Αποφθέγματα Πατέρων
“Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και ή μητέρα τού Γέροντα [Εφραίμ του Κατουνακιώτη]. Αυτή ή υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι’ αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ό γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; ‘Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή ή γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί. το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ό αξιωματικός. Απορούσε ή κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ό Γέροντας, Όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται ή κόρη της: «Όταν ή μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνη τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! “Τι λέγεις, μητέρα;” τη ρωτούσα, “τι βλέπεις;” “Τι να σου πω, παιδί μου, τι Όμορφα! Τι έβλεπα! Άλλα που βρίσκομαι;” Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
-Μετά μία εβδομάδα πού ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ό θάνατος της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε ή μοναχή πού την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: “Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;” “Όχι, κυρία Ελένη”, άπαντα, “δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό πού ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα πού την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε ή μητέρα σας”. Μείναμε κατάπληκτοι!
-Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, πού ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε ή μητέρα μας παρά ό επιτάφιος».
Και ό ίδιος ό Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι’ αυτήν, έπαιρνα* δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
-Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε ή μητέρα μου στον Χριστό: “Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία”. Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
-Πολλές φορές έβλεπα Ότι ή μητέρα μου είναι ό γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο…
-Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατο της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: ή μητέρα μας έφθασε σε υψηλά πνευματικά μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ό γέρο-Ιωσήφ μητέρα μου, και ή μητέρα μου γέρο-Ιωσήφ ήτανε.
-Ή μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γέρο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή πού έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».”
από το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης»,
Εκδ . Ι . Ησυχαστηρίου «Αγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Ορος.
– Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί (πλην των Αγίων) μπορούν να προσεύχονται;
-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας,ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους,αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και ,εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό,όπως οι δαίμονες.[…] Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία,τώρα που είναι υπόδικοι,να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο,έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από….
το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο.Η ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο η σε διαμέρισμα.
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ που κάνουμε για τη ψυχή τους.Οι προσευχές των ζώντων να βοηθηθούν,μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν… Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή .Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρετε εν φθορά,εγείρεται εν αφθαρσία (Α’ Κορινθ, κεφ 15 εδ. 42, δηλαδή συμβολίζει τον θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου), λέει η Γραφή…
Από το βιβλίο «Οικογενειακή Ζωή, Λόγοι του π.Παισίου», Δ’ Τόμος, Εκδόσεις Ιερό Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος
Μαζὶ μὲ τὴν εὐχούλα -τώρα δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ λεπτομέρειες, αὐτὸ ὅταν τὸ βρεῖς μοναχός σου, ἔχει περισσότερη δύναμη παρὰ ὅταν τὸ ἀκούσεις ἀπὸ τὸν ἄλλον- ἔρχονται τὰ δάκρυα· τὰ ὁποῖα δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο ἀπὸ ἐσένα ἐξαρτᾶται νὰ τὰ αὐξήσεις.
Πιστεύσατέ με ὅτι τὰ δάκρυα δὲν εἶναι τίποτες ἄλλο, συνήθεια εἶναι. Ἂν συνηθίσεις νὰ κλαῖς, τὴν ἄλλη μέρα θὰ κλαῖς, καὶ τὴν ἄλλη μέρα θὰ κλαῖς, καὶ θὰ φτάσεις σ᾿ ἕνα σημεῖο θὰ πεῖς: «Γιατί κλαίω; Κι ἐγὼ δὲν ξέρω». Ναὶ ἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμὸς γίνεται μέσα; Πῶς πλένεις τὴ φανέλα σου, τὸ μαντήλι σου μὲ τὸ σαπούνι, ἔτσι εἶναι καὶ τὰ δάκρυα στὴν προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι ἔρχεται κατόπιν σ᾿ ἄλλα ἀνώτερα δάκρυα.
Τὰ δάκρυα, θὰ σᾶς πονέσει ὁ ἐγκέφαλος μέσα, τὸ μυαλὸ θὰ σᾶς πονέσει, διότι εἶναι τὰ πρῶτα δάκρυα, τὰ ὁποῖα λέγονται «καθαρτικὰ δάκρυα», καθαρίζουν τὰ δάκρυα μέσα.
Ὅταν περάσει ὁ βαθμὸς τῶν «καθαρτικῶν», ἔρχονται ἄλλα δάκρυα «χαροποιά». Τὰ ὁποῖα, καὶ τὸ πρόσωπό σας θὰ γίνει ὡραῖο, θὰ ὀμορφαίνει, καὶ ὁ ἄλλος ὁ συνάνθρωπός σου, ὁ συνάδερφός σου, ὁ παραδελφός σου, θὰ τὸν βλέπεις σὲ ἄλλην ὡραιότητα. Πνευματικῶς ἐννοῶ.
Κατόπιν εἶναι ἄλλα δάκρυα, ἀλλὰ αὐτὰ ὁ καθένας κατὰ τὴ βία του ποὺ ἔχει μέσα, κατὰ τὸν ζῆλο, κατὰ τὴ θερμότητα, θὰ τὰ συναντήσει.
Νὰ καλλιεργεῖς τὰ δάκρυα. Νὰ καλλιεργεῖς τὶς εἰκόνες, τὶς σκέψεις ποὺ φέρνουν δάκρυα. Ἐγὼ καλλιεργοῦσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ γερο-Ἰωσήφ. Ὅταν τὸν φίλησα καὶ τὸν βάλαμε στὸ μνῆμα. Σκεπτόμουνα, ὅτι κι ἐγὼ σύντομα ἔτσι θὰ γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ὁ Θεὸς δὲν μὲ δεχθεῖ, δὲν μὲ συγχωρήσει κ.ο.κ.
Τὰ δάκρυα εἶναι μεταξὺ ἐμπαθείας καὶ ἀπαθείας· τὰ δάκρυα καθαρίζουν. Εἶναι τὰ ἀρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδὴ τὰ δάκρυα μετανοίας· ἤτοι σκέπτεσαι: Ἐὰν κολασθῶ; Θὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστὸν ἢ μὲ τὸν διάβολον; Ἐὰν θὰ εἶμαι αἰώνια εἰς τὴν κόλασιν; Τότε τί θὰ κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν ἔρχονται τὰ δάκρυα τῆς χάριτος. Τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶναι τόσο γλυκά, ὥστε ὅταν μοῦ ἤρχοντο, ἔλεγα: «Θεέ μου εἰς τὸν Παράδεισο τίποτε ἄλλο δὲν θέλω, παρὰ νὰ κλαίω ἔτσι». Αὐτὰ τὰ δάκρυα ἔρχονται ὕστερα..
Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Ὅπως ὅταν τὸ σῶμα τρέφεται μὲ καλὴ τροφὴ ζωογονεῖται, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τρέφεται μὲ τὰ δάκρυα καὶ ζωογονεῖται.
Ὅταν προσεύχεσαι, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἔχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, καὶ κλαῖς εἰς τὴν προσευχή σου. Ὅταν ἔχεις δάκρυα εἰς τὴν προσευχή, ὁτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Ὅταν σταματήσουν τὰ δάκρυα, πᾶς ὀπίσω.
Ἐγὼ παρακάλεσα τὸν ἅγιο Ἐφραίμ: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ τῶν δακρύων ἄνθρωπος εἶσαι…» -ὅπως λέει τὸ τροπάριο: Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας…– καὶ μοῦ ῾δωσε τόσα πολλὰ δάκρυα, ποὺ δὲν μποροῦσα, μέρα-νύχτα ἔκλαιγα. Κι ἔφτασα στὸ σημεῖο νὰ κλαίω ὅσο θέλω, ὅποτε θέλω καὶ ὅπου θέλω.
Ἀλλὰ τί; Νά, ἐδῶ πάνω τώρα, νὰ ποῦμε, ἀπὸ πάνω ὁ Ι., στὸ δωμάτιο ἐπάνω, δίπλα κάθεται ὁ Ε. Καὶ καμιὰ φορὰ μὲ πιάνουν τὰ δάκρυα καὶ λέει ὁ Ι.: «Σ᾿ ἀκούγαμε τὴ νύχτα ποὺ ἔκλαιγες». «Ἔ, καλά, βρὲ παιδί μου», λέω, «ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, ἅμα δὲν παρακαλέσω τὸν Θεὸ νὰ μ᾿ ἐλεήσει, ἀλλὰ μὲ παίρνουν τὰ δάκρυα». Καὶ δίπλα ἤτανε, δίπλα στὸ δωμάτιο κάθεται ὁ Ε. «Σ᾿ ἀκούγαμε, Γέροντα, ποὺ ὅλη τὴ νύχτα ἔκλαιγες», λέει. «Ἔ, καλά, βρὲ παιδιά μου, ἁμαρτωλὸς εἶμαι, θὰ κλαίω».
«Ἄκουσε», λέω, «δὲν γίνεται αὐτό. Ἅμα καταλάβω ὅτι ἐσὺ μ᾿ ἀκοῦς κι ὁ Ε. μέσα ἀκούει, κόβεται ἡ παρρησία στὴν προσευχή. Ναί, γι᾿ αὐτό», λέω, «ἄκουσε θὰ πάω σὲ ἄλλο μέρος, νὰ μὴ μὲ ἀκούει κανένας, νὰ κλάψω ὅσο θέλω»· γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ ψάλλω, μπορεῖ καὶ νά… αὐτό, πῶς θὰ ρθοῦν τὰ δάκρυα;
Ἅμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: Δεῦτε τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόντι…, πῶς, ὅσο σκληρὴ νὰ εἶναι ἡ ψυχή σου, νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι ἐπάνω στὸ φέρετρο καὶ πᾶνε νὰ σὲ θάψουνε, ναί, μπορεῖς νὰ μὴν κλάψεις; Μία-δύο, μετὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν κλάψεις καὶ θὰ ἀποκτήσεις συνήθεια νὰ κλαῖς. Ἀλλὰ νὰ παρακαλέσεις καὶ τὴν Παναγία νὰ ποῦμε.
Καὶ ἕνας λογισμὸς μοῦ ἦρθε: «Νά, βλέπεις ποὺ ἀγωνίζεσαι…» Ἔφυγαν, ἔφυγαν ἀμέσως τὰ δάκρυα. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ χάρισμα ποὺ μοῦ ῾δωσε ὁ ἅγιος Ἐφραίμ, τὸ οἰκειοποιήθηκα, ὅτι εἶναι δικός μου κόπος, καὶ ἔφυγαν τὰ δάκρυα.