Ρόδος
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Πόσο συχνὰ ἔχουμε ἀκούσει τὴν σημερινὴ παραβολὴ γιὰ κείνους ποὺ κλήθηκαν στὴ Γαμήλια Γιορτὴ τοῦ Βασιλιᾶ, καὶ ἀρνήθηκαν νὰ πᾶνε. Ὁ ἕνας εἶχε ἀποκτήσει ἕνα κομμάτι γῆς· νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε· στὴν πραγματικότητα ἦταν τόσο δεμένος ποὺ δὲν μποροῦσε ν’ ἀποδεσμευτεῖ ἀπ’ αὐτὴν· ἦταν φυλακισμένος σ’ αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε. Καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ ὅ,τι νομίζουμε ὅτι κατέχουμε· μᾶς ἀρκεῖ νὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας τὸ πιὸ ἀσήμαντο πράγμα – καὶ αὐτὸ τὸ χέρι γίνεται ξένο πρὸς ἐμᾶς· δὲν μποροῦμε πλέον νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ μπράτσο μας, ὅλο τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατέχουμε ἤ φανταζόμαστε ὅτι κατέχουμε: εἴμαστε δέσμιοί του
Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀρνήθηκαν νὰ ἔλθουν ἐπειδὴ εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια: ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε νὰ τελειώσουν μιὰ ἐργασία, εἶχαν ὅπως νόμιζαν μιὰν ἀποστολὴ στὴ ζωή τους, γιὰ τοῦτο τὸν λόγο δὲν εἶχαν χρόνο γιὰ ὁτιδήποτε πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἀποτελοῦσε τὴν προσωπική τους μέριμνα.
Καὶ ὁ τελευταῖος ποὺ κλήθηκε ἀρνήθηκε νὰ πάει ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴ χαρὰ του, ἔχοντας παντρευτεῖ, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν γάμο κάποιου ἄλλου; Ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὴν δικὴ του χαρὰ – πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμμετέχει στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου;
Κι ἔτσι ὅλοι τους ἀρνήθηκαν τὸ κάλεσμα.
Τοὺτη ἡ παραβολὴ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα; Ὁ καθένας μας κατέχει κάτι ποὺ θεωρεῖ τόσο σημαντικὸ ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ γυρίσει τὴν πλάτη του στὸν Θεὸ – ναὶ, στὸν Θεὸ: δὲν ὐπάρχει χρόνος γιὰ προσευχή, γιὰ λατρεία. Τὴν ἴδια ὥρα ἀπορρίπτουμε ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ μᾶς χρειάζονται, ἐπειδὴ εἴμαστε ἀπασχολημένοι μὲ τὶς δουλειὲς μας;
Καὶ πόσο συχνὰ συμβαινει νὰ εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἤ λύπη – ἀλλὰ ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς, τὰ ἔχουμε κλείσει στην καρδιά μας, δὲν ἔχουμε χρόνο γιὰ τὴν λύπη ἥ τὴν χαρὰ κάποιου ἄλλου.
Ἀλλὰ τότε, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε; Κάθε Κυριακὴ στὴν Θεία Λειτουργία ἀκοῦμε, «πᾶσαν τὴν βιοτικὴ ἀποθώμεθα μέριμναν»· σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν γῆ ὅπου ζοῦμε, τὶς μέριμνές μας, τὶς χαρές καὶ τὶς λύπες ποὺ ἔρχονται στὸν δρόμο μας; Ὄχι!
Ἀλλὰ ὑπάρχει ἴσως μία ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα στὶς γραμμὲς ποὺ προηγοῦνται τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ποὺ μᾶς λέει: Ἀναστηθήκατε μὲ τὸν Χριστό; Βρίσκεστε ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται; Εἶναι ἡ ζωή σας κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό; Τὶ σημαίνει πραγματικὰ αὐτὸ γιὰ μᾶς; Σημαίνει ὅτι ἄν εἴμαστε νεκροὶ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στὸ κάθε τι ποὺ καταστρέφει τὴν ἀγάπη, τὴν συμπόνοια, στὸ κάθε τι ποὺ ἔχει σὰν κέντρο του τὸν ἐγωισμό, ποὺ εἶναι ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ κανέναν παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας – ἐὰν εἴμαστε νεκροὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ, καὶ ἔχουμε ἀποδεχτεῖ τὴν ζωὴ μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι νὰ ζήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν Χριστὸ, νὰ ζήσουμε γιὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται γύρω μας – τότε ἔχουμε ἀναστηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ἡ ζωή μας εἶναι πραγματικὰ κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό, βρίσκεται στὰ ἴδια τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης! Καὶ τότε μποροῦμε νὰ γυρίσουμε πρὸς τὴν γῆ· τότε, ἀντὶ νὰ κατέχουμε μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε, ἀντὶ νὰ ὑπερισχύουμε μποροῦμε νὰ προσπαθοῦμε νὰ γίνει ἡ δική μας γῆ ἐλεύθερη, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἀπὸ μιὰ πράξη εὐλάβειας, νὰ γίνει γῆ τοῦ Θεοῦ, νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρποὺς, ὄχι σὰν νὰ βιάζεται ἀπὸ μᾶς, σὰν νὰ ἀνήκει σὲ μᾶς μὲ τὴ βία, ἀλλὰ προσφέροντάς μας τοὺς καρπούς της μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτήριας καὶ ἀνταποδοτικῆς ἀγάπης. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὰ ἔργα μας· καλούμαστε νὰ διακονήσουμε, καλούμαστε νὰ φτιάξουμε μιὰ ζωὴ ποὺ νὰ εἶναι γιὰ ὅλους πράξη ἐνδιαφέροντος, ἀγάπης, φροντίδας – τότε, ὅ,τι κάνουμε γίνεται ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀποκτάει νόημα καὶ δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ.
Κι ἄν ἡ χαρὰ ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· ἄν ἡ θλίψη ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσουμε στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει ἕνα μέσα στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας!
Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτό! Ἄς παραμερίσουμε ὅλες τὶς μέριμνες τούτης τῆς ζωῆς, ποὺ πάει νὰ πεῖ νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ ὄχι φυλακισμένοι: Ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Καὶ τότε ἡ γῆ καὶ ὁ μόχθος μας καὶ οἱ χαρές καὶ οἱ θλίψεις μας θὰ γίνουν κομμάτι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τότε πραγματικά, ἡ ζωή μας θὰ βρίσκεται κρυμμένη μὲ τὸν Χριστό στὸν Θεό, ἀλλὰ ἕναν Θεὸ ποὺ διάλεξε ν’ ἀγαπήσει τόσο τὸν κόσμο ὥστε νὰ ἐνδυθεῖ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ φέρει στοὺς ὤμους Του τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα, τὴν κτιστότητα, τὴν ζωὴ σ’ ἕναν ἁμαρτωλὸ κόσμο, τὶς συνέπειες τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ ἀκόμα τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αὐτὸ ποὺ σκοτώνει. Καὶ ἀφοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτηριολογικὴ καὶ λυτρωτική, τὰ ἀποδέχτηκε ὅλα, ἀναστήθηκε, καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια ζωή, τὴ ζωὴ τῆς ἀνάστασης ἑνώνοντας τὴ ζωή του μὲ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα » (Λουκ. 14,17)
Ο ΚΥΡΙΟΣΑκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ δείπνου; «Ἄνθρωπός τις», λέει ὁ Κύριος, «ἐποίησε δεῖπνον μέγα». Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὶς φροντίδες του; Αἴθουσα, τραπέζια, φαγητά, ποτά, μουσική… Κι ὅταν πλέον ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ὁ εὐγενὴς οἰκοδεσπότης διέταξε τὸ δοῦλο του ν᾿ ἀρχίσῃ τὶς προσκλήσεις. Τοῦ δίνει τὸν πρῶτο κατάλογο. Ὁ δοῦλος τρέχει καὶ διανέμει σὲ ἕναν – ἕνα ἀτομικὲς προσκλήσεις
Ἀλλὰ περίεργο· κανείς δὲν προθυμοποιεῖται νὰ ἔρθῃ! Οἱ καλεσμένοι ἔχουν ἄλλες φροντίδες. Ὁ ἕνας κρατάει συμβόλαιο ἑνὸς κτήματος, ὁ δεύτερος σέρνει δέκα βόδια ποὺ θέλει νὰ τὰ δοκιμάσῃ, ὁ τρίτος μόλις στεφανώθηκε καὶ δὲν ἀφήνει τὴ γυναίκα του οὔτε λεπτό. Ἀπ᾽ τὸ στόμα καὶ τῶν τριῶν ἀκούγεται ἡ ἴδια ἀπάντησι· «Ἔχε με παρῃτημένον» (Λουκ. 14,18,19).
Μετὰ τὴν ἄρνησι αὐτῶν ὁ δοῦλος παίρνει ἄλλη διαταγή, ποὺ συμπεριλαμβάνει κόσμο ὁλόκληρο. Ἔρχεται σὲ πλατεῖες δρόμους καὶ φράχτες καὶ φωνάζει· «Ἐλᾶτε. Ὅλα εἶνε ἕτοιμα. Ὁ κύριός μου σᾶς καλεῖ».
Καὶ νά, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τοὺς βλέπετε; Εἶνε ῥακένδυτοι, φτωχοὶ καὶ ἀνάπηροι, κουτσοὶ καὶ τυφλοί. Μὰ ἡ θύρα δὲν κλείνει, ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος στὴν αἴθουσα. Καὶ ἡ πρόσκλησι συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ φτάνει μέχρι τὶς μέρες μας.
Αὐτὸς ποὺ «ἐποίησε δεῖπνον μέγα», ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Θεός. Δὲν θέλει νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπ᾽ τὴ χαρά – αὐτὴν συμβολίζει τὸ δεῖπνο. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὔτε ἕνα πλάσμα του νὰ ζῇ καὶ νὰ πεθάνῃ μέσα στὸ σκοτάδι, στὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι. Εἶνε «ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν» (Β΄ Κορ. 1,3). Ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος…» (Ψαλμ. 102,8). Οἱ οὐρανοὶ φλέγονται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἁγία Τριὰς ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία μας, καταρτίζει τὰ σοφὰ σχέδιά της, κινητοποιεῖ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπ᾽ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ σατανᾶ «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (῾Ρωμ. 8,21). Κλῆσις ὑψίστη! Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ.
Πῶς καλεῖ; Τὰ μέσα τῆς κλήσεως στὴ σωτηρία καὶ μακαριότητα εἶνε ἄπειρα καὶ ποικίλα. Μελετώντας βίους ἁγίων μένεις κατάπληκτος.
Ἂς ὑπενθυμίσουμε τὴν κλῆσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τί ἦταν ὁ Παῦλος εἶνε γνωστό· ἀμείλικτος διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἦταν παρὼν στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ φρύαττε. Καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου τοὺς εὕρισκε. Ὡρμοῦσε σὲ αὐλὲς καὶ σπίτια, ἅρπαζε ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ δεμένους τοὺς ἔσερνε στὶς φυλακές. Μέρα – νύχτα πάσχιζε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὄχι μόνο στὰ Ἰεροσόλυμα ἀλλὰ κι ἀλλοῦ μακριά. Διψοῦσε αἷμα χριστιανικό. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ θὰ ἀγάλλονταν καὶ χαϊδεύοντας τὶς γενειάδες τους θὰ ἔλεγαν· Δέκα νὰ εἴχαμε σὰν τὸ Σαῦλο… Μὰ ἡ χαρά τους δὲν ἐπρόκειτο νὰ διαρκέσῃ πολύ. Ὁ Παῦλος δὲν θὰ πέθαινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸν ἦταν ἀσύλληπτο. Καὶ μιὰ μέρα, ἐνῷ πήγαινε μὲ συνοδεία στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ, πάνω στὸ δημόσιο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόλι, εἶδε ἀστραπὴ κι ἄκουσε φωνή· –«Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν». –«Τίς εἶ, Κύριε;», ρωτάει περίτρομος ὁ Παῦλος. –«Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις», ἦταν ἡ ἀπάντησι (Πράξ. 22,7-8· βλ. καὶ 26,14-15· 9,4-5). Τί δραματικὴ σκηνή! Ἂν ἔχῃς, ἀγαπητέ, Καινὴ Διαθήκη, ἄνοιξε ἀπόψε καὶ διάβασε μόνος σου τὰ κεφάλαια 9 22 καὶ 26 τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.
Ἡ κλῆσις τοῦ Παύλου στὸν Χριστιανισμὸ εἶνε βέβαια κάτι ξεχωριστό, εἶνε μία ἄμεση καὶ ἀπ᾿ εὐθείας κλῆσι· διαλαλεῖ πάντως, ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς δρόμους τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἡ ὥρα αὐτὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν ἡ σπουδαιότερη τῆς ζωῆς του. Χαράχτηκε μέσα του· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ ἐπιστολῶν του γράφει· «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ. 1,1. ῾Ρωμ. 1,1).