ΚΑΘΩΣ γύριζε μια μέρα στο κελλί του ο Όσιος Μακάριος, φορτωμένος φοινικόφυλλα για το εργόχειρό του, τον σταμάτησε ο διάβολος, έτοιμος να του επιτεθή, αλλά δεν μπορούσε. Μια ακατανίκητη δύναμι τον εμπόδιζε.
– Πολύ μ’ έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τί περισσότερο από μένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ’ εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη από ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.
– Ποιό είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.
– Η ταπεινοφροσύνη, ωμολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος κι εξαφανίστηκε.
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Ἀββᾶς Ἀντώνιος
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ μας προέρχεται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Γιατὶ ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό μας, κερδίζουμε τὸν Θεό· ἂν ὅμως τὸν σκανδαλίσουμε, ἁμαρτάνουμε στὸν Χριστό.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΤΕ τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο γέροντες καὶ μαζί τους ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ. Ὁ γέροντας θέλησε νὰ τοὺς δοκιμάσει καὶ διαλέγοντας ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τοὺς ρωτοῦσε τί σημαίνει, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς μικρότερους. Καὶ ἕνας ἕνας ἔλεγε ὅπως μποροῦσε τὴ γνώμη του. Ὅταν τελείωναν ὁ γέροντας ἔλεγε σὲ ὅλους
– Δὲν τὸ κατάλαβες ἀκόμα.
Τέλος ρώτησε καὶ τὸν ἀββᾶ Ἰωσὴφ
– Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει αὐτὸ τὸ ρητό;
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε
– Δὲν ξέρω
Τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶπε
– Πάντως ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο ἐπειδὴ εἶπε “δὲν ξέρω
ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ κάποτε από πολύ μακριά τρεις Ερημίτες να βρουν τον Όσιο Σισώη και να συνομιλήσουν μαζί του. Καθένας είχε κάποια απορία να του λύση:
– Πώς θα ξεφύγω, Αββά, τον πύρινο ποταμό; ρώτησε ο πρώτος.
Ο Γέροντας τον άκουσε, αλλά δεν του έδωσε απόκρισι.
– Πώς θα γλιτώσω τάχα από το βρυγμό των οδόντων και τον ακοίμητο σκώληκα; έκανε ο δεύτερος.
Ούτε σ’ αυτόν απάντησε ο Αββάς Σισώης.
– Τί να κάνω, Αββά που η ενθύμησις του εξωτέρου σκότους δεν μ’ αφήνει στιγμή ήσυχο; Είπε ο τρίτος.
– Εγώ αδελφοί μου, είπε τότε ο Όσιος τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συλλογίζομαι. Ελπίζω μόνο πως η ευσπλαχνία του Κυρίου μου, θα με σώση.
Στενοχωρημένοι οι Ερημίτες, που έμειναν άλυτες οι απορίες τους, σηκώθηκαν να φύγουν. Τότε ο άγιος Γέροντας τους είπε:
– Είσθε πραγματικά ευτυχισμένοι αδελφοί, και ομολογουμένως σας ζηλεύω, γιατί με τις σκέψεις που κάνετε είναι αδύνατο να παρασυρθήτε στην αμαρτία. Αλλοίμονο από μένα το σκληρόκαρδο, που ούτε βάζω στο νου μου πως υπάρχει κόλασις για τους ανθρώπους και αμέριμνος αμαρτάνω κάθε στιγμή.
Θαυμάζοντας την ταπεινοσύνη του Οσίου οι Ερημίτες, του έβαλαν μετάνοια κι έλεγαν μεταξύ τους:
– Ότι ακούσαμε γι’ αυτόν, τα είδαμε και στην πραγματικότητα
Ένας αρχάριος μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη, πως επιθυμούσε μεν να διατηρεί καθαρή την καρδιά του, αλλά δεν το κατόρθωνε πάντοτε. -Όσο αφήνουμε, παιδί μου, ανοιχτή την πόρτα με την γλώσσα μας, δεν καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο να κρατήσουμε καθαρή την καρδιά μας;, του είπε ο σοφός Αββάς.