Εὐκολότερο εἶναι στό θνητό ἄνθρωπο να βυθομετρήσει τή θάλασσα ἤ νά ὑπολογίσει τό ὕψος τοῦ ἔναστρου στερεώματος, παρά να μετρήσει τό ὕψος καί τό βάθος τῆς θείας σοφίας καί πρόνοιας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό κι εἶναι πολύ περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐπιδίδονται στήν πρώτη μέτρηση παρά στη δεύτερη. Εἶναι περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐξετάζουν τά μάτια, παρά ἐκεῖνοι πού ἐρευνοῦν τό πνεῦμα. Αὐτό πού ἐρευνοῦν τά μάτια μοιάζει πιο σπουδαῖο, στήν πραγματικότητα ὅμως αὐτά πού ἐρευνᾶ κι ἐξετάζει τό πνεῦμα εἶναι ἀσύγκριτα πιο βαθιά, πιό μεγάλα καί πιό πλατιά, «τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾶ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. β’10).
Τό βάθος τῆς θεϊκῆς σοφίας στο ξεκίνημα τοῦ παλιοῦ κόσμου ἦταν μεγάλο καί θαυμαστό. Δέν ἦταν ὅμως ὅπως τό ξεκίνημα τοῦ νέου κόσμου, μέ τή γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πάρτε σάν παράδειγμα τήν ἀνέκφραστη σοφία μέ τήν ὁποία ἀναφέρουν τη γέννηση τοῦ Κυρίου μας οἱ δυό εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος κι ὁ Λουκᾶς. Αὐτό πού συναντᾶμε καί στούς τέσσερις εὐαγγελιστές εἶναι τό γεγονός ὅτι, ἄν κι ὁ καθένας τους παρουσιάζει ἕνα ἀξιοθαύμαστο σύνολο, ὅμως συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως τὸ ἀστέρια κι οἱ ἐποχές αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους. Ὅπως ἡ ἀνατολή δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ χωρίς τη δύση κι ὁ βορράς χωρίς τό νότο, ἔτσι κι ὁ ἕνας εὐαγγελιστής δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τό δεύτερο ἤ οἱ δυό χωρίς τον τρίτο ἤ κι οἱ τρεῖς μαζί χωρίς τόν τέταρτο. Ὅπως κι οἱ τέσσερις ἄκρες τῆς γῆς ἀποκαλύπτουν, ἡ καθεμιά μέ τόν τρόπο της, τή δόξα καί τή μεγαλοσύνη τοῦ ζῶντος ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές, μέ τόν τρόπο του ὁ καθένας, ἀποκαλύπτουν τή δόξα καί τή μεγαλοσύνη τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ.
Κάποιοι ἄνθρωποι, ἀνάλογα μέ τήν ἰδιοσυγκρασία τους, ἀναπαύονται περισσότερο στην Ανατολή, ἐκεῖ βρίσκουν καί τήν ὑγειά τους. Ἄλλοι πάλι ἀναπαύονται στη Δύση κι ἄλλοι ἀκόμα στο Βορρά ἤ στο Νότο. Σ’ ἐκεῖνον πού δέ βρίσκει τήν εἰρήνη καί τήν ὑγειά του σε κανέναν ἀπό τούς τέσσερις ὁρίζοντες, συνηθίζουμε να λέμε πώς δέ φταίει ἡ γῆ, ἀλλά μᾶλλον ὁ ἴδιος. Ἔτσι μερικοί ἄνθρωποι, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική ισορροπία τους ἀλλά καί τή διάθεσή τους, ἀναπαύονται περισσότερο κι ὠφελοῦνται ὅταν διαβάζουν τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ἄλλοι πάλι ὅταν διαβάζουν τό εὐαγγέλιο του Μάρκου, τοῦ Λουκᾶ ἤ τοῦ Ἰωάννη. Σ’ ἐκεῖνον πού δέν ἀναπαύεται καί δέ βρίσκει ὠφέλεια ἀπό κανένα εὐαγγέλιο λέμε πώς δέ φταῖνε οἱ εὐαγγελιστές γι’ αὐτό, μά ὁ ἴδιος. Εὔκολα μπορεῖ νά συμπεράνει κανείς πώς γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν δέν ὑπάρχει φάρμακο, οὔτε θεραπεία. Ὁ Δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάνσοφος, πανεύσπλαχνος. Γνωρίζει τη διαφορετικότητα καί τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας καί γι’ αὐτό οἰκονόμησε νά ‘χουμε τέσσερις εὐαγγελιστές, ὥστε ὁ καθένας μας, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του φύση, να κάνει κτῆμα του ἕνα ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια πιό γρήγορα καί πιό εὔκολα, ὥστε τό εὐαγγέλιο αὐτό νά γίνει τό κλειδί γιά τήν ἀνάγνωση καί τῶν ἄλλων εὐαγγελίων.
Ἡ θεϊκή σοφία φαίνεται καθαρά στη δομή καί τήν ἀπόδοση τῶν εὐαγγελικῶν διδαχῶν. Καί γιά νά φανεῖ αὐτό μέ περισσότερη σαφήνεια, θά ἐξετάσουμε σήμερα ἕνα γεγονός, τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό περιγράφουν δυό εὐαγγελιστές: ὁ Ματθαῖος κι ὁ Λουκᾶς. Καί οἱ δυό εὐαγγελιστές εἶχαν πάνω ἀπ’ ὅλα τό ἴδιο θεόπνευστο καθῆκον: να φανερώσουν στούς πιστούς δύο διαφορετικά καί ἀλληλοσυμπληρούμενα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού παλιά κοσμοῦσαν τόν προπάτορά μας Αδάμ στόν παράδεισο. Καί τά δυό τά ἔχασε ὁ ̓Αδάμ μέ τό πού ἔπεσε στή σατανική ἁμαρτία. Μολονότι καί τά δυό αὐτά χαρακτηριστικά μοιάζουν να συγκρούονται μεταξύ τους, συμπληρώνουν θαυμαστά τό ἕνα τό ἄλλο, ὅπως τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό ψηλά συνδέεται μέ τά ἄνθη τοῦ ἀγροῦ πού ἀναπτύσσονται ἀπό κάτω. Τό ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά αὐτά εἶναι ἡ βασιλική ἐλευθερία καί τό ἄλλο ἡ υλική ὑπακοή. Τό καθένα ἀπό τά χαρακτηριστικά αὐτά προϋποθέτει τό ἄλλο. Τό ἕνα ἐλευθερώνει τό ἄλλο ἀπό τούς περιορισμούς, ἤ καί μπορεῖ νά ἐμποδίσει τό ἄλλο καί νά τό καταστρέψει. Καί τά δυό εἶναι σάν τά δίδυμα, γεννήθηκαν μαζί, ζοῦν ἀλλά καί πεθαίνουν μαζί. Ἡ ἀπροϋπόθετη ὑπακοή συμβαδίζει μέ τήν ἀπεριόριστη ἐλευθερία, ἡ περιορισμένη ὑπακοή μέ τήν περιορισμένη ἐλευθερία. Ἡ ἀνυπακοή εἶναι ἐντελῶς ξένη στήν ἐλευθερία. Οἱ ἅγιοι εὐαγγελιστές τά ἰσορροποῦν καί τά δυό αὐτά. Από τή μιά δείχνουν καθαρά στούς ἀνθρώπους τή βασιλική ἐλευθερία τοῦ Θεανθρώπου κι ἀπό τήν ἄλλη τήν ταπεινή ὑπακοή Του.
Ὁ Λουκᾶς μιλάει γιά τό Ρωμαῖο Καίσαρα, τόν Αὔγουστο, καί τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ματθαῖος δέν τούς ἀναφέρει καθόλου αὐτούς. Αντίθετα, αὐτός μιλάει γιά τόν Ἡρώδη, τό βασιλιά τῆς Ἰουδαίας, καί τούς μάγους ἐξ ̓Ανατολῶν, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς αὐτούς δέν τούς ἀναφέρει καθόλου. Τί σημαίνει αὐτό; Μήπως ὅτι ὑπάρχει ἔλλειψη ἤ ἀτέλεια; Ὄχι. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἔλλειψη οὔτε ἀτέλεια. Σημαίνει μᾶλλον τή διασταύρωση δύο πηγῶν πού συμπληρώνουν καί τελειοποιοῦν ἡ μιά τήν ἄλλη. Θα ρωτήσει κάποιος ὅμως: Αν δέν ἀλληλοσυμπληρώνονταν, θά μποροῦσε ν ̓ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς το Ρωμαῖο Καίσαρα μαζί μέ τούς μάγους τῆς ̓Ανατολῆς κι ὁ Ματθαῖος τό βασιλιά Ἡρώδη μαζί μέ τούς ποιμένες; Από μιά πρώτη ἄποψη αὐτό φαίνεται πιθανό. Τότε κι οἱ δυό εὐαγγελιστές θά συμπλήρωναν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ἡ διήγησή τους δέ θά ‘χανε τίποτα οὔτε ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς διήγησης οὔτε ἀπό τήν ἐσωτερική συνοχή. Δέ θά μποροῦσαν οἱ ποιμένες νά πληροφορήσουν τό βασιλιά Ἡρώδη καί τούς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ὁ νέος Βασιλιάς γεννήθηκε στον κόσμο, ὅπως κι οἱ μάγοι; Καί στή μιά περίπτωση καί στήν ἄλλη, ὁ Ἡρώδης θά εἶχε σίγουρα διαπράξει τό ἔγκλημα ἐναντίον τῶν δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων. Θα λέγαμε ἐπίσης: Δέ θά ‘ταν συνετό ν’ ἀναφερθεῖ ὁ Καίσαρας Αὔγουστος μαζί μέ τούς μάγους ἐξ’ Ἀνατολῶν κι ὄχι μέ τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ; Ὄχι. Γιατί ὅπως οἱ ποιμένες ἦταν ἁπλοί καί δέ θά ‘χαν καμιά ἐπίδραση στον Καίσαρα, ἔτσι θά γινόταν καί μέ τούς μάγους πού ἐμφανίστηκαν ξαφνικά στη Βηθλεέμ κι ἔπειτα ἐξαφανίστηκαν ξανά, ὅπως τούς ὁδήγησε ὁ ἀστέρας.
Ὅλ ̓ αὐτά ὅμως εἶναι ἁπλοί ἀνθρώπινοι συλλογισμοί, πού τούς κάνει ὁ ἀσταθής καί ἀδύναμος ἀνθρώπινος νοῦς. Αν ἀκολουθήσουμε το βαθύ και μυστηριώδη τρόπο πού σκέφτονται καί γράφουν οἱ δυό εὐαγγελιστές γιά τή γέννηση τοῦ Σωτήρα μας, θα κατανοήσουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μόνος σωστός τρόπος σχετικά μέ ὅλα τά πρόσωπα πού ἐμπλέκονται στη διήγηση. Εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος. Ὁ Καίσαρας Αὔγουστος ἔπρεπε ν’ ἀναφερθεῖ στό εὐαγγέλιο και μάλιστα σ’ ἐκεῖνο τό κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου ὅπου ἀναφέρονται κι οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ἡρώδης ἔπρεπε ν’ ἀναφερθεῖ στό εὐαγγέλιο καί στό κεφάλαιο ἐκεῖνο ὅπου ἀναφέρονται κι οἱ μάγοι ἀπό τήν Ανατολή. Γιά ποιό λόγο; Γιά νά φανερώσουν μέ ὅσο τό δυνατό σαφέστερο τρόπο τήν ἀντίθεση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ὑπέρ ή κατά τοῦ Χριστοῦ, ὑπέρ ἤ κατά τῆς ἀληθινῆς θεϊκῆς σοφίας.
Λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος: «Τα μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά» (Α ́Κορ. α’ 27). Εκείνη τήν ἐποχή, κατά τ ̓ ἀνθρώπινα μέτρα, δυνατότερος ἄντρας ἀπό τόν Καίσαρα Αὔγουστο δέν ὑπῆρχε στόν κόσμο. Πιό ἀδύνατοι, πιό φτωχοί καί πιό ἄγνωστοι ἄνθρωποι ἀπό τούς ποιμένες τῆς φτωχῆς καί ἄσημης Βηθλεέμ πάλι δέν ὑπῆρχαν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς γεννήθηκε ἀνάμεσα σ’ αὐτούς τούς ἀδύνατους, φτωχούς κι ἄγνωστους στα μάτια τοῦ κόσμου. Κι ἡ γέννησή Του ἀποκαλύφτηκε σ’ αυτούς πρῶτα. Κι αὐτοί ἦταν πού πρῶτοι ὕμνησαν τή δόξα Του. Ὁ παντοδύναμος Καίσαρας Αὔγουστος πέθανε σωματικά ἀδύναμος, παραμένοντας ὥς τό θάνατό του στή σκιά τῆς αὐταπάτης. Από τήν ἄλλη μεριά τώρα δέν ὑπῆρχε ἔθνος στόν κόσμο πού νά λογάριαζε τόν ἑαυτό του σοφότερο, ἀπό ἐκεῖνο πού ἐξουσίαζε ὁ βασιλιάς Ἡρώδης. Οἱ Ἰουδαῖοι καταφρονοῦσαν τούς ἄλλους λαούς, τούς λογάριαζαν κατώτερούς τους, ἀνόητους. Οἱ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραήλ κι οἱ γραμματεῖς πίστευαν πώς αυτοί μόνο κατεῖχαν τήν ἀλήθεια, πώς αὐτοί μόνο κρατοῦσαν τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Κι ὅμως αὐτοί παράμειναν τυφλοί, δέν εἶδαν τίποτα, ἐνῶ οἱ ἐθνικοί πού αὐτοί περιφρονοῦσαν μπῆκαν μαζί μέ τό Χριστό στίς ἀνοιχτές πύλες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἔτσι ἀντιμετωπίζουμε το παράδοξο αὐτό γεγονός. Ὅταν ὁ Ἡρώδης ἄκουσε γιά τό νεογέννητο Βασιλιά τῶν βασιλέων βιάστηκε νά τόν σκοτώσει. Οἱ σοφοί συμβουλάτορές του κι οἱ ὑπερήφανοι νουνεχεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ δέν τό λογάριασαν ἀπαραίτητο να κάνουν τό δίωρο ταξίδι μέχρι τή Βηθλεέμ γιά νά δοῦν Ἐκεῖνον πού περίμεναν σαράντα γενιές ἀπό τόν Αβραάμ. Οἱ ἀστρολόγοι ἀπό τήν Ανατολή ὅμως, μ ̓ ὅλο πού ἀνῆκαν σέ ἔθνος εἰδωλολατρικό, ταξίδεψαν μῆνες ὁλόκληρους γιά νά προσκυνήσουν τό βασιλιά Χριστό. Ἔτσι ἐπαληθεύονται τα λόγια τοῦ μεγάλου προφήτη Ησαΐα: «Εμφανής ἐγενήθην τοῖς ἐμέ μή ἐπερωτῶσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσιν. εἶπα· ἰδού εἰμι τῷ ἔθνει, οἵ οὐκ ἐκάλεσαν μου τό ὄνομα. ἐξεπέτασα τάς χεῖρας μου ὅλην τήν ἡμέραν πρός λαόν ἀπειθοῦντα καί ἀντιλέγοντα, οἵ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ, ἀλλ ̓ ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ησ. ε’1-2).
Ὁ Ρωμαῖος Καίσαρας ἀπό τή μιά μεριά κι οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ ἀπό τήν ἄλλη, παρουσιάζουν μιάν ἀντίθεση σε κοσμική δύναμη, πλοῦτο καί δόξα. Ὁ Ἡρώδης κι οἱ γραμματεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τή μιά μεριά κι οἱ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τήν ἄλλη, παρουσιάζουν μιά ἄλλη ἀντίθεση, πού ἀφορᾶ τήν κατοχή τῆς ἀλήθειας, τή γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εὐδόκησε νά διαλέξει τούς φτωχούς καί τούς εἰδωλολάτρες, γιά νά καταισχύνει ἔτσι τούς ἰσχυρούς καί τούς ὑπερήφανους. Προτοῦ τους καταισχύνει ὁ Κύριος, τόν εἶχαν οἱ ἴδιοι περιφρονήσει μέ τήν ὑπερηφάνεια καί τήν παρακοή τους. Οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅμως καί τοῦ ἑαυτοῦ τους ἐχθροί, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔπεσαν στήν ὑπερηφάνεια, εἴτε ἐξαιτίας τοῦ πλούτου τους εἴτε τῆς δύναμης καί τῆς σοφίας τους. Ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἰσχυρῶν καί τῶν σοφῶν σχηματίζει ἕνα ἀδιαπέραστο ἐμπόδιο ανάμεσα στούς ἀνθρώπους αὐτούς καί τό Θεό, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἔχει ἐχθρούς πού νά μποροῦν νά τόν βλάψουν, νά τοῦ κάνουν κακό. Τό νά γίνει κάποιος ἐχθρός τοῦ Θεοῦ σημαίνει νά γίνει ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του. Τό νά διαγράψει κανείς τό Θεό από τη ζωή του, σημαίνει να διαγραφεῖ ὁ ἴδιος ἀπό τή Βίβλο τῆς Ζωῆς. Οἱ ὑπερήφανοι ἄνθρωποι πού ἔχουν ἐγκόσμια δύναμη καθώς κι οἱ σοφοί ἐπιστήμονες, πού νομίζουν πώς διέγραψαν τό Θεό ἀπό τή ζωή τους, στην πραγματικότητα δέν ἔκαναν τίποτ’ ἄλλο παρά νά διαγραφοῦν οἱ ἴδιοι ἀπό τή Βίβλο τῆς Ζωῆς. Ἡ αὐταπάτη τους ὅτι κατώρθωσαν νά ἐξορίσουν τό Θεό ἀπό τόν κόσμο, ἰσοδυναμεῖ μέ τήν αὐταπάτη τῶν μωρῶν καί ἀνοήτων που, ἐπειδή κλείνουν τά μάτια τους στόν ἥλιο, νομίζουν πώς τόν ἐξαφάνισαν ἀπό τόν ἔναστρο ουρανό.
Εὐτυχῶς πού οἱ ὑπερήφανοι ἄνθρωποι, εἴτε ἡ ὑπερηφάνειά τους προέρχεται ἀπό ἐξουσία εἴτε ἀπό γνώση, εἶναι λίγοι, εἶναι μειονότητα, γιατί οἱ φτωχοί ἄνθρωποι στόν κόσμο εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς πλούσιους, οἱ ἀμαθεῖς εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς σοφούς. Επομένως μποροῦμε νά συμπεράνουμε πώς οἱ ὑπερήφανοι πλούσιοι τῆς Ρώμης κι οἱ ὑπερήφανοι γραμματεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ δέν ἀντιπροσωπεύουν παρά μιά μειονότητα. Οἱ φτωχοί ποιμένες τῆς Βηθλεέμ ὅμως κι οἱ ἀστρολόγοι ἀπό τήν Ανατολή πού ἐπιθυμοῦσαν κι ἀναζητοῦσαν τήν ἀλήθεια, ἀντιπροσώπευαν τήν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων τήν ἐποχή πού γεννήθηκε ὁ Χριστός. Κι αὐτοί εἶναι οἱ ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι, οἱ «πτωχοί τῷ πνεύματι», οἱ καλλίτεροι υποψήφιοι γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ ἄλλοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς εἶναι πιό δύσκολο νά μποῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀπ’ ὅ,τι εἶναι νά περάσει ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας μιά καμήλα.
Ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ παράδοξοι ἀστρολόγοι ἀπό τήν Ανατολή; Καί πῶς ἔγινε κι ἦρθαν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Ἰησοῦ; Δέν μποροῦμε νά ποῦμε μέ ἀκρίβεια από ποιά χώρα ἦρθαν, ἄν ἦταν δηλαδή ἀπό τήν Περσία ἤ τήν Αἴγυπτο ἤ ἀκόμα ἀπό τή Βαβυλώνα ἤ τή μακρινή Ινδία. Μήπως, ὅπως λέει μιά ὄμορφη παράδοση, ξεκίνησαν χωριστά ὁ καθένας τους, από διαφορετικές χώρες, καί κάπου συναντήθηκαν καί συνέχισαν μαζί τό ταξίδι τους γιά νά προσκυνήσουν τό Μεσσία; Ἡ ἀκρίβεια τῆς χώρας ἀπ’ ὅπου ἦρθαν ὅμως εἶναι ἕνα παράπλευρο, ἕνα ἀσήμαντο γεγονός. Το σπουδαῖο ἐδῶ εἶναι ὅτι ἦρθαν στό ὄνομα ὁλόκληρης τῆς λατρεύουσας τ’ ἄστρα Ἀνατολῆς, γιά νά προσκυνήσουν τό πιό λαμπερό οὐράνιο ἀστέρι πού φάνηκε ποτέ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἐκεῖνο πού θέλει νά πεῖ ὁ εὐαγγελιστής ἐδῶ εἶναι ὅτι ἦρθαν γιά νά προσκυνήσουν το νεογέννητο Μεσσία ἀπό τήν Ανατολή στό ὄνομα τῆς Ἀνατολῆς, ὄχι στό ὄνομα κάποιας ανατολίτικης γῆς ἢ ἑνός λαοῦ τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ Ανατολή εἶχε ξεχάσει τόν ἕνα ἀληθινό καί παντοδύναμο Θεό. Ἔτσι μέ τήν πάροδο του χρόνου ἔπεσε στήν ἐπιρροή τῆς κτιστῆς φύσης. Καί καθώς τά ἄστρα εἶναι τά πιό δυνατά και θαυμαστά σώματα τῆς κτιστῆς φύσης, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀνατολῆς βρίσκονταν στήν ἐπιρροή τους. Οἱ λαοί τῆς Ἀνατολῆς πίστευαν πώς τά ἄστρα ἦταν ζωντανές καί δυνατές ὑπάρξεις πού ἐξουσίαζαν ὅλα τά πλάσματα τῆς γῆς, καθώς καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι θεοποίησαν τά ἄστρα καί τά χώρισαν σέ δυό κατηγορίες. Μερικά ἀπ’ αὐτά τά λογάριαζαν γιά καλά κι ἄλλα γιά κακά. Ὑπῆρχαν καλοί θεοί καί κακοί θεοί, πού ζέσταιναν ἤ ἔκαιγαν μέ τά φλεγόμενα μάτια τους, συντηροῦσαν ἤ κατέστρεφαν τή ζωή. Οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν θυσίες, ἀκόμα καί ἀνθρωποθυσίες, τόσο πρός τούς καλούς ὅσο καί στούς κακούς θεούς, γιά να κερδίσουν τήν εὔνοια τῶν καλῶν θεῶν καί ν’ ἀποφύγουν τήν ἔχθρα τῶν κακῶν. Οἱ μορφωμένοι καί σοφοί ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς, γιά νά γλιτώσουν ἀπ ̓ αὐτές τίς χονδροειδεῖς πεποιθήσεις, ἄρχισαν να παρατηροῦν τά ἄστρα καί τήν ἐπίδρασή τους στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν οἱ πρῶτοι πού ἀνάπτυξαν τήν ἐπιστήμη τῆς ἀστρολογίας. Ἡ ἐπιστήμη αὐτή δέν ἀπελευθέρωσε τούς ἀνθρώπους, ἀλλ ̓ ἀποκάλυψε μιά ἀκόμα μεγαλύτερη δουλεία, ἕναν τρόμο. Οἱ ἀστρολόγοι τῆς Ἀνατολῆς «ἀνακάλυψαν» πώς τά ἄστρα δέν ἦταν πραγματικά θεοί, ὅπως πίστευαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά πώς ἡ κυριαρχική ἐπίδρασή τους σέ ὅλα τά ὄντα στή γῆ ἦταν τόσο δυνατή καί τόσο μαθηματικά ἀκριβής, ὥστε καμιά ζωντανή ὕπαρξη δέν μποροῦσε μέ τίποτα νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ αὐτήν τήν τυφλή κι ἀνελέητη τυραννία τῶν ἄστρων. Λές καί τά ἄστρα δέν εἶχαν δημιουργηθεῖ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος για τά ἄστρα. Τά ἄστρα ἐξουσίαζαν τή γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, τή ζωή του, τήν εὐτυχία ή τή δυστυχία του, τό χαρακτήρα καί τήν ἐξέλιξή του, κάθε γεγονός στη διαδρομή τῆς ζωῆς του καί τόν ἴδιο τό θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἕνας ἀπόλυτος κι ἀβοήθητος σκλάβος τῶν ἄστρων.
Ἡ ἐπιστήμη αὐτή εἶχε σαν αποτέλεσμα ν’ ἀναπτυχθοῦν ὅλα τά εἴδη τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, τῆς μαγείας, βασκανίας, μαντείας καί ὅλων ἐκείνων πού γιά τούς χριστιανούς ἔχουν ἕνα ὄνομα: προκατάληψη. Αὐτό ἦταν ἕνα σκοῦρο κι ἀποπνικτικό σύννεφο πού ἁπλώθηκε ἀπό τήν ̓Ανατολή ὥς τη Δύση καί πίεζε μέ τό νεκρικό τους βάρος ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Οἱ ἀστρολόγοι δέν ἐλευθέρωσαν τήν ἀνθρώπινη συνείδηση. Αντίθετα τήν αἰχμαλώτισαν ἀκόμα περισσότερο. Δημιούργησαν ἕνα δυνατό σάν μολύβι σύστημα μοιρολατρείας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πνιγόταν ἀπό τόν τρόμο τῆς μοναξιᾶς, ἐγκαταλειμένος κι ἀβοήθητος.
Αν καί τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἦταν πηγμένα στο σκοτάδι τῆς ἀστρολογίας, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν ἄφησε να σβήσει κάποια σπίθα πίστης, πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξη ἐλεύθερη, πώς πλάστηκε γιά τήν ἐλευθερία καί κινεῖται πρός τήν ἐλευθερία. Ἡ σπίθα αὐτή ἔγινε σιγά σιγά νοσταλγία, ἐπιθυμία γιά ἐλευθερία, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀστρική φωτιά πού ἐπικρέμονταν πάνω ἀπό τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ νοσταλγία αὐτή γέννησε τήν ἐλπίδα πώς κάποια στιγμή θα φανερωνόταν ἕνα ἀστέρι φιλικό πρός τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τή φυλακή αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί νά τόν ὁδηγήσει στό βασίλειο τῆς ἐλευθερίας. Πώς ἔτσι οἱ ἄνθρωποι θά ἦταν νεκροί «…ἀπό τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου» (Κολ. β’20), ἀλλά ζωντανοί καί ἐλεύθεροι ἐν Θεῶ. Καί τό νοσταλγικό αὐτό ἀστέρι ἐμφανίστηκε μιά νύχτα πάνω από τά παρατηρητικά κεφάλια τῶν ἀστρολόγων τῆς Ἀνατολῆς. Τούς γοήτευσε καί τούς καλοῦσε σ ̓ ἕνα δρόμο ἄγνωστο. Κι ἐκεῖνοι τ ̓ ἄφησαν ἀμέσως ὅλα καί τό ἀκολούθησαν.
Στο δρόμο ἦταν σά νά μιλοῦσαν μέ τό μυστηριώδες αὐτό ἀστέρι κι ἔμαθαν πολλά πράγματα ἀπ’ αὐτό. Ἦταν σά νά ἀνακάλυψαν ἀπό τό ἴδιο τό ἀστέρι πώς δέν ἦταν αὐτό πού θά τούς ὁδηγοῦσε στήν ἐλευθερία, ἀλλά πώς ἦταν ἁπλά ἕνας οδηγός πού θά τούς πήγαινε στο νεογέννητο Βασιλιά, πού ἦταν ὁ ἀληθινός ἐλευθερωτής τῶν ἀνθρώπων. Πώς ὁ βασιλιάς αὐτός θά ὀνομαζόταν Βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων, πώς γεννήθηκε στήν Ἰουδαία καί πώς πρέπει νά τοῦ προσφέρουν τρία δῶρα: χρυσό, λίβανο και σμύρνα.
Οἱ σοφοί ἅγιοι πατέρες λένε πώς τό ἀστέρι αὐτό πού ὁδήγησε τους μάγους ἀπό τήν Ανατολή στη Βηθλεέμ δέν ἦταν ἕνα ἀστέρι σάν τ ̓ ἄλλα, ἀλλά μιά πνευματική δύναμη μέ τή μορφή τοῦ ἄστρου. Ἄν ὁ Κύριος μποροῦσε νά ἐμφανιστεῖ στόν ποιμένα Μωυσή μέ τή μορφή μιᾶς καιόμενης βάτου, στον Αβραάμ μέ τή μορφή τριῶν ἀγγέλων καί στόν προφήτη Ηλία σάν ἀνεμοστρόβιλος καί σάν φωνή, τότε γιατί ὁ Κύριος ἤ κάποιος ἄγγελος νά μήν ἐμφανιστεῖ στους μάγους σάν ἀστέρι; Από τή μεγάλη Του εὐσπλαχνία ἔρχεται στούς ἀνθρώπους καί παρουσιάζεται σ’ αυτούς μέ τή μορφή πού οἱ ἴδιοι τόν ἐπιθυμοῦν. Στούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς, τούς ἀστρολόγους, πού τόν ἀναζητοῦσαν ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια, ἐμφανίστηκε σάν ἄστρο. Στούς Ισραηλίτες ὅμως δέν ἐμφανίστηκε σάν ἄστρο, γιατί ἐκεῖνοι ποτέ δέν τόν ἀναζήτησαν στ’ αστέρια. Γι’ αὐτό καί τό ἄστρο πού προπορευόταν ἀπό τούς μάγους σ’ ὅλο τό ταξίδι τους ἀπό τά χώματα τῆς Ἀνατολῆς, ἐξαφανίστηκε μόλις ἔφτασαν στά Ἱεροσόλυμα. Στήν ἁγία πόλη ὁ Θεός εἶχε ἀποκαλυφθεῖ μέ ἄλλον τρόπο καί δέν ἦταν ἀπαραίτητο να ἐμφανιστεῖ σάν ἄστρο. Ὁ Ἱερώνυμος γράφει στα σχόλιά του στό κατά Ματθαῖον: «Τό ἄστρο ἔλαμψε στην ̓Ανατολή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι νά μάθουν γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, πρός μεγάλη τους ντροπή».
Ὅταν ἔφτασαν στά Ἱεροσόλυμα οἱ μάγοι διηγήθηκαν στον Ηρώδη καί στούς συμβούλους του γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ παράξενου αὐτοῦ ἀστεριοῦ, πού ἦταν σημάδι ὅτι γεννήθηκε ἕνας καινούργιος βασιλιάς στην Ιουδαία. Ὁ Ἡρώδης, μαζί μέ τούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς ἀλλά καί τό λαό τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀντί νά χαροῦν πού ἀξιώνονταν νά δοῦν Ἐκεῖνον πού «πολλοί προφῆται καί βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν… καί οὐκ εἶδον» (Λουκ. ι’24), τί ἔκαναν; «Ἀκούσας δέ Ἡρώδης ὁ βασιλεύς ἐταράχθη καί πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ ̓ αὐτοῦ» (Ματθ. β ́3).
Γιατί ταράχτηκαν ἀφοῦ κάθε μέρα μιλοῦσαν γι ̓ αὐτόν καί κάθε μέρα τόν ἱκέτευαν νά ἔρθει; Γιατί φοβήθηκαν τήν ἔλευση Εκείνου πού χιλιάδες χρόνια τόν περίμεναν οἱ πρόγονοί τους;
Αὐτό πού τούς τάραξε καί τούς φόβισε ἦταν ἡ ἁμαρτία τους. Οἱ δίκαιοι περίμεναν τό Μεσσία σάν φίλο, οἱ ἁμαρτωλοί σάν κριτή. Ὁ Ἡρώδης καί οἱ γραμματεῖς ἦταν κολλημένοι στή γῆ σωματικά καί ψυχικά. Καί φοβοῦνταν πώς ὁ νέος Βασιλιάς θ’ ἀσκοῦσε πίεση πάνω τους γιά ν’ ἀποδεσμευτοῦν ἀπό τή γῆ. Ὁ Ἡρώδης κι οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ φοβοῦνταν ἰδιαίτερα πώς ὁ νέος Βασιλιάς θά τούς ἔβρισκε ἀνάξιους, πώς θά τούς ἔδιωχνε ἀπό τή θέση τους γιά νά βάλει ἄλλους ἐργάτες καί βοηθούς. Οἱ γραμματεῖς φοβοῦνταν πώς θά ἀπέρριπτε ὅλη τή γνώση τους καί θά τούς ἐξανάγκαζε στην περασμένη ἡλικία τους νά μάθουν καινούργια πράγματα. «Τί σημαίνει Αὐτός γιά μᾶς;», θά σκέφτονταν. «Εἴμαστε μιά χαρά καί χωρίς Αὐτόν. Ας ἔρθει ἀργότερα, σε κάποια ἄλλη γενεά, ὄχι τώρα. Υπάρχει χρόνος. Θά μᾶς ἐνοχλήσει, θά μᾶς ταράξει, θά μᾶς πιέσει να κάνουμε καινούργια πράγματα. Θ’ ἀποκαλύψει τις πονηριές μας, τίς πανουργίες μας, θα φανερώσει τη μηδαμινότητά μας, θά μᾶς διώξει ἀπό τίς θέσεις μας γιά νά βάλει ἄλλους, δικούς Του ἀνθρώπους. Θά μᾶς ἀφήσει νηστικούς κυριολεκτικά και μεταφορικά. Θα στερηθοῦμε καί τό ψωμί καί τήν ἐξουσία. Θα πάρει τό λαό μέ τό μέρος του καί μᾶς θά μᾶς διώξει, ἴσως καί νά μᾶς φυλακίσει ἤ νά μᾶς σκοτώσει».
Ὅλα ἐκεῖνα πού θά αἰσθάνονταν καί θά σκέφτονταν οἱ πονηροί ἄνθρωποι στις μέρες μας ἄν ἄκουγαν πώς «ἔρχεται ὁ Χριστός», τά ἔνιωσαν καί τά σκέφτηκαν τότε οἱ πονηροί ἄνθρωποι τῆς Ἱερουσαλήμ πού ἦταν ντυμένοι μέ τό ἔνδυμα τῆς σοφίας καί κρατοῦσαν τό σκῆπτρο τῆς ἐξουσίας.
Κανένας ὅμως δέν τρομοκρατήθηκε ὅσο ὁ Ἡρώδης. Από το φόβο του φώναξε ἀμέσως τούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς γιά νά μάθει ἀπ’ αὐτούς καθαρά πού ἦταν νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος δέν ἦταν Ἰουδαῖος ἀλλά Ιδουμαῖος καί μᾶλλον δέ γνώριζε τις προφητεῖες γιά τό Μεσσία.
Οἱ ἀρχιερεῖς κι οἱ γραμματεῖς ἐπηρεάστηκαν ἀπό τό φόβο τοῦ Ἡρώδη. Ἔτσι ξεφύλλισαν ἀμέσως τίς προφητεῖες καί σύντομα ἀπάντησαν στον Ηρώδη: «Ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας». Ανάφεραν ὀνομαστικά τή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας κι ὄχι κάποια ἄλλη, γιά δυό λόγους. Πρῶτα ἐπειδή ὑπῆρχε ἄλλη μιά Βηθλεέμ στη Ζαβουλών και δεύτερο ἐπειδή ὁ Μεσσίας ἀναμενόταν να ἔρθει ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἀνῆκε κι ὁ βασιλιάς Δαβίδ. Αὐτό τό εἶχε ὁρίσει κι ὁ προφήτης Μιχαίας: «Καί σύ, Βηθλεέμ οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γάρ ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ (ε’1). Εἶπαν ἀκόμα στόν Ἡρώδη πώς ὁ Μεσσίας θά προερχόταν ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα καί πώς αὐτό τό εἶχε προφητέψει ὁ προπάτορας Ιακώβ στήν Αἴγυπτο ὅταν εὐλόγησε τά παιδιά του τήν ὥρα πού πέθαινε καί μίλησε προφητικά γιά τούς ἀπογόνους τους. Τήν ὥρα πού ἔβαλε τα χέρια του πάνω στό κεφάλι τοῦ Ἰούδα εἶπε: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ. . .καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γέν. μθ’10).
Ὁ προφήτης Μιχαίας προφήτεψε επίσης πώς Ἐκεῖνος θά ποιμάνει τόν λαό του τόν Ἰσραήλ. Αὐτό σημαίνει πώς δέ θά εἶναι σάν τούς ἄλλους βασιλεῖς καί ἄρχοντες πού ἤξεραν μόνο πῶς θά κυβερνοῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά θά ἦταν φύλακας γιά τό ποίμνιό Του, ὅπως οἱ γονεῖς γιά τά παιδιά τους.
Όταν ὁ Κύριος φανερώθηκε στή γῆ, ὁ κόσμος πεινοῦσε καί διψοῦσε πραγματικά γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅτι ἔτσι ἦταν ὁ κόσμος τήν ἐποχή ἐκείνη τό συμπεραίνουμε ἀπό δυό γεγονότα πού ἔγιναν ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι οἱ μάγοι ξεκίνησαν να κάνουν ἕνα πολύ μακρινό καί πολύ ἐπικίνδυνο ταξίδι γιά νά δοῦν Ἐκεῖνον πού πίστευαν πώς ἦταν πλούσιος σε πνευματική τροφή. Τό δεύτερο εἶναι πώς οἱ μοναδικοί «σοφοί» ἄνθρωποι στόν κόσμο που γνώριζαν τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό, δηλαδή οἱ μορφωμένοι τοῦ Ἰσραήλ, ἦταν τόσο πολύ ἀφυδατωμένοι πνευματικά, ὥστε δέν μποροῦσαν πιά οὔτε νά νιώθουν τήν πείνα, βρίσκονταν οὐσιαστικά σέ πνευματικό λήθαργο. Αν ἦταν σέ κατάσταση νά νιώθουν ἔστω καί τήν παραμικρή πείνα, θά εἶχαν τρέξει μαζί μέ τούς μάγους στη Βηθλεέμ γιά νά δοῦν τόν καινούργιο Βασιλιά, το Μεσσία. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τρέφεται μέ πνευματική τροφή τόσο περισσότερο ἐπιζητεῖ τήν τροφή αὐτή. Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς. Οἱ σοφοί τοῦ Ἰσραήλ ὅμως ἄκουσαν μέ παγερή ἀδιαφορία, σαν παράλυτοι σχεδόν, τήν εἴδηση γιά τή γέννηση τοῦ Μεσσία. Το μόνο πού ἔνιωσαν ἦταν μίσος γι ̓ Αὐτόν καί φόβο γιά τόν ἑαυτό τους.
Ἡ πληροφορία τῶν σοφῶν τῆς Ἱερουσαλήμ πρέπει νά ἐκνεύρισαν τόν Ἡρώδη γιά δυό λόγους. Ὁ ἕνας λόγος ἦταν ἐπειδή ἡ προφητεία ἦταν σαφής. Δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας πώς ὁ νέος Βασιλιάς θά γεννιόταν στη δική του βασιλεία, τοῦ Ἡρώδη, στήν Ἰουδαία, στη γειτονιά δηλαδή τῆς πρωτεύουσας. Ὁ ἄλλος λόγος ἦταν ἐπειδή ἡ προφητεία μιλοῦσε καί γιά τόν χαρακτήρα τοῦ καινούργιου βασιλιᾶ: θά ποίμαινε τό λαό Του. Θά ἦταν ἀληθινός ποιμένας γιά τό ποίμνιό του, μέριμνα και φροντίδα Του θά ἦταν να δώσει τροφή στούς πεινασμένους. Ὁ δεύτερος αὐτός λόγος ἦταν γιά τόν Ἡρώδη τό ἴδιο δυσάρεστος μέ τόν πρῶτο. Γιατί αὐτό σήμαινε πώς ὁ καινούργιος αὐτός Βασιλιάς θά ἦταν καλλίτερος ἀπό τόν Ἡρώδη. Γιατί Αὐτός θά μεριμνοῦσε γιά τό λαό Του, θά τόν ἔτρεφε καί θά τόν προστάτευε, ὅπως κάνει ὁ ἀληθινός τσοπάνης γιά τά πρόβατά του. Μά τότε ὁ κόσμος θ ̓ ἀγαποῦσε περισσότερο τόν καινούργιο Βασιλιά ἀπό τόν Ἡρώδη πού συμπεριφερόταν σάν τύραννος, πού ἦταν στήν οὐσία ἕνας λύκος πού φοροῦσε προβιά.
Ἕνας βασιλιάς με τέτοια χαρακτηριστικά ἦταν ἀπειλή γιά τήν κυριαρχία τοῦ Ἡρώδη, ἀλλά καί γιά τούς ἐπιγόνους του, ἀφοῦ ἡ γέννησή Του θα γινόταν σχεδόν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πρωτεύουσας. Κι ὁ φόβος του τόν ἔκανε να σχεδιάσει τήν αὐτοπροστασία του. Μόνο πού τό σχέδιο αὐτό ὁδηγοῦσε στήν αἱματοχυσία, ὅπως βέβαια γινόταν καί σέ κάθε ἄλλη περίπτωση πού κάποιος θά ἐπιβουλευόταν τό θρόνο τοῦ Ἡρώδη. Ἔτσι ὁ βασιλιάς κάλεσε μυστικά τους μάγους κι ἄρχισε νά τούς ζητάει λεπτομέρειες γιά τό παράδοξο ἀστέρι. Αὐτό βέβαια δέν ἦταν τό κύριο ζητούμενο γι’ αυτόν. Είχε ἤδη πειστεῖ ἀπόλυτα πώς ὁ νέος ἀντίπαλός του είχε γεννηθεῖ. Τό πίστευε αὐτό ἐπειδή τό ἔλεγε ἡ προφητεία, ἀλλά καί ἐπειδή είχε φανεῖ τό ἄστρο του στόν οὐρανό κι ἦρθαν οἱ μάγοι ἀπό τήν Ανατολή.
Αν ὁ Ἡρώδης διέθετε κάποια πίστη, αὐτή θά ἦταν ἡ πίστη κάποιου ἀστρολόγου, κάποιου μάντη, ὅπως ἦταν ἡ πίστη ὅλων σχεδόν τῶν ἀρχοντικῶν κύκλων τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐκείνη τήν ἐποχή. Γιά τόν Ηρώδη τό πιό σπουδαῖο πράγμα ἦταν τότε νά ‘χει κάποιο ἀποτέλεσμα ἡ συζήτησή του μέ τούς μάγους, γι’ αὐτό καί τούς κάλεσε μυστικά καί τούς εἶπε: «Πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περί τοῦ παιδίου, ἐπάν δέ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγώ ἐλθών προσκυνήσω αὐτόν» (Ματθ. B’8).
Ὁ Ἡρώδης θέλησε ἔτσι νά μετατρέψει τους μάγους σε κατασκόπους του, κατά κάποιο τρόπο συμμέτοχους στό βδελυρό κι ἀπαίσιο σχέδιο πού εἶχε κιόλας στό νοῦ του. Τούς σπουδαίους ἐπισκέπτες του, πού ἀπό δίψα για τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία ἄφησαν τήν πατρίδα τους κι ὅλες τους τίς ἀνέσεις κι ἔκαναν ἕνα τόσο μακρύ κι ἐπικίνδυνο ταξίδι, ὁ Ἡρώδης θέλησε νά τούς κάνει μέρος τῆς ἀποτρόπαιης μηχανορραφίας του γιά τό φρικιαστικό ἔγκλημα πού ἑτοίμαζε, ὥστε νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τί φρικώδης κόλαση, τί ἄβυσσος κακίας καί τί τρομερός θερισμός στόν ἀγρό τῆς ἁμαρτίας του Αδάμ!
Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ είχε προβλέψει πολλούς αἰῶνες νωρίτερα τήν ὕπαρξη τέτοιου βασιλιᾶ στό λαό τοῦ Ἰσραήλ καθώς καί τίς σατανικές μεθοδεύσεις του, ὅταν ἔλεγε: «Καί σύ, βέβηλε, ἄνομε, ἀφηγούμενε τοῦ Ἰσραήλ, οὗ ἥκει ἡ ἡμέρα, ἐν καιρῷ ἀδικίας πέρας, τάδε λέγει Κύριος· ἀφείλου τήν κίδαριν καί ἐπέθου τόν στέφανον· αὕτη οὐ τοιαύτη ἔσται· ἐταπείνωσας τό ὑψηλόν καί ὕψωσας τό ταπεινόν. ἀδικίαν ἀδικίαν-ἀδικίαν θήσομαι αὐτήν, οὐδ ̓ αὕτη τοιαύτη ἔσται, ἕως οὗ ἔλθῃ ᾧ καθήκει, καί παραδώσω αὐτῷ» (κα’ 25-27).
Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ανατολή ἄφησαν τόν Ἡρώδη και τό συρφετό τῶν πνευματικά ζητιάνων πού τόν περιτριγύριζαν κι ἔφυγαν ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Μέ μεγάλη δίψα γιά τήν ἀλήθεια ἀκολούθησαν τό δρόμο τους. Πέρασαν μέσα ἀπό τούς ἴδιους δρόμους καί τά ἴδια σοκάκια πού στά παλιότερα χρόνια εἶχαν βαδίσει οἱ ἐμπνευσμένοι προφῆτες, ἐκεῖνοι πού εἶχαν προφητέψει τήν ἔλευση του Βασιλιά Εκείνου πού οἱ ἴδιοι τώρα πήγαιναν γιά νά προσκυνήσουν. Πέρασαν κοντά ἀπό τούς τάφους τῶν καιόμενων αὐτῶν λύχνων πού νωρίτερα εἶχαν δώσει μιά καθαρή εἰκόνα τοῦ Βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων. Δέ γνώριζαν τίποτα γιά Ἐκεῖνον. Δέν εἶχαν διαβάσει τους προφῆτες τῶν Ἑβραίων. Ἡ καρδιά τους ὅμως τούς πληροφοροῦσε πώς ὅ,τι καλό περίμεναν, θά τό ‘βρισκαν στο νεογέννητο Βασιλιά. Καθώς ἄφησαν πίσω τους τήν πόλη θα πρέπει να πέρασαν ἀπό τόν πύργο τοῦ Δαβίδ, ὅπου ὁ προφητάνακτας τραγουδοῦσε γιά τόν ἔνδοξο ἀπόγονό του παίζοντας τή λύρα του. Ἄφησαν πίσω τους τήν πόλη ὅπου ὁ Θεός εἶχε δείξει πολλά σημεῖα γιά τόν ἐρχόμενο Χριστό κι ἀκολούθησαν τό μοναδικό σημείο πού τούς ἔδειξε ὁ Κύριος: τό ὑπέρλαμπρο ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς, πού παραδόξως τούς περίμενε ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ.
«Καί ἰδού, ὁ ἀστήρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς» (Ματθ. β’9) . Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρά τους! Θα πρέπει νά ἦταν καβάλα σε καμῆλες, γιατί καί τό ταξίδι ὥς τήν Ἱερουσαλήμ ἦταν πολύ μακρινό, μά καί τό ἔδαφος ἦταν ἔρημος, γεμάτη άμμο. Από τήν Ἱερουσαλήμ πρός Βηθλεέμ ὁ δρόμος στήν ἀρχή εἶναι ἀνηφορικός, μετά περνάει ἀπό ἕνα ψηλό καί βραχῶδες ὀροπέδιο, ἀπό πεδιάδες καί περιφραγμένους ἐλαιῶνες, μετά κοντά ἀπό τόν τάφο τῆς Ραχήλ καί τελικά φτάνει στον τελικό του προορισμό. Τα μάτια τῶν μάγων ἔβλεπαν τό λαμπερό ἀστέρι, ἡ καρδιά τους χαιρόταν κι ἡ σκέψη τους γύριζε συνέχεια στο νεογέννητο. Μά ἡ χαρά τους ἦταν ἀπερίγραπτη ὅταν εἶδαν τό ἀστέρι να κατεβαίνει καί νά στέκεται πάνω ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ὁ εὐαγγελιστής μᾶς λέει ὅτι «ἐχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα».
Οἱ μάγοι μπῆκαν στο σπήλαιο με φόβο καί δέος και «εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ, καί πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. β ́ 11). Λογικά πρέπει νά εἶδαν πρῶτα τή Μαρία κι ἔπειτα τό παιδί. Ὁ εὐαγγελιστής ὅμως δίνει ἔμφαση στο παιδίον κι ἔπειτα στή Μαρία. Τόν Ἰωσήφ δέν τόν ἀναφέρει καθόλου. Βάζει στή σειρά τήν ἁγία οἰκογένεια ἀνάλογα μέ τή σπουδαιότητα πού ἔχουν γιά τούς ἐπισκέπτες τους πού ἦρθαν ἀπό μακριά, ἀπό τά χώματα τῆς Ἀνατολῆς. Γι’ αὐτούς τό πιό σπουδαῖο πράγμα ἦταν νά δοῦν τό Βασιλιά, ἔπειτα τή μητέρα Του κι ὕστερα ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔβαλε τόν Ἰωσήφ δίπλα στη Μαρία γιά τούς Ἰουδαίους, ὄχι γιά τούς εἰδωλολάτρες. Λόγω τῶν Ἰουδαίων, ὁ Ἰωσήφ ἔπρεπε νά εἶναι γνωστός ὡς ἄνδρας τῆς Μαρίας, γιά νά τήν προστατέψει ἀπό τήν περιφρόνηση τῶν νομοθετῶν καί τή σκληρότητα τῶν ἐπίγειων νόμων. Γιά τούς εἰδωλολάτρες πού ἦρθαν ἀπό μακριά ὁ Ἰωσήφ ἦταν σά νά μήν ὑπῆρχε. Αὐτό θέλει νά δείξει ὁ εὐαγγελιστής μέ τό ν’ ἀναφέρει τόν Ἰησοῦ καί τή Μαρία ἀλλ ̓ ὄχι καί τόν Ἰωσήφ, μ ̓ ὅλο πού οἱ μάγοι πρέπει νά τόν εἶδαν κι αὐτόν.
Καί πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ. Ἐκεῖνοι πού προσκυνοῦσαν τά ἄστρα μέ φόβο καί τρόμο, πέφτουν μέ μεγάλη χαρά τώρα καί προσκυνοῦν τόν Κύριο πού ἦρθε στή γῆ γιά νά τούς ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τῶν ἄστρων καί τήν πίστη τους στη τυφλή μοίρα.
«Καί ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναn» (Ματθ. (11). Τρία δῶρα ἔφεραν στο νεογέννητο Βασιλιά. Καί χωρίς νά τό θέλουν συμβόλισαν τήν ἁγία καί ζωοποιό Τριάδα, στό ὄνομα τῆς Ὁποίας ἦρθε στον κόσμο τό παιδί Ἰησοῦς, ἀλλά καί τήν τριπλή διακονία τοῦ Κυρίου: τή βασιλική, τήν ἱερατική καί τήν προφητική, γιατί ὁ χρυσός συμβολίζει τήν αὐτοκρατορική, τό λιβάνι τήν ἱερατική καί ἡ σμύρνα τήν προφητική ἤ τή θυσιαστική. Το νεογέννητο βρέφος θά γινόταν ὁ Βασιλιάς τοῦ ἀθάνατου βασιλείου, ὁ ἀναμάρτητος ἱερέας καί προφήτης καί, ὅπως οἱ περισσότεροι προφῆτες πρίν ἀπ ̓ Αὐτόν, θά θανατωνόταν.
Ὅλοι τό γνωρίζουν πώς ὁ χρυσός μαρτυρεί κάποιον βασιλιά καί τή βασιλεία του. Ὅλοι γνωρίζουν πώς το λιβάνι μαρτυρεῖ ἱερωσύνη καί προσευχή. Κι ἐπίσης ὅλοι γνωρίζουν ἀπό τήν Αγία Γραφή πώς τό λιβάνι μαρτυρεῖ τή θνητότητα. Ὁ Νικόδημος ἄλειψε τό σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ μέ μύρα (πρβλ. Ἰωάν. ιθ’39-40). Αλειφαν τά σώματα γιά νά τά διατηρήσουν κάπως περισσότερο ἀπό τή φθορά τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος φωτίστηκε ἀπό τό Χριστό, πού ἔλαμψε σαν χρυσός. Καί γέμισε ἀπό προσευχές καί θυμιάματα, ὅπως ἕνας ναός. Ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη γέμισε ἀπό τό ἄρωμα τῆς διδασκαλίας Του.
Τα τρία δῶρα ὅμως συμβολίζουν ἐπίσης τήν καρτερία καί τό ἀμετάβλητο. Ο χρυσός παραμένει χρυσός, τό λιβάνι παραμένει λιβάνι καί τό μύρο παραμένει μύρο. Κανένα ἀπ’ αὐτά δέ χάνει τήν ἰδιότητά του όσα χρόνια κι ἄν περάσουν. Μετά από χίλια χρόνια ὁ χρυσός ἐξακολουθεῖ νά λάμπει, τό λιβάνι να καίει καί τό μύρο διατηρεῖ τό ἄρωμά του. Δέ θά μποροῦσαν νά βρεθοῦν ἄλλα πιό ἀντιπροσωπευτικά ἀντικείμενα στή γῆ πού νά συμβολίζουν τόσο πιστά τήν ἐπίγεια ἀποστολή τοῦ Χριστοῦ ἤ νά δείχνουν πιό καθαρά καί ἐκφραστικά τόν αἰώνιο χαρακτήρα τοῦ ἔργου Του στή γῆ, καθώς καί ὅλες τίς πνευματικές καί ἠθικές ἀξίες πού ἔφερε ἀπό τόν οὐρανό στόν κόσμο. Ἔφερε τήν ἀλήθεια, τήν προσευχή, τήν ἀθανασία.
Μέ ποιό ἄλλο ἀντικείμενο στή γῆ, ἐκτός ἀπό τό χρυσό, θά μποροῦσε νά συμβολιστεί καλύτερα ἡ ἀλήθεια; Ὅ,τι καί νά κάνεις στό χρυσό, αὐτός θά ἐξακολουθεῖ νά λάμπει.
Μέ ποιό ἄλλο ἀντικείμενο θά μποροῦσε νά συμβολιστεῖ καλύτερα ἡ προσευχή ἂν ὄχι μέ τό λιβάνι; Όπως ὁ καπνός ἀπό τό λιβάνι γεμίζει τήν ἐκκλησιά ὁλόκληρη, ἔτσι γεμίζει κι ἡ προσευχή ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ καπνός ἀνεβαίνει ψηλά, ἔτσι ἀνεβάζει ἡ προσευχή τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό. «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου», λέει ὁ Ψαλμωδός (ψαλμ. ρμα 2). Είναι γεγονός πώς κι ἄλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μά κανένας καπνός δέν ἐμπνέει τήν ψυχή γιά προσευχή.
Ποιό ἄλλο ἐπίγειο ἀντικείμενο θά μποροῦσε νά συμβολίσει καλύτερα τήν ἀθανασία ἀπό τό μύρο; Ἡ θνητότητα ἀποπνέει δυσωδία, ἐνῶ ἡ ἀθανασία ἔχει μιά διαρκή εὐωδία.
Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ανατολή συμβόλισαν ἔτσι ἔστω κι ἀνεπίγνωστα ὁλόκληρη τη χριστιανική πίστη. Ξεκίνησαν ἀπό τήν Αγία Τριάδα κι ἔφτασαν ὥς τήν ̓Ανάσταση καί τήν ἀθανασία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τῶν πιστῶν Του. Δέν εἶναι ἁπλοί προσκυνητές, μά πραγματικοί προφῆτες. Προφῆτες τόσο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅσο καί τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Από μόνοι τους, μέ τή δική τους ἀντίληψη καί γνώση, δέ θά τά ἤξεραν ὅλ ̓ αὐτά. Ἦταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού τούς ἔστειλε στη Βηθλεέμ καί τούς ἔδωσε τό παράξενο αυτό ἄστρο νά τούς ὁδηγεῖ.
Ὅταν τέλειωσαν το προσκύνημά τους στη Βηθλεέμ σκέφτηκαν ν’ ἀκολουθήσουν τόν ἴδιο δρόμο πού ἦρθαν καί νά περάσουν ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἡρώδης τούς περίμενε ἀνυπόμονα. Καί κεῖνοι σκέφτηκαν νά πᾶνε για να μοιράσουν τή χαρά τους μέ τό θλιμμένο βασιλιά. Αλλά «χρηματισθέντες κατ ̓ ὄναρ μή ἀνακάμψαι πρός Ἡρώδην, δι ̓ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν» (Ματθ. β’12).
Οἱ μάγοι εἶχαν δείξει τήν ἀφοσίωσή τους στό νεογέννητο βρέφος, καί Ἐκεῖνο ὁδηγοῦσε τά βήματά τους. Δέ γνώριζαν τήν καρδιά τοῦ Ἡρώδη οὔτε καί τίς κακές του προθέσεις. Ἡ θεία πρόνοια ὅμως πού γνωρίζει τά πάντα τούς τά φανέρωσε αὐτά σέ ὄνειρο καί τούς ἔδωσε ἐντολή νά μή γυρίσουν ἀπό τόν ἴδιο δρόμο πού ἦρθαν, ἀλλά νά πᾶνε στήν πατρίδα τους ἀπό ἄλλο δρόμο.[1]
Τήν ἐντολή αὐτή οἱ μάγοι πρέπει νά τήν πῆραν ἀπό κάποιον ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶχε κάνει
κι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ σέ ἀρκετές περιπτώσεις. Ὑπακούοντας σέ ὅλα τό Θεό πῆραν ἀμέσως ἄλλο δρόμο καί πέρασαν ἔξω ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Ξεκίνησαν τό ταξίδι πρός τήν πατρίδα τους χαρούμενοι, δοξολογώντας συνέχεια τό Θεό καί τό νεογέννητο Σωτήρα τοῦ κόσμου. Μαζί τους πῆραν ἕνα δῶρο πολύ μεγαλύτερο ἀπό ἐκεῖνα πού κουβάλησαν ὅταν ξεκίνησαν γιά νά βροῦν το Βασιλιά Χριστό. Τώρα κουβαλοῦσαν στην καρδιά τους τόν ἴδιο τό βασιλιά Χριστό. Αντί γιά τό χρυσό, τό λιβάνι καί τό μύρο που Τοῦ εἶχαν προσφέρει, τῶρα κουβαλοῦσαν καρδιές γεμάτες ἀλήθεια, προσευχή καί τοῦ Χριστοῦ τήν ἀθάνατη εὐωδία.
Σέ μικρό χρονικό διάστημα λοιπόν ἔφτασαν στό ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ γιά νά προσκυνήσουν τό Χριστό ποιμένες καί μάγοι, οἱ πιό ἁπλοϊκοί καθώς κι οἱ πιό μορφωμένοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Εἴτε ἁπλοϊκοί εἴμαστε εἴτε σοφοί, συμπεραίνουμε ἀπ’ αὐτό πώς ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη τό Χριστό ἐξίσου. Πώς πρέπει ὅλοι, μέ τήν ἴδια ὑπακοή καί ταπείνωση νά Τόν λατρεύουμε, ἐπειδή εἶναι ὁ ζωοδότης, νά τόν δοξάζουμε ὡς Θεό καί Σωτήρα μας, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Αμήν.
[1] Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος στις Ὁμιλίες του στά Εὐαγγέλια: «Οἱ μάγοι ἔχουν κάτι σπουδαῖο νά μᾶς δείξουν μέ τήν ἐπιστροφή στην πατρίδα τους ἀπό ἄλλο δρόμο. Πατρίδα μας εἶναι ὁ παράδεισος. Ὅταν γνωρίσουμε τό Χριστό, ὁ δρόμος γιά νά γυρίσουμε στόν παράδεισο ἀπό κεῖ πού ἤρθαμε εἶναι κλειστός. Φύγαμε ἀπό τήν πατρίδα μας ἀκολουθώντας το δρόμο τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς παρακοῆς καί τῆς πρόληψης πρός τόν ἀόρατο κόσμο, ἀφοῦ δοκιμάσαμε τόν ἀπαγορευμένο καρπό. Στο δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρέπει ν ̓ ἀκολουθήσουμε τό δρόμο τῶν δακρύων καί τῆς ὑπακοῆς, τῆς περιφρόνησης τῶν ἐγκοσμίων καί τῆς ἀποχῆς ἀπό τίς σωματικές ἐπιθυμίες».