ΠΕΡΑΣΑΝ κάποτε από το κελλί του Αββά Λουκίου οι λεγόμενοι Ευχίται Μοναχοί. Ο Γέροντας τους κράτησε και συνωμίλησε μαζί τους.
– Ποιό είναι το έργο σας, αδελφοί; Τους ρώτησε.
– Εμείς δεν ασχολούμεθα με καμμιά υλική εργασία, αποκρίθησαν εκείνοι. Ακολουθούμε τη σύστασι του θείου Παύλου: αδιαλείπτως προσευχόμεθα.
– Δεν τρώτε καθόλου;
– Τρώμε.
– Δεν κοιμάσθε;
– Κοιμώμεθα λίγο.
– Όταν κοιμάσθε, ποιός προσεύχεται για σας;
– …
– Μα τότε, αδελφοί μου, είπε ο Αββάς Λούκιος, δεν κάνετε ακριβώς αυτό που λέτε. Εμείς εδώ κάνομε εργόχειρο για να μη ζούμε εις βάρος άλλων και να πως τηρούμε το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»:
Όταν αρχίζωμε το πρωί τη δουλειά μας, λέγει ο καθένας μας: « ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου». Δεν είναι τούτο προσευχή;
Όταν με το νου προσεύχωμαι, τα χέρια μου πλέκουν. Από την εργασία μου αυτή κερδίζω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ελάχιστα για το καθημερινό μου ψωμί και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη στους πτωχούς και αρρώστους αδελφούς μου, που δεν μπορούν να εργασθούν. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι αδελφοί. Όταν λοιπόν εμείς τρώμε ή κοιμώμεθα, οι πτωχοί προσεύχονται για μας και η καρδιά μας μας πληροφορεί πως έτσι εφαρμόζομε τη σύστασι του Αποστόλου.
Σταλαγματιές από το Γεροντικό
373
previous post