875
Κυριακή Ε΄ Λουκά (Λουκα 16, 19-31)
«Πάτερ Ἀβραάμ… (Λουκ. 16, 24,27,30)
Κάποιος, ἀγαπητοί μου, κινδυνεύει. Βοήθεια! φωνάζει· δὲν τὸν ἀκοῦτε; Μὰ οὔτε ἐγὼ οὔτε σεῖς ἐὰν τρέξουμε δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ τοῦ προσφέρουμε κάτι. Ὄχι ἐμεῖς, ἀλ λὰ κι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἂν τρέξουν, δὲνθὰ μπορέσουν νὰ τὸν βοηθήσουν. Φωνάζει κ᾽ ἡ φωνή του ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά, ἀπ᾽ τὸν ᾅδῃ. Τὴν ἀγωνιώδη κραυ γή του μεταφέρει ὁ «ἀσύρματος», δηλαδὴτὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε.
Αὐτὸς ποὺ κινδυνεύει εἶνε ὁ πλούσιος, τὸν ὁποῖο ζωγραφίζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴ σημερινή του παραβολή. Παλεύει μὲ τὰ ἄγρια κύματα. Εἶνε στὴν καρδιὰ τῆς κολάσεως. Μὰ γιατί; τί κακὸ ἔκανε; σκότω σε, μοίχευσε, πόρνευσε; Οὔτε σκότωσε, οὔ τε μοίχευσε, οὔτε πόρνευσε. Τότε γιατί τιμω ρεῖ ται; Διότι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ χειρότερο ἀπὸ ἄλλα ἁμαρτήματα –αὐτὸ θέλει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο νὰ στιγματίσῃ–εἶνε ἡ ἀσπλαχνία. Ἦ ταν ἄσπλαχνος. Δὲν ἔκανε ποτέ στὴ ζωή του ἔλεος. Γι᾿ αὐτὸ τώρα βρίσκεται στὴν κόλασι.
«Πάτερ…», φωνάζει(Λουκ. 16,24,27,30). Ποιόν λέει ἔτσι; Τὸν Ἀβραάμ. –Πάτερ, «ἐλέησόν με», λέει, βοήθησέ με· στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξῃ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του μὲ νερὸ καὶ νὰ μὲ δροσίσῃ, γιατὶ φλέγομαι. Καὶ τί τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ· –Ἐσὺ ἐδῶ στὸν κόσμο ἀπήλαυσες ὅλα τ᾽ ἀγαθά, ἐνῷ ὁ Λάζαρος δοκίμασε ὅλα τὰ κακά. Ἔπειτα, δὲν ὑπάρχει γέφυρα νὰ ἑνώσῃ κόλασι καὶ παράδεισο, «χάσμα μέγα»χωρίζει τοὺς δυὸ κόσμους. –Σὲ παρακαλῶ τοὐλάχιστον, πάτερ, στεῖλε τὸ Λάζαρό σου στὸ πατρικό μου σπίτι, νὰ εἰδοποιήσῃ τὰ πέντε ἀδέρφια μου ὅτι ὑποφέρω, νὰ λάβουν τὰ μέτρα τους γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ «εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου». –Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ· ἂς τοὺς ἀκούσουν.
―Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, λέει, ἀλλ᾽ ἐὰν κάποιος ἀπ᾽ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθῇ, τότε θὰ μετανοιώσουν. Κι ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾷ· –«Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»(Λουκ. 16,26-31).
Ἀπ᾽ ὅλη τὴν παραβολή, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ προσέξουμε τὸ ἑξῆς. Κατ᾿ ἐπανάληψιν, ὄχι μία ἀλλὰ τρεῖς φορές, καλεῖ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν λέει «πατέρα». Ἀλλὰ ὁ Ἀβραὰμ φαίνεται νὰ κλείνῃ τὰ αὐτιά του. Γιατί ἆραγε; Τὸν λέει «πατέρα». Καὶ ἦταν πρά γματι, ὄχι ἁπλῶς πατέρας ἀλλὰ πατριάρχης ὁ Ἀβραάμ· ἦταν ἡ ῥίζα, ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ὅλο τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Ἐν τούτοις δείχνει δυσαρεστημένος μὲ τὸν πρώην πλούσιο. Γιατί;Ὅπως ἕνας πατέρας ποὺ ἔχει παιδιὰ ἄσωτα, τὰ ὁποῖα τὸν ἐκθέτουν στὴν κοινωνία, δὲν θέλει νὰ τὸν λένε πατέρα τους, γιατὶ ἡ διαγωγή τους ἀμαυρώνει τὸ ὄ νομά του, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ πατριάρχης στενοχωριέται ποὺ ὁ πλούσιος τὸν λέει πατέρα.
Ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔζησε ὅπως ὁ ἄ σπλαχνος αὐτός· ἔζησε πολὺ διαφορετικά. Ὁ Ἀβραὰμ διακρινόνταν κατ᾿ ἐξοχὴν ὄχι μόνο γιὰ τὴ μεγάλη του πίστι στὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν παροιμιώδη φιλοξενία του· ἐξ οὗ καὶ ἀκοῦμε νὰ λένε γιὰ «ἀβραμιαία» φιλοξενία. Ἦταν ὑπόδειγμα. Σὲ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ξενοδοχεῖα κι ὁ ξένος κοιμόταν ἔξω στὰ χωράφια ἢ μέσα στὶς σπηλιές, σὲ τόσο ἄσπλαχνη κοινωνία, ὁ Ἀβραὰμ ἔδειξε μιὰ ἀγάπη ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ μέτρα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἔκανε τὸ σπίτι του ξενοδοχεῖο, χάνι. Τέτοια διάθεσι εἶχε νὰ φιλοξενῇ, ὥστε ὅπως ὁ κυνηγὸς κυνηγᾷ τὰ θηράματα, ἔτσι αὐτός, κυνηγὸς τῆς ἀγάπης, ἔβγαινε στὰ σταυροδρόμια, νὰ μαζέψῃ τὴ νύχτα κάθε ξένο, ἀδιαφορώντας τίνος καταγωγῆς καὶ ἐθνικότητος ἦταν αὐτός. Τοὺς μάζευε ὅλους καὶ τοὺς περιποιόταν μὲ ἀγάπη. Μιὰ μέρα μάλιστα, λέει ἡ Γραφή (βλ. Γέν. κεφ. 18), φιλοξένησε στὴ σκηνή του τρεῖς νέους ποὺ τὸ πρόσωπό τους ἔλαμπε. Οἱ τρεῖς αὐτοὶ δὲν ἦταν ἄνθρωποι· ἦταν ἄγγελοι, ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ, γιὰ ν᾽ ἀναγγείλουν στὸν Ἀβραὰμ ἕνα εὐχάριστο κ᾽ ἕνα δυσάρεστο· ὅτι ἡ γριὰ σύζυγός του, ἡ Σάρρα, θὰ γεννήσῃ υἱό, κι ὅτι στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, τὶς ἁμαρτωλὲς πόλεις, θὰ βρέξῃ φωτιὰ καὶ θειάφι νὰ τὶς κατακαύσῃ· ὅπως καὶ ἔγινε.
Σπλαχνικός, ἐλεήμων καὶ φιλόξενος ὁ Ἀβραάμ. Ποιά σχέσι ἔ χει μ᾽ αὐτὸν ὁ ἄσπλαχνος καὶ ἀφιλόξενος πλούσιος, ποὺ ποτέ δὲν ἄνοιξε τὸ σπίτι του στὸ φτωχὸ καὶ σακάτη Λάζαρο, μὴν τοῦ λερώσῃ τὰ χαλιὰ καὶ τὰ μάρμαρα; Τὸν εἶχε ἀπ᾿ ἔξω, νὰ τὸν καίῃ ὁ ἥλιος, νὰ τὸν παγώνῃ τὸ χιόνι. Κ᾽ ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος ἔκανε ὑπομονὴ ἰώβειο σ᾽ ὅλη αὐτὴ τὴ δοκιμα σία, καὶ ζοῦσε σὰν τὸ σπουργίτη περιμένοντας πότε θ᾽ ἀνοίξουν τὰ παράθυρα τοῦ μεγάρου νὰ τινάξουν τὰ τραπεζομάντηλα, γιὰ νὰ μαζέψῃ τὰ ψίχουλα μὲ σαλιωμένο δάχτυλο. Καμμιά σχέσι μεταξύ τους. Γι᾿ αὐτὸ ἡ λέξι «πάτερ»δὲ συγκινεῖ τὸν Ἀβραάμ. Σὰ νὰ τοῦ λέῃ· Ἂν μὲ λὲς πατέρα, ποῦ εἶνε ἡ ὁμοιότης σου μ᾽ ἐμένα;
Στηλιτεύουμε τὴ διαγωγὴ τοῦ πλουσίου, ἀγαπητοί μου,καὶ λέμε ὅτι δικαίως ὁ Ἀβραὰμ ἔκλεισε τ᾽ αὐτιὰ στὴ φωνή του; Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ δὲν ἁρμόζουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς; Γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε· ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία κι ὅπως ἐκεῖνος ὠνόμαζε πατέρα τὸν Ἀβραὰμ καὶ σὰν Ἰουδαῖος καυχόταν πὼς τὸν ἔχει πατέρα(πρβλ. Ματθ. 3,9) καὶ νόμιζε πὼς αὐτὸ θὰ τὸν σώσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ὀνομάζουμε «πατέρες» τοὺς ἁγίους· μὲ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…»δὲν τελειώνουν οἱ ἀκολουθίες; Ἐσὺ λοιπόν, ποὺ θεωρεῖσαι παιδί τους, ἀνήκεις δηλαδὴ στὴν οἰκογένειά τους, δὲν πρέπει καὶ νὰ τοὺς μοιάζῃς, νὰ ἔχῃς τὰ γνωρίσματά τους; Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ τοὺς λέμε «πατέρες»· πρέπει καὶ νὰ τοὺς μοιάσουμε, σὰν γνήσια παιδιά τους, στὶς ἀρετές.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἐμεῖς τολμᾶ με ν’ ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ νὰ ὀνομάζουμε «πατέρα»–ποιόν; τὸν ἴδιο τὸ Θεό· «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…», λέμε(Ματθ. 6,9· θ. Λειτ.). Τί δηλώνουμε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν»; Τὸ πρῶτο ποὺ ἐννοοῦμε εἶνε, ὅτι ὁ Θεὸς σὰν πατέρας ἔχει ἀγάπη σ᾽ ἐμᾶς· καν ένας πατέρας δὲν ἀγάπησε τὸ παιδί του ὅπως ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. Ἔπειτα· δὲ λέμε «πατέρα μου», ἀλλὰ «πάτερ ἡμῶν». Διότι δὲν εἶνε δικός σου μόνο πατέρας, εἶνε πατέρας ὅλων· ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν εἴμαστε μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἔχει πατέρα τὸ Θεό. Τὸ «πάτερ»λοιπὸν δείχνει τὴν ἀγάπη, τὸ «ἡμῶν»δείχνει ὅτι εἶνε πατέρας ὅλων ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό.
Καὶ τὸ «ἐν τοῖς οὐρανοῖς»τί δείχνει; γιατί λέει «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; Μήπως δὲν εἶνε κ᾽ ἐδῶ στὴ γῆ; Παντοῦ εἶνε. Ἂν ὁ ἀέρας εἰσδύῃ παντοῦ, πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς εἶνε πανταχοῦ παρών. Γιατί λοιπὸν λέει «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; Τὸ λέει, γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε σὰν τὰ στρείδια κολλημένοι ἐδῶ στὸν κόσμο, ἀλλὰ νά ᾿χουμε τὸ νοῦ μας ψηλά· πλαστήκαμε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»(θ. Λειτ.).
Ἀφοῦ λοιπὸν τολμᾶμε καὶ λέμε τὸ Θεὸ «πατέρα», πρέπει νά ᾽χουμε μέσα μας μιὰ σταλαγματιὰ τοὐλάχιστον ἀπὸ τὰ γνωρίσματά του· πρὸ παντὸς νά ᾽χουμε τὴν ἀγάπη. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ ἑρμηνεύει τὸ «Πάτερ ἡμῶν»· Τολμᾷς καὶ λὲς τὸ Θεὸ «πατέρα»; τότε πρέπει καὶ νὰ τοῦ μοιάσῃς· τὰ γνήσια παιδιὰ φέρουν ἐπάνω τους τὴ σφραγῖδα τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα ποὺ τὰ γέννησε. Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω Χριστιανό; Σὲ βλέπω νὰ κάνῃς πράγμα τα ποὺ ὄχι Χριστιανοί, ὄχι ἄνθρωποι, ἀλλ᾽ οὔτε τὰ ζῷα δὲν κάνουν· κλωτσᾷς σὰν μουλάρι, πεισμώνειςσὰν γάιδαρος, δαγκάνῃς σὰν θηρίο· εἶσαι πονηρὸς σὰν ἀλεποῦ, ἅρπαγας σὰν λύκος, ἐπιθετικὸς σὰν γεράκι, αἱμοβό ρος σὰν τίγρις, ἐκδικητικὸς σὰν καμήλα. Τὰ ζῷα ἔχουν ἕνα ἐλάττωμα τὸ καθένα, ἐσὺ τὰ μάζεψες ὅλα μαζί. Σοῦ ἁρμόζει τὸ ψαλμικὸ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(Ψαλμ. 48,13,21).
Τὸ συμπέρασμα. Τὰ λόγια τῆς προσευχῆς σου, ἀγαπητέ, νὰ μὴν εἶνε κάλπικα νομίσματα· νά ᾽νε γνήσια, νά ᾿χουν ἀντίκρυσμα ἁγιότητος· μὴ καταντήσουν ξηρὸς τύπος. «Κοντὸς ψαλμὸς ἀλληλούια»· χίλια «Πάτερ ἡμῶν» νὰ λές, χίλιες λειτουργίες νὰ κάνῃς, δὲ σὲ σῴζουν, ἂν δὲν ἔχῃς μέσα σου ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἂν δὲ ζῇς ὅπως θέλει ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ ἅγιοι νὰ παρακαλοῦν, δὲν θὰ λάβῃς βοήθεια.
Εἴμαστε ἄθλιοι. Πῶς τολμᾷς καὶ λὲς τὸ Θεὸ «πατέρα», τὴν ὥρα ποὺ ἀτιμάζεται τὸ ὄνομά του κ᾽ ἐσὺ ἀδιαφορεῖς; Ποιός ἀνέχεται νὰ ὑβρίζουν τὸν πατέρα του; πιστόλι βγάζει νὰ σκοτώσῃ. Κι ὅμως ἐμεῖς ἀνεχόμαστε νὰ βλαστημοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Λοιπὸν τί «Πάτερ ἡμῶν»λέμε καὶ τί φωνάζουμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους νὰ βοηθήσουν; Τὸ κακὸ ἔχει πλέον κορυφωθῆ. Δὲ μᾶς σώζουν οὔτε συμμαχίες οὔτε Ἡνωμένα Ἔθνη οὔτε συνασπισμοί. Τὸ ἀπόστημα ὡρίμασε, θὰ μπῇ νυστέρι, σίδερο, φωτιά, καταστροφή! Κι αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ πατοῦμε μᾶς ἔχει σιχαθῆ· μιὰ διαταγὴ περιμένει γιὰ ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ μᾶς καταπιῇ.
Ὁ ΚύριοςἸησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου ἂς ἐλεήσῃ ὅλους μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος