ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός, είπε εμπιστευτικά στον Αββά Σισώη, πως είχε κατορθώσει τον τελευταίο καιρό να έχη διαρκώς το νου του στο Θεό.
– Αυτό, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας, ούτε μεγάλο κατόρθωμα, ούτε δικό σου είναι, αλλά της θείας Χάριτος. Μεγάλο πράγμα είναι να νοιώθης τον εαυτό σου χειρότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Αυτό λέγεται ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Για να διδάξη κανείς τον άλλον, πρέπει ο ίδιος να είναι υγιής ψυχικά και απαθής, λέγει ο αββάς Ποιμήν. Δεν είναι ανάγκη να οικοδομής το σπίτι του άλλου, καταστρέφοντας το δικό σου.
Εκείνος που διδάσκει τους άλλους, χωρίς να εφαρμόζη τίποτε από εκείνα που διδάσκει, λέγει πάλι ο ίδιος Πατήρ, μοιάζει με πηγή που ποτίζει και ξεπλένει τα γύρω της, ενώ είναι γεμάτη από κάθε λογιών ακαθαρσία.
Μία νύχτα πήγαν ληστές σε κάποιον Ερημίτη.
– Ήλθαμε να πάρωμε τα πράγματά σου, του είπαν άγρια.
– Κοπιάστε και πάρετε ό,τι σας αρέσει, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του.
Άδειασαν στη στιγμή τη φτωχική του καλύβη κι έφυγαν βιαστικοί. Λησμόνησαν όμως να πάρουν ένα μικρό φλασκί, που ήταν κρεμασμένο από το δοκάρι της στέγης. Ο Ερημίτης το ξεκρέμασε και, τρέχοντας πίσω από τους ληστές, φώναζε για να τον ακούσουν να σταματήσουν:
– Γυρίστε πίσω, αδελφοί, να πάρετε και τούτο.
Και τους έδειχνε από μακριά το μικρό φλασκί.
Εθαύμασαν την ανεξικακία του εκείνοι κι εγύρισαν, όχι για να πάρουν το φλασκί, αλλά για να του βάλουν μετάνοια και να του δώσουν πίσω, όλα του τα πράγματα.
– Αυτός μάλιστα, είναι πραγματικά άνθρωπος του Θεού, έλεγαν μεταξύ τους.
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΚΟΜΒΟΣΧΟΙΝΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΧΗ
Στην ίδια Σκήτη της Αγίας Άννας, ό Μοναχός Προκόπιος από την Καλύβα «Είσόδια της Θεοτόκου» είχε μεγάλη επιθυμία να μάθει μουσικά, για να δοξολογεί κι αυτός το Θεό, όπως και οι άλλοι αδελφοί.
Επειδή όμως ήταν λίγο παράφωνος αποφεύγανε οι Πατέρες να τον μάθουν μουσικά.
Ό αδελφός Προκόπιος είχε χάρισμα από το Θεό λάβει να λέει ακατάπαυστα την ευχή το «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλό» και στο αριστερό του χέρι κρατούσε πάντα το κομβοσχοίνι, το όποιο δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Μια μέρα, ήταν πολύ λυπημένος, πού δεν μπορούσε να βρει κανένα για να τον μάθει μουσική και συλλογιζόμενος αυτό το πράγμα, από την πολύ του λύπη, είχε σταματήσει να λέει την ευχή.
Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του ένας σεβάσμιος, αλλά άγνωστος σ’ αυτόν γέροντας ό όποιος του είπε: «Αδελφέ Προκόπιε, τι έχεις κι είσαι τόσο λυπημένος; τι σε απασχολεί; Ό Προκόπιος του απάντησε: «τι να έχω γέροντα, να, θέλω κι εγώ να μάθω λίγα μουσικά και δε βρίσκεται κανένας να με μάθει, γιατί μου λένε πώς είμαι λίγο φάλτσος». Ό ασπρογένης γέροντας τότε του είπε: «Γι’ αυτό κάθεσαι και στενοχωριέσαι καημένε, εγώ θα σε μάθω μουσικά και θα σε κάνω να γίνεις ό καλύτερος ψάλτης του Αγίου Όρους, θα κελαηδάς σαν το καλύτερο αηδόνι, αλλά θέλω κι εσύ να μου κάνεις μια χάρι».
«Δηλαδή τι ζητάς από μένα, του είπε ό Προκόπιος, θέλεις να σε πληρώσω; Εγώ ότι θέλεις θα σου δώσω!». Τότε ό ασπρογένης του είπε: «Ή πληρωμή ή δική μου είναι να πετάξεις από τα χέρια σου αυτό πού λέτε κομποσχοίνι και να πάψεις να λες αυτό πού λέτε ευχή και θα σε μάθω ‘γώ, ότι θέλεις».
Ό Μοναχός Προκόπιος άμα άκουσε αυτά κατάλαβε πώς ό φαινόμενος δεν ήταν Μοναχός, άλλα ό παμπόνηρος Δαίμονας, πού ήθελε νά τον κάνει να σταματήσει την προσευχή, και αμέσως έκαμε το σταυρό του και είπε: «Υπάγε οπίσω μου Σατανά παμπόνηρε, δε μου χρειάζονται τα μουσικά σου και οι πονηρές και οι καλοσύνες σου» κι ό Δαίμονας έγινε άφαντος.
Άπ’ αυτό μαθαίναμε πόσο ό Διάβολος φοβάται το κομβοσχοίνι, για το οποίο καλά λένε οι Πατέρες ότι είναι το όπλο του χριστιανού κατά του Διαβόλου και την ευχή, ή οποία καίει τον Δαίμονα. Ενώ τους ψάλτες δεν τους φοβάται τόσο και δεν τους υπολογίζει, γιατί, εύκολα με το ψάλσιμο αφαιρούνται από την προσευχή και πέφτουν στον εγωισμό και την υπερηφάνεια!
ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ