Πόσο μεγάλη, πόσο φοβερή είναι η παρουσία του Θεού! Πόσο μεγάλη και πόσο φοβερή είναι η παρουσία του ζώντος Θεού!
Οι αγγελικές δυνάμεις στέκονται μπροστά Του με φόβο και τρόμο. Τα σεραφείμ κρύβουν τα πρόσωπα τους με τις φτερούγες τους μπροστά στο αστραφτερό φως και το ανέκφραστο κάλλος της παρουσίας Του.
Πόσο λαμπρός είναι ο ήλιος! Πόσο εντυπωσιακό είναι το έναστρο στερέωμα! Πόσο δυνατός είναι ο ταραγμένος ωκεανός! Πόσο μεγαλόπρεπα είναι τα γιγαντιαία βουνά! Πόσο φοβερά είναι τα κεραυνοφόρα σύννεφα και τα πύρινα ηφαίστεια! Πόσο ευχάριστες είναι οι ανθοφορημένες κοιλάδες με τις χιλιάδες πηγές και τα διάσπαρτα λευκά κοπάδια τους. Κι όλ’ αυτά δεν είναι παρά έργα των χεριών του Θεού. Είναι έργα που φτιάχτηκαν από τον αθάνατο Δημιουργό. Κι αν η κτίση είναι τόσο όμορφη, πώς πρέπει να είναι ο Δημιουργός;
Αν η καρδιά του ανθρώπου γεμίζει με δέος, χαρά ή δάκρυα μπροστά στη δημιουργία του Θεού, πώς πρέπει να νιώθει μπροστά στον παντοδύναμο και ζώντα Δημιουργό;
Πώς μπορεί ένα θνητό ον να σταθεί κοντά στον αθάνατο Θεό και να μην εξαφανιστεί, να μη διαλυθεί; Ποιο θνητό ον μπορεί να κοιτάξει το πρόσωπο του Θεού και να εξακολουθεί να ζει; Αν είναι φοβερό το να δεις το πρόσωπο αγγέλου του Θεού, πόσο φοβερότερο είναι να βρεθείς ενώπιον του ίδιου του Θεού; Περιγράφοντας το δράμα του αγγέλου του Θεού ο προφήτης Δανιήλ λέει: «…οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν» (Δαν. ι΄ 8). Δεν έμεινε μέσα μου καμιά δύναμη, η δόξα μου αλλοιώθηκε κι έγινε φθαρτή. Ακόμα κι ο πιο δυνατός άνθρωπος νιώθει αδύναμος, ο πιο όμορφος μοιάζει άσχημος μπροστά στον άγγελο του Θεού, που έχει «τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός» (Δαν. ι΄ 6).
Το σώμα του αγγέλου, λέει ο προφήτης, μοιάζει με τη βήρυλλο, το πρόσωπό του ήταν σαν αστραπή και τα μάτια του ήταν σαν πύρινα φώτα. Το θαυμαστό πρωινό που ο Κύριος Ιησούς αναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν», «ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. κη΄ 2-4). Και έγινε σεισμός μεγάλος, λέει ο ιερός ευαγγελιστής· κατέβηκε άγγελος Κυρίου από τον ουρανό, ήρθε κοντά στο μνημείο, κύλισε την πέτρα που έφραζε την είσοδο και κάθισε πάνω της. Η μορφή του αγγέλου έμοιαζε με αστραπή, ενώ τα ρούχα του ήταν λευκά σαν το χιόνι. Και σαν τον είδαν οι φρουροί συγκλονίστηκαν από το φόβο τους κι έγιναν σαν νεκροί.
Αυτά τ’ αποτελέσματα δημιουργεί η εμφάνιση του υπηρέτη του Βασιλιά. Η θέα του ίδιου του Βασιλιά τότε;
Οι μόνοι που γνωρίζουν, που η γνώση αυτή έχει μείνει διά παντός ανεξάλειπτη στη μνήμη τους, είναι αυτοί που έχουν κοντά τους τούς πανένδοξους αυτούς αγγέλους. Η γνώση αυτή που δόθηκε στους προφήτες με τη μορφή οραμάτων, τους μεταμόρφωσε και τους έκανε ταπεινούς και πράους μπροστά στον ουράνιο κόσμο, μα αποφασιστικούς και πύρινους προς τους τυφλούς κι αμετανόητους αμαρτωλούς. Ο προφήτης Ελισαίος προσευχήθηκε μια φορά στο Θεό, ώστε ν’ ανοίξει τα μάτια του νεαρού που είχε μαζί του και να δει εκείνα που έβλεπε ο ίδιος ο προφήτης. Κι ο Θεός άκουσε την προσευχή του μεγάλου προφήτη κι άνοιξε τα μάτια του νεαρού, πού είδε «καὶ ἰδοὺ τὸ ὄρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς περικύκλῳ Ἐλισαιέ» (Δ΄ Βασ. στ΄ 17).
Τότε πώς θα ήταν και με τι θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς το δράμα του ίδιου του Βασιλιά των ουρανίων δυνάμεων, ένα τόσο φοβερό και πανένδοξο όραμα; Όταν ο μέγας προφήτης Ησαΐας αξιώθηκε να δει το όραμα αυτό, αναφώνησε με φόβο και θαυμασμό: «Ὦ, τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου» (Ησ. στ΄ 5). Αλλοίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Είμαι άνθρωπος με ακάθαρτα χείλη, που ζω ανάμεσα σε ανθρώπους με επίσης ακάθαρτα χείλη, και αξιώθηκα να δω τον Κύριο και Θεό, τον βασιλιά των ουρανίων δυνάμεων.
Οι ευλογημένοι αυτοί άνθρωποι θα γνώριζαν πως ο Βασιλιάς, ο Κύριος, τους έχει πάντα στο βλέμμα Του – ο ίδιος θαυμαστός και αναλλοίωτος Κύριος και Θεός, που ο Ησαΐας είδε με μια φευγαλέα ματιά και γέμισε με φόβο και δέος. Και μ’ αυτή τη γνώση ο νους τους δε θα υποχωρούσε τότε σε οποιοδήποτε είδος αμαρτίας ή ακαθαρσίας. Είτε ο άνθρωπος βλέπει το Θεό είτε όχι, ο Θεός τον βλέπει. Αυτό δεν είναι αρκετό για να κάνει το βλάσφημο ν’ ανατριχιάζει και να φρίττει; Και για το χριστιανό, δεν είναι αυτό μια παρηγοριά στα βάσανα Του;
Όχι μόνο ο Τριαδικός Θεός μας βλέπει και παρατηρεί τη ζωή μας κάθε στιγμή, αλλά κι ολόκληρος ο χορός των ουρανίων δυνάμεων, οι άγγελοι κι οι άγιοι μαζί. Εκατομμύρια μάτια μας βλέπουν σα νά ’ταν μ’ ένα μάτι. Εκατομμύρια καλές επιθυμίες μας συνοδεύουν στο σκοτεινό κι αγκάθινο δρόμο της ζωής μας. Κι εκατομμύρια χέρια απλώνονται για να μας δώσουν τη βοήθειά τους, σαν ένα χέρι όλα μαζί.
Η επίγεια Εκκλησία του Θεού οδηγείται από το Άγιο Πνεύμα και προσπαθεί να παρουσιάσει τη θαυμαστή και φοβερή, την αγαπητή αυτή πραγματικότητα στους πιστούς, με τη βοήθεια των εικόνων, που αντιπροσωπεύουν τον αόρατο κόσμο των ουρανίων δυνάμεων. Τους θυμίζει τη διαρκή παρουσία των δυνάμεων αυτών στον κόσμο. Όταν προσκυνούμε την εικόνα, δε σημαίνει ότι λατρεύουμε το ξύλο ή τα χρώματα της ζωγραφιάς, αλλά τις ουράνιες δυνάμεις που απεικονίζονται σ’ αυτές και που είναι ζωντανές και παρούσες. Όταν στεκόμαστε μπροστά στις εικόνες με φόβο Θεού, τον ίδιο αυτό φόβο νιώθουμε και αποδίδουμε προς τις ουράνιες δυνάμεις. Όταν αισθανόμαστε παρηγοριά και χαρά από τις εικόνες, στην πραγματικότητα δεχόμαστε τη χαρά αυτή από τις ουράνιες δυνάμεις που απεικονίζονται σ’ αυτές. Μόνο οι ανόητοι κι αυτοί που κατέχονται από δαιμονικές δυνάμεις βλέπουν ειδωλολατρία στην προσκύνηση των εικόνων. Ποιος έχει ανοίξει πόλεμο εναντίον της ειδωλολατρίας στο πέρασμα των αιώνων, αν όχι η Ορθόδοξη Εκκλησία; Ποιας Εκκλησίας οι πιστοί θυσιάστηκαν κατά εκατομμύρια στο νικηφόρο αυτό πόλεμο; Ποιος άλλος αφάνισε την ειδωλολατρία; Πώς θα μπορούσε λοιπόν μια Εκκλησία που αφάνισε την ειδωλολατρία να γίνει ειδωλολατρική;
Τη μομφή αυτή την σκάρωσαν εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι άνομοι αιρετικοί, που οι σκέψεις τους λειτουργούσαν σαρκικά, όχι πνευματικά. Με το σκοτισμένο νου τους δεν μπορούσαν να δουν τη διαφορά ανάμεσα στην προσκύνηση των εικόνων και την ειδωλολατρία. Ήταν ανίκανοι να τα βγάλουν πέρα με τα σφαλερά επιχειρήματα τους κι έτσι έστρεψαν τη φωτιά και το ξίφος ενάντια στις εικόνες και κείνους που τις προσκυνούσαν. Έκαψαν τις εικόνες στη φωτιά και σκότωσαν τους πραγματικούς πιστούς με το ξίφος τους. Όμως του Θεού η δύναμη ήταν μεγαλύτερη από τη φωτιά και το ξίφος των αιρετικών. Έτσι τελικά οι αιρετικοί κατατροπώθηκαν, ενώ οι εικόνες έμειναν για να στολίζουν τα τέμπλη και να θυμίζουν στους πιστούς τη φοβερή παρουσία του Θεού και των ουρανίων δυνάμεων, μέσα από τη ζωή των αγίων αντρών και γυναικών.
Για ανάμνηση της νίκης ενάντια στους εικονοκλάστες και της θριαμβευτικής αποκατάστασης της τιμής των εικόνων την εποχή του πατριάρχη Μεθοδίου, της ευσεβούς αυτοκρατόρισσας Θεοδώρας και του γιου της Μιχαήλ, οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας όρισαν την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να αφιερωθεί στο γεγονός αυτό. Η μέρα αυτή είναι γνωστή ως Κυριακή της Ορθοδοξίας, για να μας θυμίζει το θρίαμβο της ορθόδοξης πίστης ενάντια στους αιρετικούς, που θέλησαν να εμποδίσουν την προσκύνηση των εικόνων, όπως έκαναν κι οι σοφοί του κόσμου τούτου.
Την ήμερα αυτή οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες διάλεξαν να διαβάζεται το ευαγγέλιο που αναφέρεται στο Ναθαναήλ, στις αμφιβολίες του για το Χριστό προτού τον γνωρίσει, καθώς και τη συνομιλία που είχε μαζί Του μετά τη συνάντησή τους. Θέλησαν έτσι να δείξουν πόσο απαραίτητη είναι η παρουσία του Θεού όταν προβάλει κανείς τις αμφισβητήσεις του για την πίστη, καθώς και τη θαυμαστή δύναμη της παρουσίας Του αυτής.
Εκείνο τον καιρό «ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου» (Ιωάν. α΄ 44-45). Μετά τη βάφτιση Του στον Ιορδάνη ο Κύριος Ιησούς πήγε στη Γαλιλαία, απ’ όπου ξεκίνησε το έργο Του. Τα σκουριασμένα μυαλά των Ιουδαίων δεν άξιζαν για ν’ αρχίσει απ’ αυτούς το έργο Του ο Κύριος. Η Ιουδαία, όπου άνηκε κι η Ιερουσαλήμ, με την κοσμική και σαρκική φύση της, είχε πέσει πολύ πιο χαμηλά από τις ειδωλολατρικές επαρχίες. Η Γαλιλαία ήταν ειδωλολατρική. Εκεί είχαν κατοικήσει κυρίως Έλληνες, Ρωμαίοι και Σύροι και ελάχιστοι σκόρπιοι Εβραίοι. Οι Εβραίοι της Ιουδαίας περιφρονούσαν τη Γαλιλαία επειδή την κατοικούσαν ειδωλολάτρες, την λογάριαζαν τόπο πνευματικού σκότους και άγνοιας.
Σ’ αυτόν ακριβώς τον τόπο ήταν να λάμψει και ν’ αποκαλυφτεί ένα λαμπρό φως, όπως το αναφέρουν και τα προφητικά λόγια: «Γαλιλαίοι τῶν ἐθνῶν… ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς» (Ησ. θ΄ 1-2). Εσύ, Γαλιλαία, που σε κατοικούν διάφορα έθνη ειδωλολατρικά… εσύ λαέ της Γαλιλαίας που περπατάς μέσα στο σκοτάδι, θα δεις ένα φως μεγάλο. Εσείς που κατοικείτε μέσα στο σκοτάδι και στη σκιά του πνευματικού θανάτου, θα δείτε ν’ αστράφτει κοντά σας ένα τεράστιο κι εκτυφλωτικό φως.
Με το να πει τα πρώτα Του λόγια στη Γαλιλαία, έναν τόπο όπου κατοικούσαν άνθρωποι με μικτή καταγωγή, ο Κύριος έκανε σαφές πως το κήρυγμά Του απευθυνόταν σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Με το ν’ αποκαλύψει τον εαυτό Του πρώτα σ’ αυτήν τη σκοτεινή κι άγνωστη γωνιά της Παλαιστίνης, φανέρωνε τόσο την ταπείνωσή Του, όσο και την καταδίκη Του ενάντια στην ανόητη και σκοτισμένη αλαζονεία, καθώς και στη διαφθορά της Ιερουσαλήμ.
Ο Αντρέας ακολούθησε πρώτος το Σωτήρα χωρίς να κληθεί, όπως αναφέρει ο Ιωάννης (α΄ 35 και εφ.). Έπειτα ο Αντρέας του παρουσίασε τον αδελφό του Πέτρο, ενώ στο Φίλιππο ο Κύριος είπε: «Ἀκολούθει μοι». Το ότι ο Φίλιππος ανταποκρίθηκε στην κλήση του Κυρίου αυθόρμητα και χωρίς κανένα δισταγμό, είναι φανερό από το γεγονός ότι, αμέσως μετά, γεμάτος ζήλο για το Χριστό, άρχισε να μιλάει σε άλλους και να τους φέρνει στον Κύριο.
Η άμεση απόφαση του Φίλιππου ν’ ακολουθήσει τον Κύριο μπορεί να εξηγηθεί, αν υποθέσουμε πως πρωτύτερα θα είχε ακούσει για το Χριστό από τους γείτονές του Αντρέα και Πέτρο, αφού όλοι τους κατάγονταν από τη Βηθσαϊδά, ή και από άλλους στην πατρίδα τους. Το πιο πιθανό όμως είναι πως στην απόφασή του να τα εγκαταλείψει όλα, να τους ξεχάσει όλους και να τον ακολουθήσει, σπουδαίο ρόλο θα έπαιξε η προσωπικότητα του ίδιου του Κυρίου, που μαγνήτιζε. Η δυναμική προσωπικότητα του Κυρίου εντυπωσίασε τόσο πολύ το Φίλιππο ώστε, όπως προείπαμε, δεν αρκέστηκε ν’ ακολουθήσει μόνος αυτός τον Κύριο, αλλά ξεκίνησε αμέσως την αποστολική διακονία του κι έφερε άλλους στο Χριστό, όπως φαίνεται στη συνέχεια.
«Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ιωάν. α΄ 46). Μόλις ο Φίλιππος συνάντησε το Ναθαναήλ, του λέει: Βρήκαμε τον Ιησού, το γιο τού Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, Εκείνον για τον οποίο έγραψαν ο Μωυσής στο νόμο κι οι προφήτες.
Πόσο απλά μίλησε ο Φίλιππος! Ο Φίλιππος κι ο Ναθαναήλ είναι δυο φλογερές ψυχές και συνομιλούν μεταξύ τους. Ο Φίλιππος δεν είπε «βρήκαμε το Μεσσία που περιμέναμε» ή το «γιο του Δαβίδ» ή «το βασιλιά του Ισραήλ» ή «το Χριστό, τον Κύριο». Τόνισε στο Ναθαναήλ μόνο πως βρήκαν Εκείνον για τον Οποίο έγραψαν οι προφήτες κι ο Μωυσής. Εδώ βλέπουμε πως μιλάει μια ψυχή που πλημμυρίζει από θαυμασμό και χαρά. Τα βαθιά αισθήματα που νιώθει δε χρειάζεται να ψάξει να βρει λέξεις για να τα διατυπώσει. Τα λόγια βγαίνουν από μόνα τους, αυθόρμητα, απλά, καμιά φορά κι απλοϊκά, σίγουρα πως η δύναμή τους μπορεί να φανεί ακόμα και μέσα από τ’ απλούστερα λόγια. Τ’ αδύναμα κι απατηλά αισθήματα χρειάζονται ασημένιες τρομπέτες, δυνατά και πομπώδη λόγια, για να φανούν πιο δυνατά και πιο αληθινά απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Ο Φίλιππος κι ο Ναθαναήλ θα πρέπει να είχαν συζητήσει πολλές φορές για τον αναμενόμενο Μεσσία, για Εκείνον που είχαν προαναγγείλει οι προφήτες και τον ανέμεναν γενεές γενεών. Αυτό ήταν αγαπητό και κοινό θέμα συζητήσεων ανάμεσα στους αληθινούς Ισραηλίτες, ανάμεσα στις διψασμένες κι αγνές ψυχές.
«Εὐρήκαμεν Ἰησούν», είπε ο Φίλιππος. Βρήκαμε Εκείνον που δεν εμφανίστηκε σαν αστραπή που ξεσπάει μέσα από τα σύννεφα και κάνει τη γη να τρέμει, ούτε και έπεσε ξαφνικά στη γη σαν μετεωρίτης, ούτε ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ιερουσαλήμ, εκεί όπου παρατηρούσαν οι κοντόφθαλμοι φαρισαίοι κι οι ανόητοι γραμματείς, καθώς κι άλλοι που περίμεναν το Μεσσία. Μεγάλωσε κι έζησε εδώ και τριάντα χρόνια στη Γαλιλαία, ανάμεσα μας, μα δεν τον γνωρίσαμε. Μεγάλωσε σαν υγιές κλαδάκι αμπέλου που ξεφύτρωσε σε άγριο κορμό, μα ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσεις ωσότου αναπτυχθεί κι αρχίσει ν’ αποδίδει καρπούς. Ήταν σαν θησαυρός κρυμμένος στη γη. Σκάφτηκε η γη κι ο θησαυρός έλαμψε. Δε βάδισε καμαρωτός, δε φρόντισε να εντυπωσιάσει. Εμείς τον είδαμε και τον γνωρίσαμε ταπεινό σαν αρνί, καθαρό σαν τον ήλιο, γλυκό σαν την άνοιξη και δυνατό σαν Θεό.
Κατάγεται από τη Ναζαρέτ, είναι γιoς του Ιωσήφ. Ποιος μπορεί να γνωρίζει όλα τα λόγια με τα οποία ο Φίλιππος περιέγραψε στο Ναθαναήλ τον Ιησού; Ποιος μπορεί να επαναλάβει ολόκληρη τη συνομιλία τους; Ο ευαγγελιστής καταγράφει με συντομία μόνο τα πιο αξιόλογα στοιχεία. Κι όλα όσα άκουσε από το Φίλιππο ο Ναθαναήλ, δεν μπορεί παρά να τον χαροποίησαν. Ήταν όμως και κάτι που τον δυσκόλευε, τού ’φερνε σύγχυση και υπονόμευε την πίστη του. Πώς ήταν δυνατό ο Μεσσίας να προερχόταν από τη Ναζαρέτ; Ο Φίλιππος είπε πως ο Ιησούς ήταν γιος του Ιωσήφ, ίσως επειδή ακόμα κι ο ίδιος δε γνώριζε το υπερφυές μυστήριο της σύλληψής Του από το Άγιο Πνεύμα. Ίσως ακόμα επειδή ήθελε η είδησή του να γίνει όσο γίνεται πιο σύντομη και κατανοητή για έναν άνθρωπο που τώρα οδηγούνταν βήμα βήμα στην κατανόηση του μυστηρίου της ενσάρκωσης του Θεού. Φαίνεται πως εδώ ο Φίλιππος λειτουργούσε κιόλας σαν ιεραπόστολος, με τον αποστολικό τρόπο που εξήγησε αργότερα ο απόστολος Παύλος: «Ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω» (Α΄ Κορ. θ΄ 22). Κοντά στους άρρωστους κι αδύναμους στην πίστη, έγινα κι εγώ άρρωστος, για να τους κερδίσω. Σε όλους έγινα τα πάντα, για να κερδίσω όσο γίνεται περισσότερους. Ο Ναθαναήλ ήταν ακόμα αδύναμος, ακατήχητος, δεν είχε φωτιστεί. Γι’ αυτό κι ο απόστολος τον προσέγγισε σαν αδύναμο, προσεχτικά.
«Καὶ εἴπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε» (Ιωάν. α΄ 47). Ο Ναθαναήλ είπε στο Φίλιππο: Είναι δυνατό να προκύψει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ; Κι ο Φίλιππος του απάντησε: Έλα και θα δεις.
Η ερώτηση του Ναθαναήλ δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν κακεντρεχής παρατήρηση που βγαίνει από σκληρή και κακόβουλη καρδιά. Ήταν μάλλον το ενδιαφέρον μιας ειλικρινούς καρδιάς για το φίλο του, ώστε να μην πέσει θύμα απάτης. Η Σάρα γέλασε όταν ο Θεός της αποκάλυψε πως, στην προχωρημένη ηλικία της, θα γεννούσε γιο (βλ. Γέν. ιη΄ 12). Εδώ πρόκειται για χαρά, που απλά περιμένει επιβεβαίωση με την ερώτηση. Ο Ναθαναήλ δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του τόσο χαρούμενες ειδήσεις, σαν κι αυτές που του έφερε ο Φίλιππος. Αλλά όπως κάθε χαρά σκιάζεται καμιά φορά από την αμφιβολία, έτσι έγινε και με το Ναθαναήλ. Η χαρά του Ναθαναήλ μετριάστηκε λίγο στο άκουσμα της λέξης «Ναζαρέτ». Οι προφήτες δεν έγραψαν πως ο Μεσσίας θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ; Γενεές γενεών δεν περίμεναν να δουν με ανυπομονησία στην πόλη του Δαβίδ τον αναμενόμενο Μεσσία και Βασιλιά; Ίσως ο Φίλιππος να κάνει λάθος.
Ο Φίλιππος δε θέλει να προχωρήσει ο ίδιος σε εξηγήσεις και αποδείξεις. Δε θέλει να δώσει ο ίδιος απάντηση στο σχόλιο του Ναθαναήλ. Γι’ αυτό και του είπε απλά. Ἔρχου καὶ ἴδε. Έλα και θα δεις μόνος σου. Πόσο θριαμβευτικά ηχούν τα λόγια αυτά: Ἔρχου καὶ ἴδε. Έλα, Ναθαναήλ, και θα δεις. Εγώ δεν μπορώ να σου αποδείξω αυτά που σου λέω, η παρουσία Του όμως είναι η καλλίτερη απόδειξη. Εγώ δεν μπορώ να σου δώσω απάντηση σ’ αυτήν ή σε κάποια άλλη ερώτηση ή απορία που ίσως έχεις, η παρουσία Του όμως είναι απάντηση στην οποία δεν μπορείς ν’ αντισταθείς. Εσύ, έλα απλά μαζί μου. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ο Ναθαναήλ συμφώνησε και ξεκίνησαν μαζί με το Φίλιππο για συνάντηση του Ιησού.
«Εἴδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι» (Ιωάν. α΄ 48). Ο Ιησούς είδε τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και είπε: ορίστε, αυτός είναι γνήσιος Ισραηλίτης, που δεν έχει μέσα του δόλο και πονηριά.
Τι μέγιστος έπαινος! Κι από τι χείλη! Τι σημαίνει τώρα ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι; Αυτό δηλώνει τον άνθρωπο που είναι γεμάτος με το αντίθετο του δόλου και της πονηριάς, δηλαδή με το Θεό. Άνθρωπο με τις σκέψεις του Θεού, την επιθυμία για το Θεό, την αναζήτηση του Θεού, την προσδοκία του Θεού, την ελπίδα στο Θεό. Αυτός είναι ο άνθρωπος που έχει παραδοθεί στον ένα Κύριο και Δημιουργό – το Θεό. Δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο. Είναι ο άνθρωπος που «τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας» (Εφ. στ΄ 12) δε βρίσκουν τρόπο να μπουν και να ριζώσουν μέσα του.
Η επισήμανση αυτή του Χριστού για το Ναθαναήλ πως είναι αληθινός Ισραηλίτης, είναι ταυτόχρονα και μια παρατήρηση για ένα θλιβερό γεγονός, πως αληθινοί Ισραηλίτες έχουν απομείνει πολύ λίγοι. Γι’ αυτό ο Κύριος αναφώνησε με χαρά, ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης! Εδώ έχουμε έναν αληθινό άνθρωπο ανάμεσα σε άλλους, πονηρούς και δόλιους. Εδώ έχουμε κάποιον που Ισραηλίτης δεν είναι μόνο κατ’ όνομα, αλλ’ αληθινός. Μ’ όλο που ο Κύριος μπορούσε να διακρίνει από μακριά τις αμφιβολίες που διατύπωσε ο Ναθαναήλ στο Φίλιππο για τον Κύριο, ο Κύριος εγκωμίασε το Ναθαναήλ, τον ονόμασε αληθινό Ισραηλίτη, άδολο κι απονήρευτο.
Μήπως ο Κύριος εγκωμίασε το Ναθαναήλ για να τον προσελκύσει κοντά Του; Όχι! Εκείνος που διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων δε βασίζεται στα λόγια, μα στην καρδιά την ίδια. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, ούτε και μπορούμε να γυρίσουμε στις σελίδες του ευαγγελίου για να διαβάσουμε πως ο Ναθαναήλ ήταν άδολος κι απονήρευτος άνθρωπος. Ο Κύριος το είδε στην καρδιά του, το διάβασε εκεί. Οι άλλοι απόστολοι που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το Χριστό ίσως ξαφνιάστηκαν με τα εγκωμιαστικά λόγια Του, Εκείνος όμως άφησε το χρόνο ν’ αποκαλύψει στους αποστόλους την αλήθεια του επαίνου Του.
Ο ίδιος ο Ναθαναήλ ξαφνιάστηκε με τον έπαινο του Χριστού «καὶ λέγει αὐτῷ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε». Από πού με γνωρίζεις; ρώτησε ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: Προτού σε φωνάξει ο Φίλιππος, εγώ σε είδα που καθόσουν κάτω από τη συκιά, μ’ όλο που εκεί δε σ’ έβλεπε άλλο ανθρώπινο μάτι.
Προσέξτε τώρα πώς ο Ναθαναήλ αποδείχνεται αμέσως ότι είναι άνθρωπος άδολος. Ο δόλιος άνθρωπος ασχολείται με τον εαυτό του, για τους άλλους είναι αδιάφορος. Ο δόλιος άνθρωπος αρέσκεται στους επαίνους και τις κολακείες. Αν ο Ναθαναήλ ήταν δόλιος θα είχε μεθύσει από τον έπαινο του Χριστού και θ’ άρχιζε κι αυτός να τον επαινεί, ή θ’ αποποιόταν τον έπαινο με προφανή ταπεινολογία. Ο Ναθαναήλ όμως ενδιαφερόταν για το Χριστό, όχι για τον εαυτό του. Έτσι, χωρίς να δείχνει ότι δέχεται ή ότι απορρίπτει τον έπαινο, κάνει μια ερώτηση με σκοπό να μάθει την αλήθεια για το Χριστό. Πόθεν με γινώσκεις; Πρώτη φορά συναντιόμαστε στη ζωή μας. Αν με είχες καλέσει με τ’ όνομά μου, ίσως να είχα ξαφνιαστεί λιγότερο, γιατί ένα όνομα μπορεί πιο εύκολα ν’ αναγνωριστεί. Όμως με καταπλήσσει το γεγονός ότι γνώρισες τόσο γρήγορα το όνομα της καρδίας και της συνείδησής μου – κάτι που είναι πολύ καλά κρυμμένο από τους ανθρώπους και που το φανερώνει κανείς πολύ προσεχτικά και μόνο στους στενούς φίλους του. Πόθεν με γινώσκεις;
Με την απάντησή Του ο Κύριος του αποκάλυψε ένα δεύτερο, εξωτερικό και ορατό μυστήριο. Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. Εκείνος που γνωρίζει τα μυστικά της καρδιάς, εύκολα μπορεί να γνωρίζει και τα εξωτερικά, τα σωματικά μυστικά. Αυτός που βλέπει τις κινήσεις και τις σκέψεις του νου κι ακούει τους μυστικούς ψιθύρους του μέσα στον άνθρωπο, μπορεί πολύ ευκολότερα να δει τις κινήσεις του σώματος και ν’ ακούσει τα λόγια που βγαίνουν από τα χείλη του ανθρώπου. Προτού ο Φίλιππος πλησιάσει το Ναθαναήλ, ο Κύριος τον είδε να κάθεται κάτω από τη συκιά. Προτού ο Φίλιππος αποφασίσει για να πάει να συναντήσει το Ναθαναήλ, ο Κύριος είχε δει κι είχε γνωρίσει την καρδιά του. Με τη δική Του πρόνοια ο Φίλιππος πήγε στο Ναθαναήλ και τον κάλεσε να ’ρθει και να δει. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να κρυφτεί από τα μάτια του Θεού; Υπάρχει τρόπος να κρυφτεί κανείς από τη μεγάλη και φοβερή παρουσία Του; Ο Ψαλμωδός, αναφερόμενος στη μέγιστη και φοβερή αυτή παρουσία, στρέφεται στον πάνσοφο Θεό και λέει: «Σὺ ἔγνως τὴν καθέδραν μου καὶ τὴν ἔγερσή μου, σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν… ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἐν γλώσσῃ μου. ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα· σὺ ἔπλασάς με καὶ ἔθηκας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου… ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;» (Ψαλμ. ρλη΄ 2-7). Εσύ, Κύριε, αναφωνεί ο Ψαλμωδός, γνωρίζεις πότε κάθομαι και πότε σηκώνομαι, Εσύ γνωρίζεις τις σκέψεις μου πολύ προτού τις κάνω εγώ… Εσύ γνωρίζεις πως είμαι ειλικρινής, πως στη γλώσσα μου δεν υπάρχει δολιότητα. Εσύ, Κύριε, τα γνωρίζεις όλα, τόσο τα πρόσφατα όσο και τα παλιά. Εσύ με έπλασες, Εσύ έβαλες πάνω μου το χέρι Σου… Πού μπορώ να πάω και να ξεφύγω από Σένα; Πώς μπορώ να κρυφτώ από την απανταχού παρουσία Σου;
Ο Χριστός είναι το θαύμα της ιστορίας σ’ αυτόν τον κόσμο. Όχι μόνο για τα θαύματα που έκανε, ούτε και για την ανάστασή Του μόνο, αλλά και για την αγαπητική και στοργική παρουσία του πνεύματός Του. Ήρθε στη γη, αλλά ταυτόχρονα βρισκόταν και στον ουρανό. Έβλεπε τους ανθρώπους, μα την ίδια στιγμή παρατηρούσε το σατανά να πέφτει από τον ουρανό. Όταν συναντιόταν με ανθρώπους, έβλεπε τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον τους. Τις σκέψεις των ανθρώπων τις έβλεπε σαν σε ανοιχτό βιβλίο. Όταν οι άνθρωποι τον εγκωμίαζαν και τον θαύμαζαν, Εκείνος μιλούσε στους αποστόλους για το πάθος Του. Την ώρα του πάθους Του, μιλούσε για την επικείμενη νίκη και δόξα Του. Ατένιζε το μαρμάρινο ναό της Ιερουσαλήμ, αλλ’ έβλεπε και την καταστροφή του. Συνομιλούσε με το Μωυσή και τον Ηλία όπως μιλάμε με τους συγχρόνους μας. Ζούσε εγκλωβισμένος στο σώμα Του, αλλ’ έβλεπε όλα όσα γίνονταν στον ουρανό. Άκουγε τη συνομιλία που γινόταν ανάμεσα στον αμαρτωλό πλούσιο από την κόλαση και στον Αβραάμ από τον παράδεισο. Έβλεπε από μακριά που ήταν δεμένος ο γάιδαρος και το πουλάρι του κι έστειλε τους μαθητές Του να τα φέρουν. Από μεγάλη απόσταση είδε τον άνθρωπο στην πόλη κεράμιον ὕδατος βαστάζοντα, κι έστειλε τους μαθητές Του να τον συναντήσουν και να του δώσουν την εντολή να του ετοιμάσει το Πάσχα. Ο χρόνος δεν μπορούσε να βάλει παραπέτασμα στην πνευματική Του όραση. Έβλεπε όλα όσα είχαν γίνει κι εκείνα που επρόκειτο να γίνουν, σα να λάβαιναν χώρα μπροστά στα μάτια Του. Το διάστημα κι η απόσταση δεν ήταν εμπόδια γι’ Αυτόν. Ότι κι αν γινόταν, οπουδήποτε στον κόσμο, το έβλεπε σα να γινόταν μπροστά στα σωματικά Του μάτια. Οτιδήποτε γινόταν σε κλειστό χώρο, τό ’βλεπε σαν συμβάν σε ανοιχτό μέρος. Ακόμα κι αν κάτι λάβαινε χώρα στο πιο απομονωμένο μέρος, στην καρδιά τού ανθρώπου, στα μάτια Του ήταν ανοιχτό, ολοφάνερο.
Η απανταχού παρουσία του Κυρίου Ιησού κι η παντογνωσία Του δημιούργησαν σύγχυση στο Ναθαναήλ. Το ίδιο είχε γίνει και με τον Πέτρο όταν μάζευε τα δίχτυα με την πλούσια ψαριά στη λίμνη, με τους άλλους μαθητές όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στα κύματα κι έπειτα όταν γαλήνεψε τον άνεμο και την καταιγίδα. Ο Κύριος που γνώριζε τις καρδιές των ανθρώπων, ήξερε ποια από τις υπερφυσικές δυνάμεις Του θα ενεργούσε καλύτερα και αποτελεσματικότερα στο συγκεκριμένο μαθητή. Αν ο Πέτρος θαύμαζε περισσότερο την κυριαρχία Του στη φύση, ο Ναθαναήλ, όπως είδαμε, έμεινε έκπληκτος με τη διόραση και την παντογνωσία Του. Ο Κύριος τα γνώριζε αυτά και χρησιμοποιούσε την παντογνωσία Του στην υπηρεσία της θεϊκής Του οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ο Φίλιππος ίσως μπορούσε να το διακρίνει αυτό από τις πρώτες μέρες της μαθητείας του, γι’ αυτό και είπε στο Ναθαναήλ, ἔρχου καὶ ἴδε. Ο Φίλιππος ήταν σίγουρος πως ο πάνσοφος και παντοδύναμος Κύριος θ’ αποκαλύπτονταν στο Ναθαναήλ με τον πιο κατάλληλο τρόπο που άρμοζε στο χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του. Είχε ίσως κάποιο αμυδρό προαίσθημα εκείνου που αργότερα διαπίστωσε καθαρά. Κι αυτό ήταν τα θαυμαστά μυστήρια που κρύβονταν μέσα στο ευαίσθητο ανθρώπινο στήθος του Κυρίου Του. Και πραγματικά, τα μυστήρια που ήταν κρυμμένα στο στήθος του Θεανθρώπου ήταν ευρύτερα από τον ουρανό, μακρύτερα από το χρόνο.
Αποκάλυψε ο Χριστός έστω και το ένα χιλιοστό από τις δυνάμεις και τα μυστήρια που ήταν κρυμμένα μέσα Του; Σίγουρα όχι. Η μεγάλη πλειονότητα των μυστηρίων Του παρέμεινε μυστική, άγνωστη στον άνθρωπο, για ν’ αποκαλυφτεί στους αγίους στην ουράνια βασιλεία Του. Μέσα Του είχε τόση δύναμη, ώστε δε χρειαζόταν να καταβάλει καμιά προσπάθεια για να κάνει θαύματα. Μάλλον συγκρατούνταν, για να μην κάνει πάρα πολλά. Είπε, αποκάλυψε και έκανε μόνο όσα ήταν απαραίτητα για τη σωτηρία μας, χωρίς να πιέσει ή ν’ ασκήσει κάποια δύναμη στη θέλησή μας. Όλα στηρίζονταν στην ελεύθερη βούληση κι απόφασή μας.
Ας παρακολουθήσουμε όμως το Ναθαναήλ, πώς απάντησε στον Κύριο: «ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ιωάν. α΄ 50). Δάσκαλε, Εσύ είσαι ο γιος του Θεού, Εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ. Κι αυτό το ομολόγησαν τα ίδια χείλη που λίγο νωρίτερα είχαν πει στο Φίλιππο: ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;
Τι θαυμαστή αλλοίωση! Τι ξαφνικό ξέσπασμα χαράς! Αχ, αδελφοί μου! Πόσο μέγιστη, πόσο θαυμαστή είναι η παρουσία του Θεού! Δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψουν αυτό, ούτε χέρια να το αποτυπώσουν σε χαρτί. Μόνο καρδιές υπάρχουν ικανές για να το νιώσουν, να ευφρανθούν όπως η πρωινή δροσιά στην πρώτη συνάντησή της με τις ακτίνες του ήλιου. Δεν είναι αρκετός και πειστικός ο λόγος αυτός, για να ενανθρωπήσει ο Κύριος, να φορέσει ανθρώπινη σάρκα και να παρουσιαστεί ως αδύναμος άνθρωπος, για τη σωτηρία του ανθρώπου; Ποιος θα μπορούσε ν’ αντέξει την παρουσία Του, αν είχε εμφανιστεί ως πύρινος άγγελος; Ή ακόμα, αν είχε παρουσιαστεί ως Θεός, με την αιώνια δύναμη και δόξα Του, χωρίς να καλύπτεται με ανθρώπινη σάρκα, ποιος θα μπορούσε να τον ατενίσει και να συνεχίσει να ζει; Ποιος θα μπορούσε ν’ ακούσει τη φωνή Του χωρίς να μετατραπεί σε πηλό; Και μόνο με το άγγιγμα της ανάσας Του, η γη ολόκληρη δε θα εξατμιζόταν; Δέστε μόνο τη δύναμη της απλής παρουσίας Του. Σε μια στιγμή η καρδιά κι ο νους του ανθρώπου αλλοιώνονται. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί λίγες στιγμές πριν από τη συνομιλία του Χριστού με το Ναθαναήλ, πως ο τελευταίος θα ομολογούσε ότι αυτός ο υιός του Ιωσήφ ήταν Διδάσκαλος, Υιός του Θεού και Βασιλιάς του Ισραήλ; Αν εκείνη τη στιγμή ο Ναθαναήλ είχε σκεφτεί πως ο Βασιλιάς του Ισραήλ ήταν κάποιος επίγειος βασιλιάς, όπως ήταν η κοινή αντίληψη τότε για το Μεσσία, το να ομολογήσει το Χριστό και να τον ακολουθήσει αμέσως, η ομολογία αυτή για έναν αρχάριο ήταν παραπάνω από αρκετή. Ο Ναθαναήλ τον αποκάλεσε επίσης Υιό του Θεού. Και μ’ αυτό τοποθέτησε το πρόσωπο του Χριστού πολύ ψηλότερα από εκεί που τον ήθελε ή κοινή αντίληψη, ως ένα συνηθισμένο επίγειο βασιλιά στο θρόνο του Δαβίδ.
«Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει· καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ιωάν. α΄ 51,52). Κι ο Ιησούς του απάντησε: Επειδή σου είπα πως σε είδα να κάθεσαι κάτω από τη συκιά πιστεύεις; Θα δεις πολύ περισσότερα απ’ αυτά. Και στη συνέχεια είπε: Αλήθεια σας λέω, πως από τώρα θα δείτε ν’ ανοίγει ο ουρανός και τους αγγέλους του Θεού ν’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, για να υπηρετούν το γιο του ανθρώπου.
Ο Κύριος αποκάλυψε στο Ναθαναήλ μόνο ένα μικρό μυστήριο για τον Εαυτό Του, με το να του πει πως τον είδε κάτω από τη συκιά. Αυτή η διόραση, που κάλυπτε μια πολύ μικρή απόσταση, είναι σαν μια πολύ μικρή ακτίνα σε σχέση με το πλούσιο φως του ήλιου που απλώνεται πάνω στη γη. Ο Ναθαναήλ που είχε αγνή ψυχή, βρήκε πως το λίγο αυτό ήταν αρκετό για να τον κάνει να πιστέψει. Οι ακάθαρτοι και ένοχοι φαρισαίοι και γραμματείς είδαν τον Κύριο να θεραπεύει λεπρούς, να δίνει το φως σε τυφλούς, ν’ ανασταίνει νεκρούς. Κι όμως, όλ’ αυτά δεν ήταν ικανά να τους κάνουν να πιστέψουν. Ο Ναθαναήλ όμως ήταν αληθινός Ισραηλίτης, γνήσιος. Και μόλις είδε μια μικρή ακτίνα από τη θαυμαστή δύναμή Του, αμέσως πίστεψε κι ομολόγησε. «Θα δεις πολύ περισσότερα απ’ αυτά», του υποσχέθηκε ο Κύριος. Τι θά ’βλεπε; Ν’ ανοίγει ο ουρανός κι οι άγγελοι του Θεού ν’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, για να υπηρετούν το γιο του ανθρώπου. Ο Κύριος τα είπε αυτά στο Ναθαναήλ, μα η υπόσχεσή Του ισχύει για όλους. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν», είπε, όχι «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι». Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία πως θα τηρήσει την υπόσχεσή Του, την τονίζει με την επανάληψη της λέξης αμήν. Αμήν αμήν, δηλαδή «αλήθεια σας λέω, σας διαβεβαιώ».
Οι άγγελοι του Θεού υπηρετούσαν από την αρχή τον Κύριο. Κατέβαιναν από τον ουρανό κι ανέβαιναν ξανά. Άγγελος εμφανίστηκε στο Ζαχαρία για να του αναγγείλει τη γέννηση του Τιμίου Προδρόμου του Χριστού. Άγγελος εμφανίστηκε στην πάναγνη Παρθένο για να της αναγγείλει το μέγα μυστήριο της γέννησης του Κυρίου. Οι ουρανοί ανοίχτηκαν στους ποιμένες της Βηθλεέμ κι οι άγγελοι κατέβαιναν κι αινούσαν το Θεό και την «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Άγγελοι κατέβηκαν για να πληροφορήσουν και να καθοδηγήσουν τον Ιωσήφ και τους μάγους της ανατολής. Όταν ο Κύριος αντιμετώπισε τους πειρασμούς του σατανά στην έρημο, μετά κατέβηκαν άγγελοι και τον διακονούσαν. Τον καιρό του πάθους, πριν από το θάνατό Του, άγγελος τον υπηρετούσε και τον ενίσχυε στον κήπο της Γεθσημανή. Όταν αναστήθηκε, άγγελοι κατέβηκαν στον τάφο Του. Στην ανάληψή Του από τη γη στον ουρανό, δυο άγγελοι ντυμένοι στα λευκά εμφανίστηκαν στους αποστόλους. Μετά την ανάληψή Του άγγελοι εμφανίζονταν στους αποστόλους Του κι αργότερα σε πολλούς δίκαιους, οσίους και μάρτυρες. Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος δεν είδε ανοιγμένους τους ουρανούς; Δεν ανέβηκε ο απόστολος Παύλος ως τον τρίτο ουρανό; Στον απόστολο κι ευαγγελιστή Ιωάννη δεν αποκαλύφτηκαν αμέτρητα θαυμαστά πράγματα, που αφορούν τόσο την παρούσα ζωή όσο και τη μέλλουσα; Ακόμα και στις μέρες μας, άγγελοι εμφανίζονται σε πολλούς ανθρώπους που έχουν αγνή καρδιά, που έχουν μέσα τους το Θεό. Αλλά και πολλοί μετανοούντες, αφού συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες τους, είδαν ανοιγμένους τους ουρανούς.
Ω, πόσες φορές, αμέτρητες ως τα σήμερα, δεν επαληθεύτηκαν τα λόγια του Κυρίου Ιησού για τους ανοιγμένους ουρανούς και τους αγγέλους που ανέβαιναν και κατέβαιναν! Ο Κύριος κατέβηκε στη γη για να δείξει στους ανθρώπους τους ανοιγμένους ουρανούς. Πριν από το Χριστό μόνο λίγοι προφήτες κι άλλοι θεάρεστοι άνθρωποι αξιώθηκαν να δουν ανοιγμένους τους ουρανούς. Μετά την έλευσή Του όμως αναδείχτηκε πλήθος ολόκληρο από ουρανοφάντορες, που με την πνευματική τους όραση έφταναν στον ουρανό και κατέβαιναν μαζί με τις αγγελικές, τις ουράνιες δυνάμεις.
Ο ουρανός εξακολουθεί να είναι ανοιχτός στους ανθρώπους, οι άνθρωποι από μόνοι τους είναι αποκλεισμένοι από το ουρανό. Αυτοί κοιτάζουν, αλλά δε βλέπουν, ακούνε χωρίς να καταλαβαίνουν (πρβλ. Ματθ. ιγ΄ 13). Ο Χριστός αποκατάστησε την όραση όχι μόνο στους λίγους εκείνους ανθρώπους που στερούνταν τη φυσική όραση, αλλά σε εκατομμύρια άλλους που ήταν πνευματικά τυφλοί. Κι οι τυφλοί είδαν το φως τους κι είδαν και τους ουρανούς ανοιγμένους. Τι άλλο σημαίνουν οι ανοιγμένοι ουρανοί, παρά την παρουσία του ζώντος Θεού και των μυριάδων αγγέλων Του; Κι η παρουσία του Χριστού τι άλλο εμπνέει στους αμαρτωλούς και ακάθαρτους, εκτός από φόβο και τρόμο; Και τι άλλο σημαίνει η παρουσία Του στους αγνούς και τους δίκαιους, παρά ζωή και χαρά;
Η μεγάλη και φοβερή αυτή παρουσία προς το παρόν είναι κρυμμένη από μας. Την κρύβει το παραπέτασμα της σάρκας μας. Σύντομα όμως, πολύ σύντομα, το παραπέτασμα αυτό θα το απορρίψουμε, θα το αποβάλουμε. Και τότε θα βρεθούμε ολόκληροι μπροστά στους ανοιγμένους ουρανούς. Εκείνοι από μας που βρίσκονται σε μετάνοια, που είναι αγνοί, θα βρεθούν στην αιώνια και ζωοπάροχη παρουσία του ζώντος Θεού. Οι αμετανόητοι, οι βλάσφημοι κι οι ακάθαρτοι θα βυθιστούν στην αιώνια απουσία Του, στο ατέλειωτο σκοτάδι και τα βάσανα.
Ας πλησιάσουμε λοιπόν τον Κύριο Ιησού. Εκείνος αγαπάει το ανθρώπινο γένος. Κι όσο ακόμα οι μέρες μας δεν έχουν μετρηθεί, ας ομολογήσουμε το όνομα Του, πως είναι το μόνο αληθινό όνομα. Ας κραυγάσουμε για βοήθεια, ας ζητήσουμε τη μόνη βοήθεια που είναι πρόθυμη, παντοτινή, σωστική. Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς, σώσε μας! Σε Σένα πρέπει η δόξα, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Καιρός μετανοίας: Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως την Μεγάλη Παρασκευή: Ομιλίες Β΄, 1η έκδ., Εκδόσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ, Αθήνα, 2010