690
Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ
Ὁ ἄφρων.
Ὁ ἄφρων «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…» (Λουκ. 12,20)
Καμμία λέξι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε περιττὴ καὶ ἄσκοπη. Κάθε λέξι τοῦ Θεανθρώπου ἔχει σημασία. Ἀπὸ τὴ σημερινὴ περικοπὴ θὰ πάρουμε ὡς θέμα μία μόνο λέξι, ἐκείνη ποὺ χαρακτηρίζει ὅ λη τὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ κυρίου προσώ που τῆς παραβολῆς· εἶνε ἡ λέξι «ἄφρων» (Λουκ.12,20). Ποιόν χαρακτηρίζει «ἄφρονα» ὁ Κύριος; Ἕνα πλούσιο. Ὁ κόσμος, ὅταν δῇ κάποιον ν᾿ ἀναπτύσσῃ δραστηριότητα, νὰ ἐξελίσσεται οἰ κονομικά, νὰ χτίζῃ μέγαρα, ν᾽ ἀγοράζῃ νέα οἰκόπεδα καὶ κτήματα, νὰ ζῇ μὲ ἀνέσεις καὶ νὰ διασκεδάζῃ σὰν νέος Κροῖσος καὶ Σαρδανάπαλος, τὸν θαυμά ζει καὶ λέει· Τί ἔξυπνος, τί τετραπέρατος ἄνθρωπος! ξέρει νὰ ζήσῃ…
Ἄλλη ὅμως ἡ κρίσι τοῦ κόσμου καὶ ἄλλη ἡ κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κρίνει τελείως διαφορετικά. Δὲν εἶνε οἱ πλούσιοι οἱ εὐτυχεῖς, ἀλλὰ οἱ δυστυχεῖς· δὲν εἶνε αὐτοὶ οἱ σοφοί, ἀλλὰ οἱ ἄφρονες.
Εἶνε ἄξιοι ὄχι θαυμασμοῦ ἀλλὰ οἴκτου· εἶνε νὰ τοὺς κλαῖς, γιατὶ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ ὀλέθρου.
Ἄσπλαχνοι πλούσιοι! ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰ ακώβου σᾶς προειδοποιεῖ· «Κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις» ( 5,1).
Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀποκαλεῖ τὸν πλεονέκτη πλούσιο «ἄφρονα». Δὲν εἶνε δύσκολο νὰ βροῦμε γιατί τὸν εἶπε ἔτσι. Παρατηρῆστε τον. Ἐμπρὸς στὴν ἐξαιρετικὴ σοδειὰ ποὺ εἶχε, σκέπτεται μὲ ἀγωνία, ποῦ νὰ συνάξῃ τοὺς καρπούς.
Τέλος λύνει τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ χτίσῃ νέες μεγαλύτερες ἀποθῆκες. Καὶ κατόπιν, σὰ νὰ κρατάῃ κιόλας τὰ κλειδιὰ τῶν νέων ἀποθηκῶν, παραδίδεται σὲ ῥεμβασμούς.
Βλέπει τὰ ἀγαθὰ νὰ συσσωρεύωνται. Ὤ τί πλούτη! ἐδῶ τὸ ἐκλεκτὸ σιτάρι, ἐκεῖ τὸ λάδι ποὺ λάμπει σὰ χρυσάφι, ἐδῶ τὸ κρασὶ ξανθὸ καὶ μυρωδᾶτο, ἐκεῖ τὰ κτηνοτροφικά, τὰ τυριὰ καὶ τὰ βούτυρα, πιὸ ᾽κεῖ οἱ ξηροὶ καρποί. «Ψυχή,… φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). Ὤ τὸν ἀνόητο! Ὑποτιμᾷ τὴν ψυχή. Τὸν ἀκούσατε τί τῆς λέει· «Φάγε»! Μὰ ἡ ψυχὴ δὲν τρώει, δὲν εἶνε ὕλη, δὲν ἔχει πεπτικὸ σωλῆνα. Δὲν εἶνε σὰν τὸ σαρκοφάγο ἐκεῖνο ὄρνεο, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε καὶ δὲν γύρισε γιατὶ βρῆκε ἄφθονη τροφὴ τὰ πτώματα ποὺ ἐπέπλεαν μετὰ τὸν κατακλυσμό.
Ὄχι, οὔτε ὄρνεο οὔτε χοῖρος εἶνε ἡ ψυχή, νὰ χορταίνῃ μὲ σάρκες καὶ βόρβορο. Εἶνε ἄυλη, πνευματική, καὶ ἑπομένως δὲν τρέφεται μὲ ὑλικὴ τροφή.
Πεινάει βέβαια καὶ διψάει κι αὐτή, ἀλλὰ ἡ πεῖνα καὶ δίψα της εἶνε ἐντελῶς διαφορετική. Εἶνε πεῖνα καὶ δίψα ὑπερφυσική, τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ Δαυῒδ ὅταν λέει «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶν τα» (Ψαλμ. 41,2-3).
Τὸ ποτὸ κι ὁ ἄρτος της εἶνε ἄλλης φύσεως. Πῶς λοιπὸν θὰ τῆς πῆτε «Φάγε, πίε, εὐφραίνου»;
Ἂν ἐπιμένετε, τότε φανταστῆτε ἕνα πλούσιο σὲ ἀβραμιαῖο συμπόσιο. Ξαφνικὰ ἔρχεται κάποιος καὶ τοῦ ψιθυρίζει στ᾽ αὐτὶ λίγες λέξεις.
Ἀμέσως ἡ μορφή του ἀλλοιώνεται. Συγκινεῖται, δακρύζει, τὸ χέρι του τρέμει, ἀφήνει τὸ ποτήρι, δὲ θέλει πιὰ ν᾽ ἀγγίξῃ οὔτε τὸ καλύτερο φαγητό. Φάγε, τὸν παρακινοῦν οἱ συνδαιτυμόνες.
Ὅλα ὅμως τοῦ φαίνονται τώρα πικρά. Τί ἔπαθε, ἄλλαξε ἡ γεῦσι του; Ὄχι. Μία εἴδησι, ἕνα τηλεγράφημα, ἕνα θλιβερὸ ἄγγελμα, ποὺ ἦρθε ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ προξενήσῃ, ἐκ πρώτης ὄψεως, καμμία ζημιὰ στὸ σῶμά του, συγκλόνισε τὸ ἐσωτερικό του, πίκρανε τὴν ψυχή του, καὶ τώρα σκεπτικὸς καὶ περίλυπος κλαίει κι ἀναστενάζει μέσα στὸν ὑλικό του παράδεισο.
Ἂν ἦταν μόνο ὕλη, δὲν θὰ συγκλονιζόταν ἀπὸ μιὰ ἰδέα καὶ δὲ θὰ διέκοπτε τὸ συμπόσιο· θὰ συνέχιζε ἀνενόχλητος τὴν εὐθυμία καὶ τὸ φαγοπότι.
Ἄφρων, γιατὶ δὲν κατάλαβε τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἄφρων καὶ διότι οἰκειοποιεῖται τὰ ξένα.
Θὰ τὸ δῆτε στὴ φράσι ἐκείνη ποὺ εἶπε· «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…» (Λουκ. 12,20)
«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10) «Τὰ ἀ γαθά μου» (ἔ.ἀ. 12,18). Ὤ ὁ φίλος!
Ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ συνάξῃ τὰ ὀνομάζει «ἀγαθά μου». Ἀλλὰ τ᾿ ἀγαθὰ τῶν κτημάτων καὶ τῶν κοπαδιῶν εἶνε δικά του; Τί ἔφερε μαζί του ὅταν γεννιόταν; Γυμνὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο;
Ἔπειτα· τὰ χωράφια, τ᾽ ἀμπέλια, οἱ ἐλαιῶνες τίποτα δὲ μποροῦν ν᾿ ἀποδώσουν ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεός. Κοπίασε, ἄνθρωπε· σπεῖρε, ῥῖξε λιπάσματα, ἐ – φάρμοσε τὶς καλύτερες γεω πονικὲς μεθόδους· ἂν δὲν ἔρθῃ ἡ βοήθεια Ἐκείνου, ὅλα θὰ καταλήξουν στὸ μηδέν.
Ἕνα σύννεφο μὲ χαλάζι, ἕνας ἄνεμος ἀπὸ τὴ φλογισμένη ἔρημο τῆς Ἀφρικῆς, μιὰ πλημμύρα ποὺ κατακλύζει πεδιάδες, —τί λέω;— ἕνα μικρὸ – ἀδιόρατο μικρόβιο ποὺ κάθεται πάνω στὰ φύλλα καὶ τοὺς καρποὺς φτάνουν νὰ ματαιώσουν ὅλη τὴ σοδειά.
Γίνε λοιπὸν συνετός, ἀναγνώρισε τὸν Κυρίαρχο τῆς φύσεως καὶ πές· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλή- ρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23, 1).
Ὅταν βλέπῃς τὰ δέντρα νὰ λυγίζουν ἀπ᾽ τοὺς καρπούς, τὰ κοπάδια νὰ πληθύνωνται, ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ νὰ πολλαπλασιάζωνται, γονάτισε, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ πές· Κύριε, ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε δικά σου, ἐγὼ εἶμαι ἁπλῶς ἕνας διαχειριστὴς τῶν ἀγαθῶν σου, ποὺ πρόκειται νὰ δώσω λόγο πῶς διέθεσα καὶ τὸν τελευταῖο κόκκο σιταριοῦ καὶ τὴν τελευταία σταγόνα λάδι.
Ἐσύ, Κύριε, τίποτε δὲ θέλεις νὰ σπαταλᾶται ἀσώτως. Φώτισέ με νὰ κάνω καλὴ χρῆσι τῶν ἀγαθῶν σου πρὸς ὠφέλει αν τοῦ πλησίον καὶ δόξαν τοῦ ἁγίου σου ὀνόματος!
Ἀλλὰ τέτοια γλῶσσα δὲν θέλει νὰ λαλήσῃ ὁ πλούσιος. Διπλάσια, τριπλάσια καὶ μυριοπλάσια ἐὰν ἀποκτήσῃ, καὶ τὰ κλειδιὰ ἀκόμη ὅλων τῶν ἀποθηκῶν τῶν πέντε ἠπείρων ἂν τοῦ παραδώσετε, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθήσῃ νὰ λέῃ τὸ τραγούδι τοῦ μαμωνᾶ, ποὺ σὲ ὅλες τὶς στροφὲς μία ἐπῳδὸ ἔχει· «τὰ ἀγαθά μου», «τὰ ἀγαθά μου». Ὤ τὸν ἀνόητο!
Θὰ βρίσκεται σὲ δι αρκῆ ἀγωνία. Καὶ ἐνῷ ὁ πλανήτης μας εἶνε προωρισμένος νὰ συντηρῇ δισεκατομμύρια, αὐτὸς θὰ ἤθελε ὅλη ἡ γῆ νὰ γίνῃ ἀτομικὴ ἰδιοκτησία του καὶ νὰ τὴν περιμαντρώσῃ μὲ ἠλεκτροφόρο σύρμα, γιὰ νὰ μὴν ἁπλώσῃ χέρι καὶ κόψῃ πράσινο φύλλο ὁ διαβάτης…
Ἄφρων, γιατὶ ὑποτίμησε τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς· ἄφρων, γιατὶ οἰκειοποιήθηκε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ τρίτο στοιχεῖο τῆς ἀφροσύνης του παρουσιάζει ἡ παραβολή· λησμονεῖ τὸ θάνατο. Ὑπολογίζει, ὅτι τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ θὰ συνά ξῃ θὰ ᾽νε ἀρκετὰ γιὰ δεκαετία, γιὰ αἰῶνα, γιατί ὄχι γιὰ μιὰ χιλιετία.
Καὶ μὲ τέτοια προοπτικὴ συντάσσει πρόγραμμα ζωῆς. Φαντάζεται, πὼς οἱ μέρες τῆς ζωῆς θά ᾽νε ἀτέλειωτες. Ὁ ἀνόητος!
Εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κατοικεῖ στὴ γῆ; Δὲν εἶδε τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὑπάρχει θάνατος;
Δὲν εἶδε τοὺς γονεῖς του νὰ πεθαίνουν; Δὲν ἄκουσε ποτέ στὴ συνοικία του θρήνους, δὲν πῆγε ποτέ σὲ νεκροταφεῖο;
Μία ἐπίσκεψι ἐκεῖ θὰ τοῦ ἦταν ὠφέλιμη. Θὰ ἔβλεπε τὴ ματαιότητα, τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας σ᾽ ἐκεῖνο τὸ τροπάριο· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…» (Νεκρώσ. ἀκολ.).
Διηγοῦνται, ὅτι ὁ κατακτητὴς Σαλαδῖνος(1137- 1193) προαισθάνθηκε τὸ θάνατο καὶ διέταξε ἕνα σημαιοφόρο νὰ κρεμάσῃ στὴν ἄκρη μιᾶς λόγχης ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ μαῦρο ὕφασμα, μέσα στὸ ὁποῖο θὰ τύλιγαν τὸ σῶμα του, καὶ τὴν ὥρα τῆς κηδείας του νὰ προπορεύεται τῆς πομπῆς καὶ νὰ φωνάζῃ· «Νά τί κατώρθωσε νὰ πάρῃ μαζί του ἀπ᾿ ὅλους τοὺς θησαυρούς του ὁ μέγας Σαλαδῖνος, ὁ κατακτητὴς καὶ δεσπότης ὅλης τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας».
Δυστυχῶς στὸ σχέδιο ποὺ κατέστρωσε ὁ πλούσιος δὲν ὑπῆρχε καμμία πρόβλεψι ὅτι ἔρχεται ὁ θάνατος. Ἕνα λεπτὸ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, κι αὐτὸς ὀνειροπολεῖ γιὰ «ἔτη πολλά».
Σὰν τοὺς ἐπιβάτες ἑνὸς ὑπερωκεανίου ποὺ διασκεδάζουν κ᾽ ἔξαφνα μιὰ τορπίλλη τοὺς θάβει στὸ βυθό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ πλούσιος ἄκουσε· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;».
*
Ὁ πλούσιος, ἀγαπητοί μου, ἔχτισε τὸ μέγαρο τῆς εὐτυχίας του στὴν ἄμμο, κι αὐτὸ γκρεμίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίστηκε «ἄφρων».
Ἂς φοβηθοῦμε μήπως ἡ ἴδια ὀνομασία δοθῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ἂν κάποιος ἔχτιζε σπίτι πάνω σ᾽ ἕνα παγόβουνο, δὲν θὰ τὸν λέγαμε ἀνόητο;
Κι ὅμως ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ χτίζουμε πάνω σὲ παγόβου νο, στὸ παγόβουνο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τοῦ ὑλισμοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12). Ὑλικὸ παράδεισο ἀγωνίζονται νὰ δημιουργήσουν οἱ ἄνθρωποι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀφροσύνη εἶνε τὸ στέμμα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ποῦ θεμελιώνουμε; Ἡ ὕλη δὲν εἶνε σταθερὸ θε μέλιο. Δικό μας θεμέλιο, ποὺ θὰ μείνῃ ἄσειστο, νὰ γίνῃ μόνο ὁ ΚΥΡΙΟΣ. «Μακάριος ὃς ἐλπίζει ἐπ᾽ αὐτόν» (Ψαλμ. 33,8).
Μακάριος ὅποιος ἐκτελεῖ τὶς θεῖες του ἐντολές. Θὰ εἶνε αὐτάρκης, θὰ εἶνε ὁ ἐν Χριστῷ πλούσιος, ὁ ὁποῖος, χρησιμοποιώντας τὴν ὕλη ὡς μέσο γιὰ ἀνωτέρους σκοποὺς τοῦ πνεύματος, θὰ θησαυρίζῃ θησαυροὺς ἀφθάρτους καὶ αἰωνίους.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος