Ένας αρχάριος μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη, πως επιθυμούσε μεν να διατηρεί καθαρή την καρδιά του, αλλά δεν το κατόρθωνε πάντοτε. -Όσο αφήνουμε, παιδί μου, ανοιχτή την πόρτα με την γλώσσα μας, δεν καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο να κρατήσουμε καθαρή την καρδιά μας; του είπε ο σοφός Αββάς
Ο ΘΕΟΣ κάλεσε γρήγορα κοντά Του τον επίγειο εκείνο Αγγελο. Στις τελευταίες του στιγμές τον είχαν περικυκλώσει πολλοί από τους μεγάλους Πατέρες της σκήτης. Ανάμεσα τους ήταν ο Αββάς Ισίδωρος, ο Πρεσβύτερος, ο Όσιος Ποιμήν κι ο Μωϋσής ο Αιθίοψ, που είχε στενό πνευματικό σύνδεσμο με τον μακάριο Ζαχαρία. Ο ετοιμοθάνατος είχε υψώσει τα μάτια στον Ουρανό. Ήταν φανερό πως έβλεπε μόνο τον άϋλο κόσμο. – Τί κυττάζεις τόσο επίμονα, τέκνον; τον ρωτούσε κάθε τόσο ο Αββάς Μωϋσής, που μόλις μπορούσε να συγκρατήση τα δάκρυα για τη στέρηση του μικρού του φίλου. Δεν είναι προτιμότερο να σωπαίνω, Αββά; ψιθύρισε εκείνος. – Ναι, παιδί μου. Εσύ πάντα προτιμούσες την ταπεινή σιωπή. Όταν πια ξεψύχησε το πρόσωπο του άστραψε, λες κι έβλεπες μορφή Αγγέλου. Τότε ο Αββάς Ισίδωρος, που στεκόταν αμίλητος παράμερα, σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια του στον Ουρανό και ψιθύρισε: – Ευφραίνου, τέκνον Ζαχαρία. Ανοίγονται τώρα για σένα οι πύλες της αιωνιότητος.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ εξωμολογήθηκε στενοχωρημένος στον Αββά Ματώη: – Πολλές θλίψεις μου προξενεί συχνά η γλώσσα μου, Πάτερ. Αδύνατο να τη συγκρατήσω να μη ελέγχη και κατακρίνη τους Αδελφούς μου. – Αν σου φαίνεται αδύνατο να δαμάσης τη γλώσσα σου, τότε απόφευγε τις συναναστροφές, τον συμβούλεψε ο Γέροντας. Περιορίσου στον εαυτό σου. Η ακράτεια της γλώσσης είναι ηθική αρρώστια μεταδοτική, γι’ αυτό και επικίνδυνη. Εγώ, καθώς βλέπεις, ζω ολομόναχος, όχι από αρετή, αλλά από αδυναμία. Πρέπει να νοιώθη πολύ δυνατός ο Καλόγερος, που συναναστρέφεται τους ανθρώπους.