Κυριακή τῆς Τυρινῆς – Ο Παράδεισος – Επισκόπου Γόρτυνος Ιερεμίου.
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
Ἡ σημερινή Κυριακή, ἀδελφοί χριστιανοί, ἔχει ἕνα ιδιαίτερο ὄνομα, λέγεταιΚυριακή τῆς Τυρινῆς. Από αὔριο ἀρχίζει μία ἱερά, κατανυκτική περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας, πού λέγεται Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τό τέρμα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι ἡ Μεγάλη Εβδομάδα. Ἕνα στάδιο πνευματικῶν ἀγώνων ἀνοίγει ἀπό αὔριο καί οἱ «βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε» ἀκούσαμε σήμερα ; ἕνα τροπάριο τοῦ Ὄρθρου. Ὅσοι θέλετε να παλέψετε ἐναντίον τῶν παθῶν εἰσέλθετε στήν ἔρημο αὐτή τήν ἱερά τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιά νά παλέψουμε καί ἐμεῖς ἐναντίον τῶν παθῶν.
Ὅπως ὁ Κύριός μας μετά τήν βάπτισή Του στόν Ἰορδάνη ποταμό, μπῆκε γιά σαράντα μέρες σέ μιά ἔρημο, τήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, καί νίκησε τούς τρεῖς πειρασμούς, ἔτσι καί μεῖς, ἀδελφοί, πρέπει νά κάνουμε τήν Τεσσαρακοστή μας καί νά παλέψουμε ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Πρέπει να πατήσουμε τά πάθη, ἀδελφοί. Εἶναι ὡραία ἡ ζωή, εἶναι ὄμορφη ἡ ζωή, ἀλλά τά πάθη μας τήν κάνουν ἄσχημη. Αλλά μπρός, ἀδελφοί, νά παλέψουμε ἐναντίον τῶν παθῶν μέ τά μέσα τά δυναμικά, πού δίνει ἡ Ἐκκλησία μας, ἰδιαίτερα τώρα τήν περίοδο αυτή. Σήμερα, Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ἐνθυμούμεθα ἕνα θλιβερό γεγονός. Χάσαμε τήν πατρίδα μας! Αὐτό ἐνθυμούμεθα σήμερα. Ποιά εἶναι ἡ πατρίδα μας; Ὅλοι οἱ χριστιανοί ἔχουμε μιά
κοινή πατρίδα, γιαυτό καί μποροῦμε νά λεγόμαστε «συμπολίτες». Ποιά εἶναι ἡ πατρίδα μας; Εἶναι ὁ Παράδεισος, εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ἐδέμ. Δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε σ αὐτόν τόν εὐλογημένο κῆπο τῆς Ἐδέμ, τόν Παράδεισο. Αλλά καταραμένη ἡ ὥρα, πού ἡ Εὔα καί ὁΑδάμ ἅπλωσαν τό χέρι καί ἔφαγαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί διωχθήκαμε ἀπό τόν Παράδεισο. Χάσαμε τόν Παράδεισο καί αὐτό τό θλιβερό γεγονός ἐνθυμούμαστε σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί. Καί θά μοῦ ἐπιτρέψετε, ἐπειδή ὁ λόγος τό καλεῖ, γιά τόν Παράδεισο νά σᾶς μιλήσω σήμερα. Θά πῶ δυό-τρεῖς ἁπλές σκέψεις καί θά τελειώσω σύντομα τον λόγο.
Αδελφοί, πρέπει νά λαχταρᾶμε τόν Παράδεισο! Ὅταν ὁΑδάμ καί ἡ Εὔα βγῆκαν ἀπό τόν Παράδεισο, ποῦ τούς ἔβαλε ὁ Θεός; Απέναντι τοῦ Παραδείσου! Γιατί ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου; Γιά νά βλέπουν τόν Παράδεισο καί νά τόν λαχταρᾶνε, ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ Αδάμ καί ἡ Εὔα θά ἔλεγαν: «Ποῦ ἤμασταν καί ποῦ ἤρθαμε! Τί εἴχαμε καί τί χάσαμε!». Απέναντι τοῦ Παραδείσου, γιά νά λαχταράει ὁ Αδάμ καί ἡ Εὔα τόν ποθητό Παράδεισο.Αχ, ξεχάσαμε ἐκείνη τήν ὡραία ευχή, πού ἔλεγαν οἱ παλαιοί, οἱ παπποῦδες μας, «Καλό Παράδεισο»! Ὅταν ἔπιαναν τά ποτήρια, ὅταν ἔπιναν κρασί, ὅταν ἔπιναν νερό, «Καλό Παράδεισο», ἔλεγε ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Χάσαμε τήν εὐχή αὐτή στον σύγχρονο αἰῶνα, τόν τάχα πολιτισμένο ἀλλά ἀπατεῶνα αἰῶνα. Αὐτή τήν ἐπιθυμία νά ἔχουμε, ἀδελφοί, νά ποθοῦμε τόν Παράδεισο, τήν πατρίδα μας· γιατί ἡ γῆ αὐτή, ἀδελφοί, θεολογικά, εἶναι μιά ἐξορία, δέν εἶναι ἡ πατρίδα μας. Γι αὐτό καί ἔχει ἀγκάθια, γι αὐτό καί κάνει κρύο τόν χειμώνα καί λιοπύρια τό καλοκαίρι. Νά λαχταρᾶμε τήν πατρίδα μας! Είμαστε πλασμένοι γιά τόν Παράδεισο· Καί ὅπως, ἀδελφοί, ἡ ἀνυπακοή, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἀκρασία μᾶς ἔδιωξαν ἀπό τόν Παράδεισο γιατί ὑπερηφανεύτηκε ὁΑδάμ καί ἡ Εὔα καί ἔφαγαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό ἔτσι τώρα θά μᾶς ξαναβάλει στόν Παράδεισο ἡ ὑπακοή καί ἡ νηστεία. Καί ἀπό αὔριο ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀρχίζει νηστεία. Καί γι αὐτό τήν σημερινή Κυριακή ἔθεσαν οἱ Πατέρες νά ἐνθυμούμεθα τήν ἐξορία ἀπό τόν Παράδεισο, γιατί ἡ παρακοή τῆς ἐντολῆς τῆς νηστείας μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν Παράδεισο. Ο Θεός εἶπε στους πρωτόπλαστους: «Μή φᾶτε ἀπ αὐτό τό δέντρο». Ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντολή νηστείας. Αλλά παραβήκαμε τήν νηστεία καί πάθαμε τήν μεγάλη ζημιά. Αλλά ἐλᾶτε μέ τήν νηστεία νά ξαναμπούμε στον Παράδεισο, νά ἀποκτήσουμε πάλι τήν ποθητή πατρίδα.
Αδελφοί, θέλω νά σᾶς πῶ μιά περίεργη ἰδέα: Χάσαμε τόν Παράδεισο, ἀλλά αὐτή τήν ὥρα εἴμαστε μέσα στόν Παράδεισο. Χαρεῖτε, χριστιανοί, γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ και τέβηκε κάτω στήν γῆ. Ποιός εἶναι ὁ Παράδεισος; Εἶναι ἡ ἁγία Του Ἐκκλησία! Καί αὐτή τήν ὥρα, χριστιανοί, εἴμαστε μέσα στόν Παράδεισο. Γιατί τόν Παράδεισο εἰκονίζει ὁ Ναός μέσα στόν ὁποῖο βρισκόμαστε τώρα. Καί ὅπως ἐκεῖνος ὁ Παράδεισος ἦταν φυτεμένος πρός Ανατολάς, ἔτσι κι ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι στραμμένη πρός Ανατολάς. Γιά θυμηθεῖτε, ὅταν γίνεται τό βάπτισμα στρεφόμαστε πρός Ανατολάς, ἐκεῖ πού βγαίνει ἡ ἥλιος, ἐκεῖ πού εἶναι ἡ χώρα τοῦ φωτός καί ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας καί τήν ἀγάπη μας στόν Θεό. Αὐτή ἡ στροφή πρός Ανατολάς γίνεται γιά νά δηλώσουμε ὅτι λαχταρᾶμε τόν Παράδεισο, τόν φυτεμένο κατά 'Ανατολάς. Μέσα στόν Παράδεισο εἴμαστε αὐτή τήν ὥρα, ἀδελφοί. Γιατί; Σε ἐκεῖνον τόν Παράδεισο ὑπῆρχαν δύο δέντρα ἀπό τό ἕνα δέντρο δέν ἔπρεπε νά φᾶμε, ἀλλά φάγαμε. Ἦταν τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Αλλά ὑπῆρχε κι ἕνα ἄλλο δέντρο, τό δέντρο τῆς ζωῆς· ἀπ αὐτό ἔπρεπε νά φᾶμε, ἀλλά δέν φάγαμε, γιατί διωχτήκαμε ἀπό τόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Χάσαμε τόν Παράδεισο, ἀλλά ξαναποκτήσαμε τον Παράδεισο· τούτη τήν ὥρα, λέγω, βρισκόμαστε στον Παράδεισο. Γιατί ἐδῶ, χριστιανοί μου, ὑπάρχει ἕνα δέντρο. Αὐτό τό δέντρο ἔχει γλυκό καρπό και πρέπει νά φᾶμε ἀπ αὐτό τόν καρπό γιά νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε, ὅπως πέθαναν οἱ προπάτορες, γιατί ἔφαγαν τήν ἀπαγορευμένη τροφή. Ποιό εἶναι αὐτό τό δέντρο; Ἐκεῖ μέσα-μέσα, ἐκεῖ μέσα-μέσα, πού εἶναι τό ἱερό καί ἅγιο Βῆμα, εἶναι ὁ Γολγοθᾶς· ὁ Γολγοθᾶς ὅπου σταυρώθηκε ὁ Χριστός μας. Ποιός εἶναι ὁ Γολγοθᾶς; Εἶναι ἡ ἁγία Τράπεζα. Καί πάνω στον Γολγοθᾶ στήθηκε ἕνα δέντρο, τοῦ Σταυροῦ τό δέντρο. Αὐτό τό δέντρο θά προβάλει ἡ Ἐκκλησία μας στο τέρμα τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καί ὅπως, ἀπό τά κλήματα κρέμονται οἱ καρποί, τα σταφύλια, ἔτσι ἀπ’ αὐτό τό κλῆμα, ἀπ' αὐτό τό δέντρο, κρέμεται ὁ καρπός, πού πρέπει νά φᾶμε. Ποιός εἶναι ὁ καρπός; Εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού σταυρώθηκε ἐπάνω στόν Σταυρό. Σε ἐκεῖνο τόν Παράδεισο, τόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ, δέν ἔφαγαν οἱ πρωτόπλαστοι ἀπό τό δέντρο τῆς ζωῆς, ἀλλά σέ τοῦτο τόν Παράδεισο, τήν Ἐκκλησία, ἐλᾶτε τώρα νά φᾶμε ἀπό τό δέντρο τοῦ Σταυροῦ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου μας, γιά νά μήν πεθάνουμε, ἀλλά νά ζήσουμε. Γι αὐτό κι ὁ ἱερέας, ὅταν μεταλαμβάνει λέγει: «Εἰς ἄφεσίν σου ἁμαρτιῶν». Σάν νά λέει: Ἔφαγες παλαιά ἀπό ἐκεῖνο τό δέντρο, τό δέντρο τό ἀπαγορευμένο, «Εἰς ἄφεσίν σου ἁμαρτιῶν» λοιπόν. Ἔλα νά φᾶς τώρα ἀπ αὐτό τό δέντρο «Εἰς ζωήν αἰώνιον καί ἀθάνατον».
Καί μιά ἄλλη ἰδέα θέλω νά πῶ, χριστιανοί. Ὅταν εἴμαστε εδώ στήν Ἐκκλησία, μέσα στόν Παράδεισο, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι γινόμαστε παράδεισος. Ὅταν εἴμαστε λέγω, στόν Παράδεισο Ἐκκλησία καί γευόμαστε ἐδῶ τόν Θεό καί κοινωνάμε τόἌχραντο Σῶμα καί τό Τίμιον Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὁ κάθε ἕνας μας, γινόμαστε παράδεισος. Ω χριστιανοί! Θέλω νά πῶ κάτι βαθύ τώρα: Ο κάθε ἕνας πρέπει να γίνει παράδεισος, γιά τόν ἄλλον. Γιατί σ αὐτή τήν κοινωνία – πάλι τό ξαναλέω – τήν τάχα πολιτισμένη κοινωνία, εἴμαστε ἡ κόλαση ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Γιατί κόλαση κάναμε τήν ζωή. Ἐλᾶτε 'δῶ στόν παράδεισο Ἐκκλησία να γίνουμε παράδεισος ὁ κάθε ἕνας, νά εἴμαστε ὄχι ἡ κόλαση, ἀλλά ὁ παράδεισος γιά τόν ἄλλον. Καί κοιτᾶτε, χριστιανοί μου, τά πρόσωπα τῶν ἁγίων: Παράδεισος ἔγιναν. Οἱ ἅγιοι πού ἔχουμε ἐδῶ – καί κάθε μέρα ἑορτάζουμε πολλούς ἁγίους – εἶναι τά δέντρα ἐκεῖνα πού φυτεύτηκαν σ αὐτόν τόν κῆπο, τήν Ἐκκλησία, καί ποτίστηκαν μέ ἐγκράτεια καί μέ δάκρυα καί καρποφόρησαν τίς ἀρετές. Οἱ ἅγιοί μας, ὅπως διαβάζουμε στα ἅγια συναξάρια, ἔζησαν, ὅπως ἔζησαν οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο, προτοῦ νά ἁμαρτήσουν. Καί ὅπως στον Παράδεισο δέν φοβόταν ὁ Αδάμ καί ἡ Εὔα ἄγρια θηρία δέν ὑπῆρχαν τότε ἄγρια θηρία – ἔτσι καί οἱ ἅγιοί μας δέν φοβοῦνται οὔτε τά θηρία ἀκόμη. Ἔτσι διαβάζουμε γιά τόν ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, πού εἶχε μιά ἀρκούδα καί ἔπαιζε μέ τήν ἀρκούδα, γιατί ἦταν παράδεισος ὁ ἴδιος· γιά τόν ἅγιο δέν ὑπάρχουν οὔτε ἄγρια θηρία. Ἐπαναλαμβάνω, ἀδελφοί, καί τελειώνω: Ἐλᾶτε ὅλοι στήν Ἐκκλησία· ὅλοι να γατζωθοῦμε ἀπ αὐτόν τόν βράχο τῶν
αἰώνων, τόν ἅγιο Γολγοθᾶ, πού κανένα σφυρί τοῦ διαβόλου δέν θά μπορεῖ ποτέ νά συντρίψει. Ἐλᾶτε στήν Ἐκκλησία, να πιαστοῦμε ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο, νά γίνουμε παράδεισος ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Καί τότε δέν θά θυμώνουμε, δέν θά ὀργιζόμαστε τότε θά καταπνίγουμε τά πάθη μας. Ἐλᾶτε νά κάνουμε τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Νά κάνουμε παράδεισο τήν γῆ, πού τήν κάναμε κόλαση μέ τα ἁμαρτήματά μας καί τά φρικτά μας πάθη. Μπρός, ἀδέλφια, πατέρες μου καί μητέρες μου, ἅγιες γιαγιές, μικρά παιδιά, μπρός, ἀδέλφια, ἀπό αὔριο νά μποῦμε στό
ἱερό στάδιο πού λέγεται μεγάλη Τεσσαρακοστή μέ νηστεία, μέ ἐγκράτεια, «ὅσο μπορεῖ ὁ κάθε ἕνας», μέ τόν σταυρό, μέ μετάνοιες, με προσευχή. Μπρός, ἀδέλφια, ἀπό κορυφή σε κορυφή, από βράχο σέ βράχο, μέχρι να φτάσουμε τήν Μεγάλη Παρασκευή, τοῦ Γολγοθᾶ τόν βράχο, νά ἑορτάσουμε τόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Κύριό μας.
Ω, ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν.