Η Κυρά των Αθηνών
Ο Αρχιμανδρίτης π. Αυγουστίνος Κατσαμπίρης είχε επανειλημμένως παρακαλέσει τον Γέροντα να προσευχηθεί για να του εμφανιστεί ο νεοφανής άγιος Βλάσιος ο εκ Σκλαβαίνων. Επιθυμούσε να γνωρίσει τα χαρακτηριστικά του για να τον αγιογραφήσουν.
Ήταν η 21η Ιανουαρίου 1980, Κυριακή του Ασώτου, προς Δευτέρα. Ο Γέροντας ενώ προσευχόταν το βράδυ στο Κελλί του με το κομποσχοίνι, βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά του μέσα σε φως ένας Άγιος άγνωστος που φορούσε μανδύα καλογερικό (ηγουμένου). Δίπλα του στον τοίχο του Κελιού του, πάνω από την σόμπα φαίνονταν ερείπια Μοναστηριού. Αισθανόταν απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση και σκεφτόταν «ποιος Άγιος είναι». Τότε άκουσε φωνή από την Εκκλησία «Είναι ο άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα».
Από ευγνωμοσύνη, για να ευχαριστήσει τον Άγιο για την τιμή που του έκανε, μετέβη στα Σκλάβαινα και προσκύνησε τα χαριτόβρυτα Λείψανα του. Ανταπέδωσε τρόπον τινά την επίσκεψη. Ο Γέροντας έδειξε μάλιστα από μακριά και το Μοναστήρι του Άγιου, επειδή νύχτωνε και δεν είχε χρόνο να πάει επί τόπου.
Αναφέρει ο κ. Απόστολος Παπαχρήστου «Την εικοστή Μαΐου 1980 ο Γέροντας ήρθε σπίτι μου στο Αγρίνιο, με σκοπό να μεταβή στα Σκλάβαινα Ξηρομέρου και να προσκύνηση τα ιερά Λείψανα του αγίου Βλασίου του εν Σκλαβαίνοις, μετά από αποκάλυψη του αγίου στο Κελλί του. Έμεινε ένα βράδυ στο σπίτι μας και παρ’ ότι του στρώσαμε καθαρά λεύκα σεντόνια, ο Γέροντας τα άφησε τελείως άθικτα. Όταν πήγε στα Σκλάβαινα, προσκύνησε με στρωτές μετάνοιες τον Άγιο και δίδαξε όλους γύρω του».
Ακολούθως ο Γέροντας παρήγγειλε την εικόνα του αγίου Βλασίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στο Κορωπί Αττικής, αφού περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του Αγίου στην αγιογράφο μοναχή. Όταν έλαβε την εικόνα αναπαύτηκε , διότι απέδιδε ακριβώς τον Άγιο. «Φαίνεται ότι η αδελφή είχε ευλάβεια και την έκανε με προσευχή και νηστεία», είπε. Κάθε έτος τιμούσε την μνήμη του αγίου Βλασίου με αγρυπνία μόνος του στο Κελλί. Τον εώρταζε, όχι στις 11 Φεβρουαρίου, που επικράτησε να εορτάζεται η μνήμη του, αλλά στις 19 Δεκεμβρίου, την ημέρα που μαρτύρησε.
Από το βιβλίο «ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ του ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ» Ιερομονάχου Ισαάκ, Άγιον όρος 2004.
14 Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 15 καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. 16 πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· 17 ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18 ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. 19 μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. 20 καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 24 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· 25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 26 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! 27 ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. 28 ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· 29 τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 30 καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ερμηνεία
14 Διὰ νὰ σᾶς εὔρῃ δὲ ὁ Κύριος ἑτοίμους, δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσθε μόνον προνοητικοὶ καὶ φρόνιμοι, ἀλλὰ καὶ δραστήριοι καὶ ἐπιμελεῖς· διότι ὅπως ἔνας ἄνθρωπος, ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδεύσῃ, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε τὰ ὑπάρχοντα του, διὰ νὰ ζητήσῃ ἐν καιρῷ ἀπὸ αὐτοὺς λογαριασμὸν περὶ τῆς διαχειρίσεως των, ἔτσι θὰ εἶναι ὁμοῖα καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, ποὺ θὰ κάμῃ ὁ Κύριος. 15 Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ αὐτὸς ἔδωκεν εἰς ἄλλον μὲν πέντε τάλαντα, εἰς ἄλλον δὲ δύο, εἰς ἄλλον δὲ ἕν· εἰς ἕκαστον ἔδωκε σύμφωνα μὲ τὴν ἱκανότητα, ποὺ εἶχε νὰ ἐμπορευθῇ τὰ ὅσα θὰ τοῦ ἔδιδε.Καὶ ἐταξίδευσεν ἀμέσως.(Μὲ ἄλλας λέξεις ὁ Θεὸς ἐπροίκισε μὲ διάφορα χαρίσματα ἕκαστον ἄνθρωπον, διὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ πρὸς ὠφέλειαν τοῦ πλησίον). 16 Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγεν ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, εἰργάσθη μὲ αὐτὰ καὶ ἐκέρδησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. 17 Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα, ἐκέρδησεν ἄλλα δύο.Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ δοῦλοι ἐχρησιμοποίησαν μὲ ἴσον βαθμὸν καλῆς προαιρέσεως καὶ ζήλου τὰς ἱκανότητας καὶ τὰ χαρίσματα, ποὺ τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεὸς πρὸς δόξαν αὐτοὺ καὶ ὡφέλειαν τοῦ πλησίον. 18 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα τάλαντον, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψεν ἐκεῖ τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του.Δὲν κατεχράσθη δηλαδὴ τὸ τάλαντον, ἀλλ’ ἔδειξεν ἀμέλειαν καὶ δὲν εἰργάσθη νὰ τὸ ἐπαυξήσῃ. 19 Ὕστερα δὲ ἀπὸ πολὺν χρόνον ἦλθεν ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ ἐλογαριάσθη μαζί τους. 20 Καὶ ἀφοῦ προσῆλθεν ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπρόσφερεν ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε· Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωκες.Ἰδού, ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά. 21 Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του· Εὖγε, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Εἰς ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω.Ἔμβα μέσα διὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὴν αὐτὴν χαρὰν μὲ τὸν κύριον σου.Ἀφοῦ ἐφάνης πιστὸς εἰς τὰ πέντε τάλαντα, ἐλθὲ νὰ γίνῃς συγκύριος εἰς τὴν μεγάλην περιουσίαν μου.Ἐλθὲ νὰ ἀπολαύσῃς τὴν ἀπεριόριστον μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ. 22 Πρόσηλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα καὶ εἶπε· Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες.Νά, ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά. 23 Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του· Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ! Εἰς ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω.Ἔμβα καὶ σὺ μέσα νὰ ἀπολαύσῃς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 24 Προσῆλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον καὶ εἶπε· Κύριε, σὲ ἐγνώρισα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός, ποὺ θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες, καὶ μαζεύεις εἰς τὴν ἀποθήκην σου ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες καὶ δὲν ἐλίχνισες τὸ ἁλωνισμένον. 25 Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθην, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου μέσα εἰς τὴν γῆν.Νά, ἔχεις τὸ ἰδικόν σου. 26 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ κύριος του καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· κακὲ καὶ τεμπέλη δοῦλε! Ἐγνώριζες, ὅτι θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα, καὶ συνάγω ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἁλῶνι διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα. 27 Ἔπρεπε λοιπὸν σὺ νὰ καταθέσῃς τὸ χρῆμα μου εἰς τοὺς τραπεζίτας, καὶ ὅταν θὰ ἠρχόμην ἐγώ, θὰ ἔπαιρνα μὲ τόκον αὐτό, ποὺ μοῦ ἀνῆκει. 28 Πάρετε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν τὸ τάλαντον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα. 29 Διότι εἰς καθένα, ποὺ ἔχει καὶ ηὔξησε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ ζῆλον ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἐδόθη, θὰ τοῦ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσεύσουν.Ἀπ’ ἐκεῖνον δέ, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν μὲν χαρίσματα, ἀλλὰ τὰ παρημέλησε καὶ δὲν τὰ εἰργάσθη, ὥστε νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὸς κάτι μὲ τὴν ἰδικήν του ἐργασίαν, καὶ αὐτὸ τὸ ὀλίγον ποὺ τοῦ ἐδόθη καὶ τὸ ἀφῆκεν ἀκαλλιέργητον, θὰ τοῦ τὸ πάρουν. 30 Καὶ τὸν ἄχρηστον δοῦλον βγάλατέ τον ἀπ’ ἐδῶ, καὶ ρίψατέ τον εἰς τὸ πιὸ ἀπομονωμένον καὶ ἀπομακρυσμένον ἀπὸ τὴν βασιλείαν μου σκοτάδι.Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάψιμον καὶ τὸ τρίξιμον τῶν δοντιῶν.