Έχω πει ότι η αγάπη είναι μία δράση, μία δραστηριότητα. Αυτό μας παραπέμπει στην τελευταία μείζονα λαθεμένη αντίληψη της αγάπης που θα χρειαστεί να εξετάσουμε. Η αγάπη δεν είναι αίσθημα. Πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι που έχουν ένα αίσθημα αγάπης, και που ενεργούν μάλιστα ανταποκρινόμενοι σ’ αυτό το αίσθημα, ενεργούν με όλους τους τρόπους μιας άστοργης και καταστροφικής συμπεριφοράς…
Από το άλλο μέρος, ένα άτομο που αγαπά αληθινά θα αναλάβει συχνά μια στοργική και εποικοδομητική δράση απέναντι σ’ ένα άτομο που συνειδητά αντιπαθεί, για το οποίο δεν αισθάνεται στην πραγματικότητα καμιά αγάπη τη στιγμή εκείνη˙ και ίσως μάλιστα βρίσκει το πρόσωπο κατά κάποιον τρόπο αποκρουστικό.
Η αγάπη είναι το συναίσθημα που συνοδεύει την εμπειρία της κάθεξης. Η κάθεξη, το ξαναθυμίζουμε, είναι μια διαδικασία με την οποία ένα αντικείμενο γίνεται σημαντικό για μας. Από τη στιγμή που το αντικείμενο έγινε κατοχή μας, συνήθως χαρακτηρίζεται ως «αντικείμενο αγάπης», επενδύεται με την ενέργειά μας σαν να ήταν ένα μέρος του εαυτού μας, και αυτή η σχέση μεταξύ του εαυτού μας και του επενδυμένου αντικειμένου λέγεται κάθεξη. Και εφόσον μπορεί να έχουμε ταυτόχρονα πολλές τέτοιες σχέσεις, μιλάμε τότε για καθέξεις μας. Η διαδικασία που τείνει στο να αποσύρουμε την ενέργειά μας από ένα αντικείμενο αγάπης, έτσι που αυτό να χάσει τη σημασία που είχε για μας είναι γνωστή ως αποκάθεξη. Η λαθεμένη αντίληψη ότι η αγάπη είναι ένα αίσθημα υπάρχει επειδή συγχέουμε την κάθεξη με την αγάπη. Αυτή η σύγχυση είναι δικαιολογημένη, μιας και οι διαδικασίες είναι ομότυπες. Ωστόσο υπάρχουν επίσης χτυπητές διαφορές. Πρώτα απ’ όλα, όπως έχει τονιστεί, είναι δυνατό να κατέχουμε ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, έμψυχο ή άψυχο, με πνεύμα ή χωρίς πνεύμα. Έτσι ένα άτομο μπορεί να επενδύει την ενέργειά του (να «κατέχει») στο χρηματιστήριο, ή σ’ ένα κόσμημα, και μπορεί να αισθάνεται αγάπη γι’ αυτά τα πράγματα. Δεύτερο, το γεγονός ότι «κατέχουμε» ένα άλλο ανθρώπινο ον δε σημαίνει ότι μας νοιάζει στο ελάχιστο η πνευματική ανάπτυξη αυτού του προσώπου. Το εξαρτώμενο άτομο, στην πραγματικότητα, φοβάται συνήθως την πνευματική ανάπτυξη ενός συζύγου, στον οποίο επένδυσε την ενέργειά του. Η μητέρα που επέμενε να οδηγεί τον έφηβο πια γιο της στο σχολείο και να τον φέρνει μετά πίσω, «κατείχε» σαφώς το παιδί της, που σήμαινε πολλά γι’ αυτήν – όχι όμως και η πνευματική του ανάπτυξη. Τρίτο, η ένταση των καθέξεών μας συχνότατα δεν έχει καμιά σχέση με την ορθοφροσύνη ή με οποιοδήποτε αυτοδέσμευση. Δύο άγνωστοι μπορεί να συναντηθούν σε ένα μπαρ και η αμοιβαία τους κάθεξη να είναι τέτοια που τίποτε – ούτε προγραμματισμένα προηγουμένως ραντεβού, ούτε δοσμένες υποσχέσεις ή η οικογενειακή σταθερότητα – δεν είναι πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή από την σεξουαλική τους ολοκλήρωση. Τέλος, οι καθέξεις μας μπορεί να είναι φευγαλέες και στιγμιαίες. Αμέσως μετά τη σεξουαλική ολοκλήρωση τους, τα δύο μέλη του παραπάνω ζεύγους ίσως βρουν πως το ταίρι τους δεν είναι καθόλου ελκυστικό, πως είναι ακόμα και ανεπιθύμητο. Η αποκάθεξη μπορεί να γίνει σχεδόν τόσο γρήγορα όσο και η κάθεξη.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ M. SCOTT – PECK «Ο ΔΡΟΜΟΣ Ο ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΤΑΞΙΔΕΜΕΝΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΚΕΔΡΟΣ», ΣΤ΄ ΕΚΔΟΣΗ