Η Φωτογραφία της ημέρας (Βαθύ Σάμου)
Τι είναι το κόλλυβο;
Πως προέκυψε στην παράδοση της εκκλησίας μας;
Υπάρχει μια περιεκτικότατη σε νόημα και περιεχόμενο απάντηση που καλύπτει την παραπάνω ερώτηση, ενώ μας λύνει και άλλες παρόμοιες απορίες. Είναι του Αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου παρμένη από μία διμηνιαία έκδοση του συλλόγου: «ΦΙΛΟΙ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ.
Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι.
Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεο-υπόστατο Σώμα Του με’ το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει».
Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α’ επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο πού εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με’ το σπυρί του σιταριού.
Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή ή Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά πού προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά πού προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε.
Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος πού έκανε ό Άγιος Θεόδωρος ό Τηρών, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς.
Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με’ το βράσιμο ή διάλυση και ή φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.
Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με’ τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με’ το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό.
Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ό όποιος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα όποια έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα όποια συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με’ φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με’ υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα.
Γι αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι ή Ανάσταση των νεκρών είναι έργο πού ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.
Ποιές ήταν οι πρώτες εικόνες της Παναγίας; Ποιός τις έφτιαξε;
Οι πρώτες του εικόνες είχαν ως θέμα την Υπεραγία Θεοτόκο Κάποια μέρα ένοιωσε την επιθυμία να ζωγραφίσει την Παναγία και γι’ αυτό και της το ζήτησε και «πήρε την ευλογία της». Τότε άγγελος Κυρίου, του έδωσε τρία ξύλα και πάνω σε αυτά έφτιαξε τις τρεις πρώτες εικόνες. Όταν τελείωσε την πρώτη εικόνα την οποία έκανε με χρώματα επάνω στο ένα από τα τρία ξύλα που πήρε από τον άγγελο, πήγε να την δείξει στην Παναγία για να ακούσει την αποψή της. Εκείνη (η Παναγία), είδε την εικόνα και του είπε ότι ήταν πολύ καλή, όμως είχε ένα έλλειμμα πολύ σημαντικό. Εικονιζόταν μόνη της, δεν είχε ζωγραφίσει ο Λουκάς τον Ιησού Χριστό, βρέφος.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε και δεύτερη εικόνα, την οποία έκανε με κερί και μαστίχα στο ένα από τα δύο ξύλα που έμειναν από αυτά που του έδωσε ο άγγελος, πήγε πάλι να την δείξει στην Παναγία.
Στο τελευταίο ξύλο που είχε μείνει, ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε με χρυσό και ασήμι, την τρίτη εικόνα, και την πήγε και αυτή στην ΠαναγίαΤότε η πανάμωμος Παρθένος ευλόγησε και τις τρεις εικόνες κι είπε:
«Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι’ εμού μετ’ αυτών».
Δηλαδή, η χάρη του υιού μου να είναι πάντα και με τις τρεις εικόνες.Αυτές τις τρείς εικόνες της Παναγίας έφτιαξε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που έχουν Πατριαρχική αναγνώριση, παρ’ όλο που υπάρχουν πολλές που αποδίδονται σ’ αυτόν και φτάνουν σε διάφορους αριθμούς (70, 80, 150 …)Η μία από τις τρεις εικόνες της Παναγίας που χάραξε πάνω σε ξύλο ο Ευαγγελιστής Λουκάς και διασώζονται, είναι η Παναγία Σουμελά. Από τις άλλες δύο, η μία βρίσκεται στη Μονή Κύκκου της Κύπρου και η άλλη στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου.
«Υπάρχει δέκα οκτώ μίλια μακρυά από τα Ιεροσόλυμα μια πόλη που παλαιότερα ονομαζόταν Λύδδα, και τώρα Διόσπολη. Σε αυτήν την πόλη οι πρώτοι των θείων Αποστόλων Πέτρος και Ιωάννης, όταν ακόμη η Παναγία μας ευρίσκετο στην παρούσα ζωή, έκτισαν οι ίδιοι εκκλησία στο όνομά της.
Έπειτα πήγαν στην Θεοτόκο και της είπαν:«Δέσποινα Παρθένε, σε παρακαλούμε οι δούλοι σου, να εκπληρώσης μία παράκλησή μας. Στην Λύδδα κτίσαμε Εκκλησία στο όνομά σου. Σε παρακαλούμε να κάνης τον κόπο και να έλθης να την ευλογήσης, διότι θέλουμε να την εγκαινιάσουμε».
Η Θεοτόκος τους απάντησε: «Πηγαίνετε και θα με βρήτε εκεί».
Πήγαν λοιπόν οι Απόστολοι στον Ναό, και ω του θαύματος! είδαν την Παναγία ζωγραφισμένη στην δεξιά μαρμάρινη στήλη της Εκκλησίας.
Μετά από αυτά πήγε και η Παναγία σωματικώς και μόλις είδε το ομοίωμά της στον κίονα, ευχαρίστησε τον Υιό της, που της χάρισε την δύναμη αυτή.
Το ομοίωμα αυτό φυλάχθηκε μέχρι της βασιλείας του Ιουλιανού του Παραβάτου, ο οποίος, όταν έμαθε ότι έκανε πολλά θαύματα, σαν ειδωλολάτρης που ήταν φθόνησε και έστειλε Εβραίους τεχνίτες να την αφαιρέσουν από τον κίονα. Πήγαν λοιπόν εκείνοι, αλλά όσο έξυναν το μάρμαρο, τόσο πιο πολύ φαινόταν λαμπρότερο το πρόσωπο της Θεοτόκου. Τέλος, αφού είδαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, το άφησαν στον τόπο του».