571
Η ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΙΣ
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα » (Λουκ. 14,17)
Ο ΚΥΡΙΟΣΑκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ δείπνου; «Ἄνθρωπός τις», λέει ὁ Κύριος, «ἐποίησε δεῖπνον μέγα». Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὶς φροντίδες του; Αἴθουσα, τραπέζια, φαγητά, ποτά, μουσική… Κι ὅταν πλέον ἦταν ὅλα ἕτοιμα, ὁ εὐγενὴς οἰκοδεσπότης διέταξε τὸ δοῦλο του ν᾿ ἀρχίσῃ τὶς προσκλήσεις. Τοῦ δίνει τὸν πρῶτο κατάλογο. Ὁ δοῦλος τρέχει καὶ διανέμει σὲ ἕναν – ἕνα ἀτομικὲς προσκλήσεις
Ἀλλὰ περίεργο· κανείς δὲν προθυμοποιεῖται νὰ ἔρθῃ! Οἱ καλεσμένοι ἔχουν ἄλλες φροντίδες. Ὁ ἕνας κρατάει συμβόλαιο ἑνὸς κτήματος, ὁ δεύτερος σέρνει δέκα βόδια ποὺ θέλει νὰ τὰ δοκιμάσῃ, ὁ τρίτος μόλις στεφανώθηκε καὶ δὲν ἀφήνει τὴ γυναίκα του οὔτε λεπτό. Ἀπ᾽ τὸ στόμα καὶ τῶν τριῶν ἀκούγεται ἡ ἴδια ἀπάντησι· «Ἔχε με παρῃτημένον» (Λουκ. 14,18,19).
Μετὰ τὴν ἄρνησι αὐτῶν ὁ δοῦλος παίρνει ἄλλη διαταγή, ποὺ συμπεριλαμβάνει κόσμο ὁλόκληρο. Ἔρχεται σὲ πλατεῖες δρόμους καὶ φράχτες καὶ φωνάζει· «Ἐλᾶτε. Ὅλα εἶνε ἕτοιμα. Ὁ κύριός μου σᾶς καλεῖ».
Καὶ νά, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τοὺς βλέπετε; Εἶνε ῥακένδυτοι, φτωχοὶ καὶ ἀνάπηροι, κουτσοὶ καὶ τυφλοί. Μὰ ἡ θύρα δὲν κλείνει, ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος στὴν αἴθουσα. Καὶ ἡ πρόσκλησι συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ φτάνει μέχρι τὶς μέρες μας.
Αὐτὸς ποὺ «ἐποίησε δεῖπνον μέγα», ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Θεός. Δὲν θέλει νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπ᾽ τὴ χαρά – αὐτὴν συμβολίζει τὸ δεῖπνο. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὔτε ἕνα πλάσμα του νὰ ζῇ καὶ νὰ πεθάνῃ μέσα στὸ σκοτάδι, στὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι. Εἶνε «ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν» (Β΄ Κορ. 1,3). Ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος…» (Ψαλμ. 102,8). Οἱ οὐρανοὶ φλέγονται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἁγία Τριὰς ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία μας, καταρτίζει τὰ σοφὰ σχέδιά της, κινητοποιεῖ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπ᾽ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ σατανᾶ «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (῾Ρωμ. 8,21). Κλῆσις ὑψίστη! Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ.
Πῶς καλεῖ; Τὰ μέσα τῆς κλήσεως στὴ σωτηρία καὶ μακαριότητα εἶνε ἄπειρα καὶ ποικίλα. Μελετώντας βίους ἁγίων μένεις κατάπληκτος.
Ἂς ὑπενθυμίσουμε τὴν κλῆσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τί ἦταν ὁ Παῦλος εἶνε γνωστό· ἀμείλικτος διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἦταν παρὼν στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ φρύαττε. Καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου τοὺς εὕρισκε. Ὡρμοῦσε σὲ αὐλὲς καὶ σπίτια, ἅρπαζε ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ δεμένους τοὺς ἔσερνε στὶς φυλακές. Μέρα – νύχτα πάσχιζε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὄχι μόνο στὰ Ἰεροσόλυμα ἀλλὰ κι ἀλλοῦ μακριά. Διψοῦσε αἷμα χριστιανικό. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ θὰ ἀγάλλονταν καὶ χαϊδεύοντας τὶς γενειάδες τους θὰ ἔλεγαν· Δέκα νὰ εἴχαμε σὰν τὸ Σαῦλο… Μὰ ἡ χαρά τους δὲν ἐπρόκειτο νὰ διαρκέσῃ πολύ. Ὁ Παῦλος δὲν θὰ πέθαινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽ αὐτὸν ἦταν ἀσύλληπτο. Καὶ μιὰ μέρα, ἐνῷ πήγαινε μὲ συνοδεία στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἰησοῦ, πάνω στὸ δημόσιο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόλι, εἶδε ἀστραπὴ κι ἄκουσε φωνή· –«Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν». –«Τίς εἶ, Κύριε;», ρωτάει περίτρομος ὁ Παῦλος. –«Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις», ἦταν ἡ ἀπάντησι (Πράξ. 22,7-8· βλ. καὶ 26,14-15· 9,4-5). Τί δραματικὴ σκηνή! Ἂν ἔχῃς, ἀγαπητέ, Καινὴ Διαθήκη, ἄνοιξε ἀπόψε καὶ διάβασε μόνος σου τὰ κεφάλαια 9 22 καὶ 26 τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.
Ἡ κλῆσις τοῦ Παύλου στὸν Χριστιανισμὸ εἶνε βέβαια κάτι ξεχωριστό, εἶνε μία ἄμεση καὶ ἀπ᾿ εὐθείας κλῆσι· διαλαλεῖ πάντως, ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς δρόμους τοῦ σκότους καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἡ ὥρα αὐτὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν ἡ σπουδαιότερη τῆς ζωῆς του. Χαράχτηκε μέσα του· γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ ἐπιστολῶν του γράφει· «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ. 1,1. ῾Ρωμ. 1,1).