεσες και τους ελέησες. Για μένα δεν υπάρχει έλεος δεν υπάρχει συγχώρηση; Τρεις ώρες έφαγα. Έκανα την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα. Στο τέλος βλέπω μια ειρήνη, μια χαρά μέσα μου. Αρχισα τότε. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ηρέμησα. Και έτσι προχώρησα στην λειτουργία. Αλλιώς δεν μπορείς να προχωρήσεις στη λειτουργία. Η κατάκριση είναι μεγάλο αμάρτημα. Φεύγει η χάρις δίχως να το καταλάβεις. Φοβερό αμάρτημα. Του Χριστού την κρίση την παίρνεις εσύ, και έπειτα γίνεσαι αντίχριστος
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 36 – 53
Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. 38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. 40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. 44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. 45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, 47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. 48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ’ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. 50 Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. 51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. 52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, 53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.
Ερμηνεία
36 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ διηγοῦντο αὐτά, αἴφνης αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐστάθη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Εἴθε νὰ εἶναι εἰς σᾶς εἰρήνη· εἰρήνη μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μεταξύ σας· εἰρήνη καὶ εἰς τὸ ἐσωτερικόν σας. 37 Ἡ αἰφνίδια ὅμως ἐμφάνισις τοῦ Κυρίου τοὺς κατετάραξε. Καὶ καταληφθέντες ἀπὸ φόβον ἐνόμιζαν, ὅτι ἔβλεπαν ψυχὴν ἀποθαμένου, ποὺ ἦλθεν ἀπὸ τὸν Ἅδην, χωρὶς νὰ ἔχῃ καὶ σῶμα. 38 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς αὐτούς· Διατὶ εἶσθε ταραγμένοι; Καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀμφιβολίας περὶ τοῦ ἂν πράγματι εἶμαι ὁ ἀναστὰς Διδάσκαλός σας, γεννῶνται εἰς τὰς διανοίας σας; 39 Ἴδετε τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι φέρουν τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ βεβαιωθῆτε, ὅτι εἶμαι ὁ σταυρωθεὶς Διδάσκαλός σας. Ψηλαφήσατέ με διὰ τῶν χειρῶν σας καὶ βεβαιωθῆτε, ὅτι δὲν εἶμαι ἄσαρκον πνεῦμα. Διότι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ φάντασμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἔχει σῶμα καὶ ὀστᾶ, καθὼς βλέπετε καὶ πείθεσθε, ὅτι ἔχω ἐγώ. 40 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἠπίστουν ἀκόμη λόγῳ τῆς χαρᾶς των νομίζοντες, ὅτι ἔβλεπον ὄνειρον, καὶ ἐπειδὴ ἐθαύμαζον διὰ τὰ πρωτοφανῆ ταῦτα καὶ ἀνέλπιστα, τοὺς εἶπεν ὁ Κύριος· Ἔχετε ἐδῶ τίποτε φαγώσιμον διὰ νὰ φάγω καὶ διὰ νὰ πεισθῆτε ἔτσι ἀκόμη περισσότερον, ὅτι δὲν εἶμαι πνεῦμα; 42 Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἔδωκαν ἕνα τεμάχιον ἀπὸ ψάρι ψημένον καὶ ὀλίγην κηρήθραν. 43 Καὶ ἀφοῦ τὰ ἐπῆρεν, ἔφαγεν ἐμπρός των, ὄχι διότι εἶχε ἀνάγκην συντηρήσεως τὸ σῶμα του, ἀλλ’ ἔπραξε τοῦτο διὰ νὰ βεβαιώσῃ αὐτούς, ὅτι ὄντως ἀνέστη. 44 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Αὐτὰ τὰ γεγονότα, ποὺ βλέπετε καὶ σᾶς προκαλοῦν τὸν θαυμασμόν, εἶναι ἡ πραγματοποίησις τῶν λόγων, ποὺ σᾶς εἶπα προφητικῶς, ὅταν ἀκόμη ἤμην μαζί σας ζῶν, προτοῦ νὰ σταυρωθῶ. Σᾶς ἔλεγα δηλαδή, ὅτι σύμφωνα πρὸς τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ πληρωθοῦν καὶ νὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλα, ὅσα ἔχουν γραφῆ περὶ ἐμοῦ εἰς τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως καὶ εἰς τοὺς προφήτας καὶ εἰς τοὺς ψαλμούς. 45 Τότε τοὺς μετέδωκε θεῖον φωτισμὸν καὶ τοὺς ἤνοιξε τὸν νοῦν διὰ νὰ ἐννοοῦν τὰς Γραφάς. 46 Καὶ ἀφοῦ ἀνέπτυξεν εἰς αὐτοὺς τὰς κυριωτέρας προφητείας, τοὺς εἶπεν, ὅτι ἔτσι ἔχει γραφῆ προφητικῶς εἰς τὰς Γραφάς, καὶ ἔτσι ἔπρεπε σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας αὐτὰς νὰ πάθῃ ὁ Χριστὸς καὶ νὰ ἀναστηθῇ τὴν τρίτην ἀπὸ τοῦ θανάτου του ἡμέραν, 47 καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα ἐδιδάχθητε καὶ ἐμάθετε διὰ τὸ ὄνομά μου ὡς τοῦ μόνου Σωτῆρος καὶ λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων νὰ κηρυχθῇ μετάνοια καὶ ἄφεσις ἁμαρτίων εἰς ὅλα τὰ Ἔθνη, νὰ ἀρχίσῃ δὲ τὸ κήρυγμα τοῦτο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. 48 Σεῖς δὲ εἶσθε μάρτυρες ὅλων αὐτῶν, δηλαδὴ τοῦ κηρύγματός μου, τοῦ βίου μου, τοῦ πάθους μου καὶ τῆς ἀναστάσεώς μου. Καὶ μὲ τὴν μαρτυρίαν, τὴν ὁποίαν θὰ κάνετε περὶ ἐμοῦ, θὰ συντελεσθῇ τὸ μέγα τοῦτο ἔργον τοῦ κηρύγματος μετανοίας καὶ ἀφέσεως ἁμαρτίων εἰς ὅλα τὰ ἔθνη. 49 Σᾶς ὑπόσχομαι δὲ καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς βοηθήσω ἀποτελεσματικῶς εἰς τὸ ἔργον αὐτό. Ἰδοὺ ἐγώ, ποὺ ἀπὸ τώρα εἶμαι καὶ ὡς ἄνθρωπος ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποστέλλω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω σας τὴν ἐπαγγελίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Πατὴρ ὑπεσχέθη, δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, περὶ τοῦ ὁποίου οἱ προφῆται προανήγγειλαν, ὅτι θὰ δοθῇ εἰς πᾶσαν σάρκα. Σεῖς δὲ καθίσατε εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ καὶ μὴ ἀπομακρυνθῆτε ἐξ αὐτῆς, ἕως ὅτου φορέσετε ὡς πνευματικὸν ἔνδυμα δύναμιν καὶ ἐνίσχυσιν, ποὺ θὰ σᾶς ἔλθῃ ἐξ οὐρανοῦ διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 50 Ὅταν δὲ ἐτελείωσε τὰς διδασκαλίας ταύτας, τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἕως ποὺ ἐπλησίασαν πρὸς τὴν Βηθανίαν. Καὶ ἀφοῦ ὕψωσε τὰς χεῖρας του τοὺς ηὐλόγησε. 51 Καὶ συνέβη, ἐνῷ αὐτὸς τοὺς ηὐλόγει, ἐχωρίσθη καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐφέρετο πρὸς τὰ ἐπάνω, πρὸς τὸν οὐρανόν. 52 Καὶ αὐτοί, ἀφοῦ τὸν προσεκύνησαν, ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μὲ χαρὰν μεγάλην διὰ τὴν ἔνδοξον ἀνύψωσιν τοῦ διδασκάλου καὶ διὰ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περὶ τῆς ὁποίας τοὺς ἐβεβαίωσε. 53 Καὶ ἦσαν πάντοτε, κατὰ τὰς ὤρας τῆς προσευχῆς καὶ λατρείας, εἰς τὸ ἱερόν, ὑμνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.
Θαυμαστή ωφέλιμη διήγηση για την απλότητα της καρδίας
Διηγήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τὴν ἀκόλουθη ἱστορία ποὺ ἄκουσε στὴν ἔρημο τῆς Θηβαϊδος. Συνέβηκε κάποτε καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν ἔρημο ἕνας μεγάλος πνευματικὸς καὶ στὴν ἀρετὴ περιβόητος. Τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔτρεχαν καὶ ἐξομολογοῦντο σ’αὐτόν, μεταξύ τους δὲ πῆγε καὶ ἕνας ἁπλὸς καὶ ἄκακος ἄνθρωπος βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ ἁμαρτία μόνη του δὲ ἐπιθυμία ἦταν πὼς νὰ κερδίσει τὸ παράδεισο. Ὁ πνευματικὸς τότε τοῦ εἶπε νὰ κρατεῖ τὸν ἴσιο δρόμο καὶ θὰ φθάσει στὸ παράδεισο. Ἄκακος ὅπως ἦταν ἑρμήνευσε κατὰ γράμμα τὰ λόγια τοῦ πνευματικοῦ καὶ περπατώντας τρεῖς μέρες ἔφτασε σ’ ἕνα μοναστήρι καὶ είπε στὸν ἡγούμενο τὸν πόθο του. Ἀπὸ τὰ λόγια του ὁ ἡγούμενος ἐννόησε τὴν ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητά του, τὸν δέχτηκε στὸ μοναστήρι καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκαμε μοναχὸ τὸν ἔβαλε νὰ «φιλοκαλὴ» τὴν Ἐκκλησίαν, δηλαδὴ τὸν ἔκαμε νεωκόρο.
Μιὰ μέρα ὅταν τὸν ἐπεσκέφτηκε ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν νουθετοῦσε τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία του, πῆρε καὶ αὐτὸς θάρρος καὶ τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι κρεμασμένος πάνω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσιο καὶ εἶναι συνέχεια νηστικὸς καὶ διψασμένος, μὴ γνωρίζωντας ὅτι εἶναι ὁ Δεσπότης Χριστός. Ἀστεϊζόμενος τότε ὁ Ἡγούμενος τοῦ εἶπε πὼς αὐτὸς ἦταν νεωκόρος πρωτύτερα καὶ ἐπειδὴ ἀμελοῦσε τὸ «διακόνημά» του (ὑπηρεσία) τὸν ἐτιμώρησε νὰ κρέμεται ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὁ ἁπλὸς τότε δὲν εἶπε τίποτε, τὸ βράδυ ὅμως σὰν πῆρε τὸ φαγητό του, ἀφοῦ ἔκλεισε την πόρτα τῆς Ἐκκλησίας ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν κρεμασμένο νὰ κατεβῆ νὰ φᾶνε μαζί. Ἔβαζε μάλιστα μάρτυρα τὸν Θεὸ πὼς ἂν δὲν κατέβει οὔτε αὐτὸς τρώει. Τότε ὁ πράος καὶ ταπεινὸς Κύριος αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς καρδιὲς τῶν πραέων τοῦ ἀπάντησε πὼς φοβᾶται νὰ κατέβει μήπως τὸ μάθει ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν τιμωρήσει. Ὁ ἁπλὸς ὅμως καὶ πάλι ἐπέμενε καὶ τότε τοῦ φάνηκε πὼς κατέβηκε καὶ ἔτρωγαν καὶ συνομιλοῦσαν μαζί. Αὐτὸ συνέβαινε κάθε βράδυ (ὢ τῆς πολλῆς σου φιλανθρωπίας Χριστὲ) καὶ ἐνῶ οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἄκουαν ὁμιλίες στὸ ναό, ὅταν ἔμπαιναν μέσα ἔβλεπαν μόνο τὸν ἁπλὸ ποὺ τοὺς βεβαίωνε πὼς ἦταν μόνος. Τότε ἔβαλαν ἕνα μοναχὸ πολὺ ἀγαπητὸ στὸ νεωκόρο ὁ ὁποῖος κατώρθωσε καὶ ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἁπλὸ πὼς κάθε βράδυ κατεβαίνει ὁ φαινόμενος κατάδικος καὶ συντρώγουν καὶ τοῦ ὑπόσχεται πὼς γι’αὐτὸ του τὸ δεῖπνο, θὰ τὸν φιλεύση πλουσιοπάροχα στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα Του. Ὅταν ἔμαθε ὁ ἡγούμενος αὐτά, κάλεσε τὸν ἁπλὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπεισε νὰ τοῦ πεῖ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, τότε τοῦ εἶπε τὸ ἑπόμενο βράδυ νὰ παρακαλέσει τὸν φαινόμενο καὶ γιὰ τὸν ἡγούμενο καὶ νὰ τὸν φιλεύση καὶ αὐτὸν στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα Του. Πράγματι ὁ ἁπλὸς παρακάλεσε τὸ ἑπόμενο βράδυ γιὰ τὸν ἡγούμενο ἀλλὰ πῆρε ἀπάντηση πὼς αὐτὸ δὲν γίνεται καὶ ἔτσι νὰ μὴν τὸν ἐνοχλεῖ γιατί ὁ ἡγούμενος δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε γιὰ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπ’ἐκεῖνο τὸ τραπέζι. Σὰν ἄκουσε τὸ πρωὶ ὁ ἡγούμενος τὴν ἀπόφαση λυπήθηκε ἄμετρα, ἐλπίζοντας ὅμως στὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μὲ κλάματα παρακαλοῦσε τὸν ἁπλὸ νὰ ἐπιμένει καὶ νὰ βιάζει τὸν ἀβίαστο νὰ τὸν δεχθεῖ καὶ αὐτὸν στὸ οὐράνιο τραπέζι. Ὁ ἁπλὸς συνέχισε νὰ παρακαλεῖ τὸ ἑπόμενο βράδυ τὸ Δεσπότη Χριστὸ ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ μὴν ἐπιμένει γιατί δὲν γίνεται. Τότε ἡ ἄπλαστη ἐκείνη ψυχὴ ἀποκρίνεται καὶ τοῦ λέγει: «καλῶς λέγεις ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος ὁ Ἡγούμενος διὰ τὴν ἄνωθεν τράπεζα, ἀλλὰ διὰ τὸ ψωμὶ ὅπου μᾶς ἔθρεφε τόσας ἡμέρας, ὅπου ἂν ἔλειπεν θὰ ἀπεθάναμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν, καν διὰ ταύτην τὴν καλωσύνην του δὲν τὸν δέχεσαι;» Καὶ ὁ Δεσπότης Χριστὸς «ἃς εἶναι εἶπε διὰ τὴν ἀγάπη σου, καὶ μόνον διὰ νὰ μὴ σὲ λυπήσω, ἐπειδὴ καὶ τόσην ἀγάπη καὶ φροντίδα ἔχεις καὶ μεριμνᾶς πολὺ διὰ τὸν πλησίον σου, εἰπὲ του λοιπὸν νὰ διορθωθῆ καλῶς καὶ μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας νὰ ἔλθητε ἀμφότεροι εἰς τὴν ἠτοιμασμένη χαράν.»
Ἀφοῦ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Ἡγούμενος χάρηκε, ἔκαμε τὴν πρέπουσα μετάνοια καὶ ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀρρώστησε λίγο καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ Θεὸ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέρες. Ὁ δὲ ἁπλὸς ἐκεῖ ποὺ συνομιλοῦσε κατὰ τὴ συνήθεια μὲ τὸν ἀγαπημένο τοῦ Δεσπότη πέταξε ἡ μακαρία του ψυχὴ καὶ μετέβησαν καὶ οἱ δύο σ’ἐκείνη τὴν εὐτυχισμένη καὶ ἀτελεύτητη ζωή, τὴν ὁποία εἴθε καὶ ἐμεῖς «χάριτι Θεοῦ» νὰ ἀπολαύσουμε. Ἀμήν.
Πηγή:https://orthodoxanswers.gr/