Ο ΘΕΟΣ κάλεσε γρήγορα κοντά Του τον επίγειο εκείνο Αγγελο. Στις τελευταίες του στιγμές τον είχαν περικυκλώσει πολλοί από τους μεγάλους Πατέρες της σκήτης. Ανάμεσα τους ήταν ο Αββάς Ισίδωρος, ο Πρεσβύτερος, ο Όσιος Ποιμήν κι ο Μωϋσής ο Αιθίοψ, που είχε στενό πνευματικό σύνδεσμο με τον μακάριο Ζαχαρία.
Ο ετοιμοθάνατος είχε υψώσει τα μάτια στον Ουρανό. Ήταν φανερό πως έβλεπε μόνο τον άϋλο κόσμο.
– Τί κυττάζεις τόσο επίμονα, τέκνον; τον ρωτούσε κάθε τόσο ο Αββάς Μωϋσής, που μόλις μπορούσε να συγκρατήση τα δάκρυα για τη στέρηση του μικρού του φίλου.
Δεν είναι προτιμότερο να σωπαίνω, Αββά; ψιθύρισε εκείνος.
– Ναι, παιδί μου. Εσύ πάντα προτιμούσες την ταπεινή σιωπή.
Όταν πια ξεψύχησε το πρόσωπο του άστραψε, λες κι έβλεπες μορφή Αγγέλου. Τότε ο Αββάς Ισίδωρος, που στεκόταν αμίλητος παράμερα, σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια του στον Ουρανό και ψιθύρισε:
– Ευφραίνου, τέκνον Ζαχαρία. Ανοίγονται τώρα για σένα οι πύλες της αιωνιότητος.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Ἀββᾶς Ἁλώνιος
ΡΩΤΗΣΕ κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων τὸν ἀββᾶ Ἁλώνιο
– Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ γλώσσα μου νὰ μὴ λέει ψέμματα;
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος τοῦ ἀπαντᾶ
– Ἂν δὲν ψεύδεσαι, θὰ κάνεις πολλὲς ἁμαρτίες.
Ἐκεῖνος τότε εἶπε
– Τί ἐννοεῖς;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει
– Ἔστω ὅτι δύο ἄνθρωποι δολοφόνησαν κάποιον μπροστὰ στὰ μάτια σου, καὶ ὁ ἕνας κρύφτηκε στὸ κελί σου. Καὶ ἔστω ὅτι ὁ ἄρχοντας ποὺ ψάχνει νὰ τὸν βρεῖ σὲ ρωτάει “ἔγινε μπροστά σου φόνος;” Ἂν δὲν πεῖς ψέμματα παραδίδεις τὸν ἄνθρωπο σὲ θάνατο. Καλύτερα ἄφησέ τον ἐλεύθερο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· γιατὶ Αὐτὸς γνωρίζει τὰ πάντα.
Παρρησία
Ένας νέος που απεφάσισε να γίνει μοναχός σ’ ένα Κοινόβιο, πήγε να συμβουλευτεί προηγουμένως τον Αββά Αγάθωνα.
–Πώς πρέπει, Πάτερ, να συμπεριφέρομαι; τον ερώτησε.
–Όπως την πρώτη μέρα, του αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας. Αν διατηρήσεις αυτή τη συμβουλή, θα είσαι πάντοτε αναπαυμένος. Απόφευγε την παρρησία, που είναι το χειρότερο από όλα τα ελαττώματα και γεννά πολλά άλλα κακά.
ΠΕΡΑΣΕ κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα αγίου μέτρα να είχε φτάσει. Ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώση το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ’ όνειρο του πως καλύτερος του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ’ ένα παράμερο δρόμο της Αλεξανδρείας.
Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλι. ’Ηθελε να γνωρίση από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να ιδή τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάϊ του στον πάγκο κι άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.
Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιός μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάση, χωρίς να πάρη τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά-αργά με ηρεμία:
– Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωϊ σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πως όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν και μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.
Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε με συγκίνηση:
– Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.