“Το Ρολόι του Χρόνου”
Κάποτε, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε ένας ωρολογοποιός, ο Νικόλας, γνωστός για την τέχνη και την ακρίβειά του.
Ο Νικόλας είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του φτιάχνοντας ρολόγια.
Τα ρολόγια του δεν ήταν απλά μηχανισμοί.
Ήταν μικρά έργα τέχνης που μετρούσαν τον παλμό του χρόνου.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ένας νέος άνδρας μπήκε στο μαγαζί του.
“Θέλω ένα ρολόι,” είπε. “Όχι ένα συνηθισμένο. Θέλω ένα που να μου θυμίζει πώς να ζήσω τη ζωή μου.”
Ο Νικόλας χαμογέλασε και έφτιαξε για τον άνδρα ένα μοναδικό ρολόι.
Στο καντράν του, αντί για αριθμούς, χάραξε λέξεις:
Στις 12, η λέξη “Αρχή.”
Στις 3, η λέξη “Ευγνωμοσύνη.”
Στις 6, η λέξη “Συγχώρεση.”
Στις 9, η λέξη “Αγκαλιά.”
Όταν ο άνδρας τον ρώτησε γιατί το έκανε έτσι, ο Νικόλας απάντησε:
“Το ρολόι αυτό θα σου θυμίζει πως κάθε μέρα μπορεί να είναι μια νέα αρχή. Ότι η ευγνωμοσύνη σου δίνει δύναμη να προχωράς. Ότι η συγχώρεση είναι για την ψυχή σου, όχι για τους άλλους. Και ότι καμία στιγμή δεν είναι ολοκληρωμένη χωρίς μια αγκαλιά – πραγματική ή μεταφορική.”
Ο άνδρας έφυγε, κρατώντας το ρολόι του σαν θησαυρό. Κάθε φορά που το κοίταζε, του θύμιζε πως ο χρόνος δεν είναι εχθρός αλλά δώρο.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο άνδρας έλεγε πως εκείνο το ρολόι δεν μετρούσε λεπτά και ώρες, αλλά στιγμές που άξιζε να ζήσει.
To ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αυτής ;
Ο χρόνος δεν είναι κάτι που ξοδεύουμε· είναι κάτι που γεμίζουμε με νόημα.
Φτιάξε τη ζωή σου σαν το δικό σου μοναδικό ρολόι: γέμισέ τη με αρχές, ευγνωμοσύνη, συγχώρεση, και αγάπη.
🌻
https://invite.viber.com/?g2=AQBGg%2F3uqI9oqUw2thChrAzBEquQ8wFpgVTxQwlw5%2FinqGps%2F%2BdzrswuvuYyL5pf
Ένα άτομο που έφυγε, ένα άτομο που ήρθε,
μία φιλία που κέρδισες,
μία φιλία που έχασες,
ένας στόχος που πέτυχες ή ένας στόχος που βάζεις ,
κάτι που άλλαξες πάνω σου ,
κάτι που άλλαξες μέσα σου ,
πράγματα που συνειδητοποίησες ,
πράγματα που έμαθες,
νέα όνειρα ,
περισσότερα όνειρα και τελικά
κοιτάς πίσω σου και λες πόσα αλλάζουν σε ένα χρόνο…..!!!
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάπουρνα τῆς Δημητριάδος (Νομὸς Μαγνησίας). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ὀνομάζονταν Αὐγερινὸς καὶ Κυράτζα.
Ὁ Γεδεών, κατὰ κόσμον Νικόλαος, δώδεκα χρονῶν μὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερμὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βελεστῖνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸν θεῖο του. Τὸν ἅρπαξε ὅμως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάμισε μὲ τὸ ὄνομα Ἰμπραήμ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραμίδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόμους πῆγε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ ἐξωκλήσι του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πάλι ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ στὴ Μονὴ Καρακάλου, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεδεών.
Στὴν Μονὴ αὐτὴ ἔμεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅμως τοῦ μαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου μέσα στὴν ἀγορὰ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγυϊά, ὅπου συνελήφθη. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόμπευσαν στοὺς δρόμους τοῦ Τιρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια.
Ἐκεῖ, μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὶς 30 Δεκεμβρίου 1818. Ἡ τίμια κάρα τοῦ μάρτυρα, ἀποθησαυρίστηκε στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.