ΚΑΘΩΣ γύριζε μια μέρα στο κελλί του ο Όσιος Μακάριος, φορτωμένος φοινικόφυλλα για το εργόχειρό του, τον σταμάτησε ο διάβολος, έτοιμος να του επιτεθή, αλλά δεν μπορούσε. Μια ακατανίκητη δύναμι τον εμπόδιζε.
– Πολύ μ’ έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τί περισσότερο από μένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ’ εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη από ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.
– Ποιό είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.
– Η ταπεινοφροσύνη, ωμολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος κι εξαφανίστηκε.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ κάποιου πλούσιου στην Αλεξάνδρεια κυριεύτηκε ξαφνικά από πονηρό πνεύμα και βασανιζόταν σκληρά. Ο πατέρας της ξόδεψε πολλά χρήματα για να την κάνη καλά. Ανώφελα όμως. Η κατάστασις της νέας όλο και χειροτέρευε. Κάποτε έμαθε πως ένας Ερημίτης, που ασκήτευε πάνω στο βουνό, είχε από τον Θεό το χάρισμα να διώχνη τα διαμόνια. Του είπαν όμως πως ήταν τόσο ταπεινός, που ποτέ δεν θα δεχόταν να κάνη μια τέτοια θεραπεία. Έπρεπε λοιπόν να βρη κάποια άλλη πρόφασι ο άρχοντας για να τον φέρη στο σπίτι του.
Μια μέρα κατέβηκε στην πόλι ο Ερημίτης να πουλήση τα πανέρια του. Ο πατέρας της κόρης έστειλε ένα υπηρέτη ν’ αγοράση μερικά και να τον προσκαλέση στο σπίτι για να πληρωθή. Ανύποπτος εκείνος πήγε. Μόλις όμως πάτησε μέσα το πόδι του, η δαιμονισμένη, που ήταν κρυμμένη πίσω από την πόρτα, ώρμησε πάνω του και του έδωσε ένα δυνατό μπάτσο στο πρόσωπο. Ο Αγιος Ερημίτης, χωρίς να χάση καθόλου την ηρεμία του, έστρεψε ταπεινά και το άλλο μέρος, εκτελώντας έτσι την εντολή του Κυρίου.
Τότε έγινε αυτό το ξαφνικό: Το δαιμόνιο άρχισε να σπαράζη άγρια και να βγάζη απελπιστικές κραυγές:
– Ω, βία! Φεύγω, δεν μπορώ να μείνω πια, με διώχνει η εντολή του Χριστού.
Με τα λόγια αυτά ελευθέρωσε το βασανισμένο πλάσμα. Ολόκληρη η οικογένεια, μαζί με την κόρη που βρήκε πια τα λογικά της, δόξασαν τον Θεό για το μεγάλο θαύμα που είδαν με τα μάτια τους και ζήτησαν τον Αγιο Γέροντα για να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος όμως, αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, είχε κιόλας εξαφανισθή.
Όταν οι Πατέρες στην έρημο πληροφορήθηκαν τα γεγονότα, έλεγαν μεταξύ τους, πως τίποτε άλλο δεν καταβάλλει την υπερηφάνεια του διαβόλου, όσο η ταπεινοσύνη και η υποταγή στις θείες εντολές
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΟΓΟΥΣ ἐξομολογούμαστε· γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε ἢ γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε καὶ νὰ ἐξεταστοῦμε γιὰ τὰ σφάλματα ποὺ ἔχουμε κάνει. (…) Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ ἐξομολόγηση κάνει τὸν ἄνθρωπο ταπεινόφρονα. (…) Ὁ πρῶτος ταπεινώνεται ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ τὰ καλὰ ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, καὶ ὁ δεύτερος ἐπειδὴ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν συγχωρήσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός, είπε εμπιστευτικά στον Αββά Σισώη, πως είχε κατορθώσει τον τελευταίο καιρό να έχη διαρκώς το νου του στο Θεό.
– Αυτό, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο διακριτικός Γέροντας, ούτε μεγάλο κατόρθωμα, ούτε δικό σου είναι, αλλά της θείας Χάριτος. Μεγάλο πράγμα είναι να νοιώθης τον εαυτό σου χειρότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Αυτό λέγεται ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ.