Κεφαλονιά
«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς…» (Ματθ. 5,13)
Ὅσοι, ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἐρχόμαστε στὴνἐκκλησία φέρουμε τὸ ὄνομα Xριστιανός. Tί μεγάλος τίτλος, ἀλλὰ καὶ τί ὑποχρεώσειςδημιουργεῖ! Αὐτὰ ἀκριβῶς τονίζει τὸ ἱερὸ καὶἅγιο εὐαγγέλιο σήμερα. Εἶνε μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία. Ἐκεῖ ὁ Κύριος μᾶς λέει ποιά εἶνε τὰ προσόντα τοῦ ἀληθινοῦ Xριστιανοῦ. Kαὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ γνωρίσματα αὐτὰ ὁ Χριστὸς λέει· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματ. 5,14), σεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦκόσμου· ἔτσι ἀρχίζει τὸ εὐαγγέλιο. Ἕνα στίχο πιὸ μπροστὰ ὁ Κύριος λέει ἕνα ἐπίσης σπουδαῖο λόγο· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅ λας τῆς γῆς…» (ἔ.ἀ. 5,13), σεῖς εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς. Ἀφήνω τὸφῶς καὶ παίρνω ὡς θέμα τὸ ἁλάτι. «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας»· σεῖς εἶστε τὸ ἁλάτι
Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, τίποτε πιὸ χρήσιμο ἀπὸ τὸ ἁλάτι; Τὸ ἁλάτι εἶνε στὸ πιάτο καὶ τοῦ φτωχοῦ καὶ τοῦ βασιλιᾶ. Τὸ ἁλάτι εἶνε κάτι ἀπαραίτητο. Εἶνε στοιχεῖο ἀναγκαῖο γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μιὰ μικρὴ ποσότητα ἁλατιοῦνοστιμίζει ὅλο τὸ φαγητό. Τὸ ἁλάτι ἔχει ἀκόμα τὴν ἰδιότητα νὰ συντηρῇ, νὰ προλαμβάνῃ τὴ σῆψι, τὴ σαπήλα, τὴν ἀποσύνθεσι τῶν τροφῶν.
Ἔτσι πρέπει νά ᾿νε κι ὁ Χριστιανὸς μέσα στὴνκοινωνία· τὸ ἁλάτι, τὸ ἁλάτι τὸ πνευματικό.
–Kαὶ πῶς, μὲ ποιό τρόπο ὁ Χριστιανὸς θὰγίνῃ τὸ ἁλάτι τῆς κοινωνίας;
⃝ Πρῶτον μὲ τὰ λόγια του, ποὺ πρέπει νὰ εἶνε προσεκτικά. Tὸ Ψαλτήρι λέει· «Θοῦ, Κύριε,φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου» (Ψαλμ. 140,3)· βάλε, Kύριε, φρουρὰ στὸ στόμα μου καὶ πόρτα ἀσφαλείας γύρωἀπὸ τὰ χείλη μου. Ὅλα τὰ σπίτια ἔχουν πόρ-τα· ἐμεῖς εἴμαστε χωρὶς «πόρτα», δὲν ἔχουμε δηλαδὴ καμμιά προσοχὴ στὰ λόγια μας. Kαὶ ὅμως θὰ δώσουμε μεγάλο λόγο γι᾿ αὐτά, γιὰκάθε ψέμα ἢ κατάκρισι ἢ κολακεία ἢ ἀπρέ-πεια ἢ πονηρία. Ὁ Χριστιανὸς εἶνε ἀληθινός. Εἶνε μαθητὴς Ἐκείνου ποὺ μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο εἶπε· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρή- σω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 18,37).
Ἡ ἀλήθεια βέβαια εἶνε πικρή. Ἂν ἔχετε κά-ποια πληγὴ καὶ ῥίξετε ἐπάνω λάδι, θὰ αἰσθανθῆτε εὐχάριστα. Ἂν ὅμως ῥίξετε –κ᾿ εἶνε ἀνάγ κη νὰ ῥίξετε–, ἁλατάκι, τὸ ἁλάτι τσούζει. Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια τῶν προφητῶνκαὶ τῶν κηρύκων. Ὁ λόγος τους δὲν εἶνε εὐχάριστος. Ἡ ἀλήθεια τσούζει, εἶνε πικρή· ἀλλ᾿αὐτή σῴζει.
Σκεφθῆτε τὸν προφήτη Ἠλία. Τόλμησε κιἀ νέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει στὸ βασιλιᾶκαὶ στὴ βασίλισσα· Λίγες εἶνε οἱ μέρες σας,εἶ στε βασίλειο ἀσεβείας καὶ παρανομίας… Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ζητοῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν, καὶ ἔφευγε μέσ᾿ στὶς σπηλιές. Σκεφθῆτε καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ποὺ ἀνέβηκε κι αὐτὸς γοργὸς στὰ ἀνάκτορα, βρῆκε ἐκεῖ τὸ παράνομο ζεῦγος τῶν αἱμομεικτῶν, ποὺζοῦσαν στὴ μοιχεία, καὶ λέει στὸν Ἡρῴδη· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)· δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται, βασιλιᾶ, νὰ ζῇς παράνομα. Σκεφτῆτε τοὺς ἄλλους προφῆτες, τὸν ἀπόστολο Παῦλο· σκεφτῆτετὸν ἴδιο τὸ Xριστό, ποὺ ἐλάλησε τὴν ἀλήθειακαὶ σταυρώθηκε γι᾿ αὐτήν.
Ἡ ἀλήθεια εἶνε λόγος δριμύς, εἶνε σὰν τὸ ἁλάτι ποὺ πέφτει ἐπάνω στὶς πληγὲς καὶ κάνειτὸν ἄνθρωπο νὰ πονέσῃ. Μὰ αὐτὸς ὁ πόνος εἶνε πόνος σωτήριος· καὶ μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὴνσωτήρια αὐτὴ ἐνέργεια νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰτὸν ἀπολυμαίνῃ ἀπὸ κάθε κακία καὶ ἁμαρτία.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶνε κόλακας. Ὄχι. Θὰ πῇ τὴν ἀλήθεια. Ποῦ θὰ τὴν πῇ; Θὰ τὴν πῇ παντοῦ. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν βλέπει καὶ κυλιέται μέσα στὸ βόρβορο, θὰ τοῦ πῇ· «Οὐκ ἔξεστί σοι…», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κυλιέσαι σὰν τὸ κτῆνος μέσ᾿ στὴν ἀκαθαρσία. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶνεκενόδοξος καὶ ὑπερήφανος καὶ νομίζει ὅ τι θὰφτάσῃ τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὰ ἄστρα, θὰ τοῦ πῇ· «Kύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παρ. 3,34· Ἰακ. 4,6). Στὸν ἄλλον, ποὺ λατρεύει ὄχι τὸ Χριστὸ ἀλλὰ τὸ χρυσό, ποὺ ἔκανε τὸ χρῆμα θεὸ καὶ λατρεύει τὸ πορτο-φό λι καὶ τὸ μπεζαχτᾶ καὶ δὲν ἔχει ἱερὸ καὶ ὅσιο, θὰ πῇ· Εἶσαι εἰδωλολάτρης, ἡ πλεονεξία εἶνε «εἰδωλολατρία» (Κολ. 3,5). Στὸν ἄλ λον, ποὺ ἔχει διάφορα ἄλλα ἐλαττώματα, δὲν θὰ διστάσῃ ὁ Χριστιανὸς νὰ ὑπεν θυμίσῃ τὴν ἀλήθεια.Ἔτσι, μὲ τὰ λόγια του τὰ αὐστηρὰ ἀλλὰ ζωοποιά, τὰ λόγια τῆς Γραφῆς, θὰ γίνῃ ἁλάτι μέσ᾿στὴν κοινωνία.
Ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶνε ἅλας πνευματικὸ μόνο μὲ τὰ λόγια του. Εἶνε καὶ μὲ τὸ παρά δειγμά του. Ὁ τρόπος ποὺ ζῇ καὶ συμπεριφέρεται μέσα στὸ σπίτι του, στὸ γραφεῖο ἢστὸ ἐργοστάσιο εἶνε φωτεινός. Καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς κάνει τοὺς ἄλλους νὰ σκέπτωνται, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὴ ματαία αὐτὴ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἀπολαύσεων, ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἀνώτερος, ἰδανικός, στὸν ὁποῖο τοὺςκαλεῖ μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ παράδειγμά του.
Χρειάζεται ἁλάτι. Ὑπάρχει ἁλάτι; Ὑπάρχει. Ποιοί εἶνε ἁλάτι πνευματικό;
⃝ Ἀντέστε μέσα στὸ σπίτι ἐκεῖνο ποὺ πατέ-ρας καὶ μάνα προσπαθοῦν νὰ ζοῦν καὶ νὰ μιλοῦν μὲ φόβο Θεοῦ. Ὑπάρχουν μέσ᾿ στὴ σάπιακοινωνία τέτοιοι ἄνθρωποι, καὶἔτσι κρατιέταιἀκόμα ὁ κόσμος. Tέτοιοι γονεῖς προσέχουνκαὶ τὰ βλέμματα καὶ τὰ λόγια καὶ ὅλη τὴ συ-μπεριφορά τους. Mένουν στὸ ὕψος τους, εἶνεὑποδείγματα. Μπροστά τους τὸ κορίτσι καὶτὸ ἀγόρι νιώθουν σεβασμό. Tὰ παιδιὰ τοὺςβλέπουν σὰν ἱερὰπρότυπα, σὰν θεῖες εἰκόνες. Λάμπουν σὰν ἄστρα. Nά τὸ πνευματικὸἅλας. Ἂς ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Θέλετε νὰ δῆτε τὸ ἅλας τὸ πνευματικό; Ἀν τέστε σὲ μιὰ ἐνορία ποὺ ἐφημερεύει παπᾶς εὐλαβής. Ἂς μὴ ξέρῃ πολλὰγράμματα, ἂς μὴν πέρασε ἀπὸ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια· πιστεύει ὅμως στὸ Χριστό, στὴν Παν αγία, στοὺς ἁγίους,κι ὅταν λειτουργῇ κλαίει. Ἐκεῖ θὰ δῇς, ὅτι δὲνβλαστημᾶνε, δὲν ὀργιάζουν, δὲν ἐγκλη ματοῦν.Γιατὶ ὑπάρχει ἁλάτι. Kαὶ τὸ ἁλάτι εἶνε ὁ ἱερεύς.
⃝ Θέλετε νὰ δῆτε τί θὰ πῇ πνευματικὸν ἅλας; Ἀντέστε σὲ μιὰ ἐπαρχία –ἂν ὑπάρχῃ– ποὺποι μαίνει ἕνας δεσπότης ἅγιος, πραγματικὸςἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν. Ὅταν μιὰ ἐπαρχία ἔχῃποιμένα ἀνώτερο τοῦ χρήματος, τῶν ἡδονῶνκαὶ τῆς ματαίας δόξης, ἐκεῖ δὲν στέκονται οὔτε ἄθεοι οὔτε αἱρετικοί· ἐκεῖ ὑπάρχει ἁγιό-της καὶ εὐσέβεια κλήρου καὶ λαοῦ.
Θέλετε νὰ δῆτε, ἀντιστρόφως, ὅταν λείψῃτὸ ἁλάτι; Ἀντέστε στὸ σπίτι ποὺ ὁ πατέρας εἶνε ἀπρόσεκτος κ᾿ ἡ μάνα ξεπορτίζει δεξιὰ κι ἀριστερά· καταντᾷ ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ. Ἀντέστε στὴν ἐνορία ποὺ ὁ παπᾶς δὲν βλέπει τίποτ᾿ ἄλλο πέρα ἀπὸ τὰ τριάκοντα ἀργύρια· χέρσα γῆ οἱ ψυχές. Ἀντέστε καὶ στὴν ἐπαρχία ποὺ ὁ δεσπότης ἀποτελεῖ ἀντινομία καὶ ἀνατροπὴ τῆς θεωρίας καὶ πράξεως τοῦ Εὐαγγελίου· ἐκεῖ ἀποδιοργάνωσις καὶ ἐρείπια.
Ἀδελφοί μου! Ὅλοι λέμε, Ἡ κοινωνία σάπισε… Καὶ ὄντως ἡ σῆψις ἔχει προχωρήσει πολύ. Διαφθορά, ἐγκλήματα· ἡ ἐφημερίδα στάζει αἷμα. Αλλοτε περνοῦσαν χρόνια καὶ δὲν ἀκουγόταν οὔτε ἕνα ἔγκλημα. Τώρα λὲς κ᾿ ἔχουμε πόλεμο. Mὰ ἐμεῖς καὶ ὅλοι οἱ παλαιότεροι, ποὺ κάναμε πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ μαζὶ μὲ τὰ ἡρωϊκὰπαιδιά, ποὺ ἀνεβήκαμε πάνω ᾿κεῖ γιὰ νὰ φυλάξουμε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, ἐνῷ βρεθή καμε σὲ σκληρὲς καὶ φοβερὲς ἡμέρες, δὲνεἴδαμε τέτοιο θανατικό. Σᾶς λέω, ἀγαπητοί μου, ὅτι περνοῦσαν μέρες στὸ μέτωπο καὶ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας νεκρός. Ἐδῶ τί μέτωπο εἶνε; τί κακὸ εἶν᾿ αὐτό! Ἄλλος μὲ τὸ τσεκούρι,ἄλλος μὲ τὶς πέτρες, ἄλλος μὲ τὸ φαρμάκι,ἄλ λος μὲ τὴν κρεμάλα, ἄλλος μὲ ἄλλο τρόπο,μὲ ὅλα τὰ μέσα, δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο οἱἝλληνες παρὰ νὰ πετσοκόβωνται.
Ποιός φταίει γιὰ τὸ κακὸ αὐτό; Πρέπει νά᾿μαι εἰλικρινής· φταίει καὶ τὸ ῥάσο. Ὀχτὼ χιλιά δες παπᾶδες, ὀγδόντα δεσποτάδες –ποὺδὲν ἔχει ὅλη ἡ Ῥωσία καὶ ἡ Βουλγαρία καὶ ἡΣερβία καὶ τὰ Βαλκάνια ὅλα– δὲ᾿ μοῦ λέτε τίκάνουμε; Ἀλλὰ καὶ ὅλοι φέρουμε εὐθύνη· καὶγονεῖς, καὶ δάσκαλοι, καὶ ἀξιωματικοί, καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι εὐθυνόμαστε.
Ἂς γίνουμε λοιπὸν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Tό τε θὰεἴμαστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶτὸ ἁλάτι τῆς γῆς, ποὺ θὰ σκορπιστῇ σὲ ὅλους τοὺςἁρμοὺς τῆς οἰκογενειακῆς καὶ ἐθνικῆς ζωῆς,γιὰ νὰ δημιουργηθῇ μιὰ νέα κατάστασι. –Μά, θὰ μοῦ πῇς, εἴμαστε λίγοι…
Tί λίγοι; Ἔτσι ἦταν καὶ οἱ ἅγιοι στὴ γενεά τους. Δώδεκα ἦταν οἱ ἀπόστολοι, καὶ ἄλλαξαν τὸν κόσμο.
Δῶστε μου λίγους ἀληθινοὺς Χριστιανούς, δὲν θέλω πολλούς. Ἐμένα δῶστε μου ψυχὲς ν᾿ ἀγαποῦν τὸ Χριστό. Λίγες γυναῖκες, λίγους ἄντρες, λίγους κληρικοὺς καὶ ἱεράρχες, καὶ θ᾿ἀλλάξω τὸν κόσμο, πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος, δι᾿ εὐχῶν πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
14 Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· 15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. 16 οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. 18 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. 19 ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Ερμηνεία
14 Σεῖς εἶσθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διότι προορισμὸν ἔχετε μὲ τὸ φωτεινὸν παράδειγμά σας καὶ τοὺς μεταδίδοντας τὸ φῶς τῆς ἀληθείας λόγους σας νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης.Δὲν εἶναι δυνατὸν μία πόλις, ποὺ εἶναι κτισμένη ἐπάνω εἰς ὅρος, νὰ κρυβῇ.Ἔτσι καὶ ὁ ἰδικός σας βίος θὰ ὑποπίπτῃ εἰς τὴν ἀντίληψιν ὅλων. 15 Οὔτε ἀνάπτουν οἱ ἄνθρωποι λύχνον διὰ νὰ τὸν βάλουν κάτω ἀπὸ τὸν κάδον, μὲ τὸν ὁποῖον μετροῦν τὸν σῖτον· ἀλλὰ τὸν τοποθετοῦν ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην καὶ φωτίζει μὲ τὴν λάμψιν του ὅλους, ὅσοι εἶναι μέσα εἰς τὸ σπίτι. 16 Ἔτσι σὰν ἄλλος λύχνος καλὰ τοποθετημένος ἂς λάμψῃ τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς σας ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἴδουν τὰ καλά σας ἔργα καὶ δοξάσουν διὰ τὰ ἐνάρετα καὶ ἅγια παιδιά του τὸν Πατέρα σας, ποὺ εἶναι μὲν πανταχοῦ παρών, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ φανερώνει τὴν παρουσίαν του εἰς τοὺς οὐρανοῦς. 17 Μὴ νομίσετε, ὅτι ἦλθα διὰ νὰ καταλύσω καὶ ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως ἢ τὴν ἠθικὴν διδασκαλίαν τῶν προφητῶν.Δὲν ἦλθα νὰ καταλύσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια. 18 Διότι ἀληθινὰ σᾶς λέγω καὶ μὲ πᾶσαν σοβαρότητα καὶ ἐπισημότητα σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἕως ὅτου παραμένει καὶ δὲν καταστρέφεται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕν γιῶτα ἢ ἕνα κόμμα, οὔτε δηλαδὴ ἡ μικροτάτη ἀπὸ τὰς ἐντολάς, δὲν θὰ παραπέσῃ ἀπὸ τὸν Νόμον καὶ δὲν θὰ χάσῃ τὸ κῦρος της, ἕως ὅτου ὅλα, ὅσα διατάσσει ὁ Νόμος, λάβουν τὴν ἐπαληθεύσιν καὶ πλήρωσίν τους τόσον ὑπὸ τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς μου, ὅσα ἐκ τούτων ἐλέχθησαν προφητικῶς, ὅσον καὶ ἐν τῇ ζωῇ τῶν γνησίων μαθητῶν μου, οἱ ὁποῖοι θὰ τηροῦν ταῦτα ἐπακριβῶς. 19 Ἀφοῦ λοιπὸν αἱ ἐντολαὶ ἔχουν κῦρος καὶ ἰσχὺν ἀκατάλυτον, ὁποιοσδήποτε θὰ παραβῇ μίαν ἀπὸ ἐκείνας ἀκόμη τὰς ἐντολάς μου, ποὺ φαίνονται πολὺ μικραί, καὶ θὰ διδάξῃ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω, ἤτοι νὰ θεωροῦν αὐτὰς μικρὰς καὶ ἀσημάντους, θὰ κηρυχθῇ ἐλάχιστος καὶ τελευταῖος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ ἐκτελέσῃ ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς ἐντολὰς καὶ θὰ διδάξῃ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὰς τηροῦν, οὗτος θὰ ἀναγνωρισθῇ μέγας ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.Καὶ εἰς αὐτὰς λοιπὸν τὰς ἐντολάς, ποὺ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι παραμερίζουν μὲ τὰς ἀνθρωπίνους παραδόσεις των, πρέπει νὰ δώσετε μεγάλην προσοχήν.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γεννήθηκε στή νῆσο Νάξο, τό 1749, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν Ἀντώνιο καί τήν Ἀναστασία Καλλιβούρση, καί ὀνομαζόταν Νικόλαος. Τά πρῶτα γράμματα διδάχθηκε στήν γενέτειρά του ἀπό τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας του, τόν ὁποῖο καί βοηθοῦσε στήν τέλεση τῶν ἱεροπραξιῶν. Ἀκολούθως φοίτησε στήν σχολή τῆς Νάξου, διδάχθηκε τά ἱερά γράμματα ἀπό τόν σοφό διδάσκαλο τοῦ γένους, ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο, ἀδελφό τοῦ ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ († 4 Αὐγούστου).
Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐστάλη γιά συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του στήν Ἑλληνική Σχολή στή Σμύρνη (μετέπειτα Εὐαγγελική), ὅπου κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ ὀνομαστοῦ γιά τήν παιδεία καί τήν ἀρετή του διδασκάλου Ἱεροθέου Βουλισμᾶ τοῦ Ἰθακήσιου, παρέμεινε γιά πέντε χρόνια, καταπλήσσοντας τούς πάντες γιά τήν θαυμάσια ἐπίδοση καί τίς ἐξαίρετες ἐπιδόσεις. Ἔτσι, ἐκτός τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔμαθε τήν ἀρχαία Ἑλληνική, τήν Λατινική, τήν Ἰταλική καί τήν Γαλλική.
Τό 1770, γιά νά ἀποφύγει τούς διωγμούς τῶν Τούρκων, ἐπέστρεψε στή Νάξο, ὅπου προσλήφθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Παροναξίας Ἄνθιμο ὡς ἀκόλουθος καί γραμματέας του. Τότε γνώρισε καί τούς ἁγιορεῖτες ἱερομονάχους Γρηγόριο καί Νήφωνα, ἀπό τήν συναναστροφή τῶν ὁποίων τοῦ γεννήθηκε ὁ πόθος νά ἀκολουθήσει τό μοναχικό βίο στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀργότερα, καί πρίν τήν μετάβασή του στό Ἅγιον Ὄρος, ὑπῆρξε σταθμός στήν ζωή του καί καθοριστική γιά τήν μετέπειτα ἐξέλιξή του, τό ὅτι γνώρισε τρεῖς σπουδαίους ἁγιορεῖτες μοναχούς, ἀπό ἐκείνους πού ὀνόμαζαν «Κολλυβάδες».
Τό κίνημα τῶν «Κολλυβάδων» ἦταν μιά ὑγιής ἀντίδραση ἐνάντια στίς ἐπιδράσεις τῆς φράγκικης θεολογίας στόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς καί ἐνάντια στήν ἐκκοσμίκευση, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε νά ἀλλοιώσει τό πνεῦμα τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ καί γενικότερα τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρωτοστάτης στόν ἀγώνα αὐτό στούς δύσκολους ἐκείνους χρόνους. Αὐτοί κατέφυγαν στή Νάξο διωγμένοι ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, λόγω τῆς ἐμμονῆς τους στήν πατρώα παράδοση. Διά μέσου τῶν μοναχῶν αὐτῶν συνδέθηκε μέ τόν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, πρώην Μητροπολίτη Κορίνθου († 17 Ἀπριλίου), γιά νά φωτισθεῖ καί ἐνισχυθεῖ ἀπό αὐτόν στήν ἀσκητική ζωή, τήν ὁποία εἶχε ἀποφασίσει νά ἀκολουθήσει.
Τό 1775, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί, ἀφοῦ μετέβη στή μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στό Ἅγιον Ὄρος, ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Νικόδημος καί διορίσθηκε ἀναγνώστης καί γραμματέας τῆς μονῆς.
Τό 1777, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος ὁ Μακάριος, συνέστησε στόν Ὅσιο Νικόδημο τήν θεώρηση καί ἔκδοση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ἐργασία τήν ὁποία αὐτός εὐχαρίστως ἀνέλαβε. Ἔτσι, σέ μικρό χρονικό διάστημα παρέδωσε θεωρημένα καί διορθωμένα στόν Ἅγιο Μακάριο τήν Φιλοκαλία, τόν Εὐεργετινό καί τό Περί συνεχοῦς μεταλήψεως.
Τό 1783, ἀφοῦ ἔλαβε τό μέγα σχῆμα ἀπό τόν ὁσιότατο γέροντα Δαμασκηνό Σταυρουδᾶ, ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά στήν καλύβη πού ἀγοράσθηκε ἀπό αὐτόν καί βρισκόταν πάνω ἀπό τό Κυριακό στήν Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, τήν λεγόμενη τοῦ Θεωνᾶ, καί ἐπιδόθηκε ἀπερίσπαστα στήν διόρθωση τῶν παλαιῶν καί συγγραφή νέων βιβλίων, ὁ ἀριθμός τῶν ὁποίων ὑπερβαίνει τά εἴκοσι ἑπτά. Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγεται καί ὁ περίφημος Συναξαριστής του.
Ἡ συνεχής ὅμως καί μόνιμη ἐργασία καί ἡ ἀδιάλειπτη καί ἔντονη ἄσκηση κλόνισαν τήν ὑγεία του. Το 1809, προσβλήθηκε ἀπό ἡμιπληγία καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες παρέδωσε τήν μακαρία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε, ὥστε ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του σέ Αὐτόν.
Τό τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό Λαυριωτικό κελλί τῶν Σκουρταίων, στό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται ἡ σεπτή κάρα του, ἀποπνέοντας θεία εὐωδία καί ἁγιάζοντας ὅσους τήν προσκυνοῦν μέ πίστη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιγξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καί ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε· πᾶσι γάρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητος, διεκφαίνων τήν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι’ ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.