ΚΑΠΟΤΕ ρώτησε ο Αββάς Μωϋσής το νεαρό Ζαχαρία:
– Τί να κάνω, παιδί μου, για να σωθώ;
– Εμένα τον ανίδεο ρωτάς, Αββά; του είπε εκείνος συνεσταλμένος.
– Πίστεψε με, Αδελφέ, είδα το Πνεύμα το Αγιον να σ’ επισκιάζη κι αυτό μ’ αναγκάζει να σε συμβουλευτώ, αποκρίθηκε ο Γέροντας.
Ο Ζαχαρίας τότε έβγαλε από το κεφάλι του τον καλογερικό σκούφο του, τον πέταξε κατά γης κι άρχισε να τον ποδοπατά λέγοντας:
– Αν ο καλόγερος δεν ποδοπατηθή κατ’ αυτόν τον τρόπο, Αββά, δεν βρίσκει σωτηρία
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
– Ο Κύριος σου σε διατάζει• κάνε αμέσως αυτό που ζητεί.
Αν ερχόταν σε λίγο άλλος, να τον επιφορτίση με πιο δύσκολη δουλεία, ψιθύριζε:
– Είναι ο αδελφός του Κυρίου σου• πρέπει να τον ακούσης.
Καμμιά φορά συνέβαινε να τον προστάζη κι ο μικρότερος του. Τότε γινόταν πιο πρόθυμος.
– Υπάκουσε γρήγορα στον γυιό του Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στον εαυτό του.
Έτσι εξυπηρετούσε όλους με πολλή ταπείνωσι κι έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.
Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ κάποιου πλούσιου στην Αλεξάνδρεια κυριεύτηκε ξαφνικά από πονηρό πνεύμα και βασανιζόταν σκληρά. Ο πατέρας της ξόδεψε πολλά χρήματα για να την κάνη καλά. Ανώφελα όμως. Η κατάστασις της νέας όλο και χειροτέρευε. Κάποτε έμαθε πως ένας Ερημίτης, που ασκήτευε πάνω στο βουνό, είχε από τον Θεό το χάρισμα να διώχνη τα διαμόνια. Του είπαν όμως πως ήταν τόσο ταπεινός, που ποτέ δεν θα δεχόταν να κάνη μια τέτοια θεραπεία. Έπρεπε λοιπόν να βρη κάποια άλλη πρόφασι ο άρχοντας για να τον φέρη στο σπίτι του.
Μια μέρα κατέβηκε στην πόλι ο Ερημίτης να πουλήση τα πανέρια του. Ο πατέρας της κόρης έστειλε ένα υπηρέτη ν’ αγοράση μερικά και να τον προσκαλέση στο σπίτι για να πληρωθή. Ανύποπτος εκείνος πήγε. Μόλις όμως πάτησε μέσα το πόδι του, η δαιμονισμένη, που ήταν κρυμμένη πίσω από την πόρτα, ώρμησε πάνω του και του έδωσε ένα δυνατό μπάτσο στο πρόσωπο. Ο Αγιος Ερημίτης, χωρίς να χάση καθόλου την ηρεμία του, έστρεψε ταπεινά και το άλλο μέρος, εκτελώντας έτσι την εντολή του Κυρίου.
Τότε έγινε αυτό το ξαφνικό: Το δαιμόνιο άρχισε να σπαράζη άγρια και να βγάζη απελπιστικές κραυγές:
– Ω, βία! Φεύγω, δεν μπορώ να μείνω πια, με διώχνει η εντολή του Χριστού.
Με τα λόγια αυτά ελευθέρωσε το βασανισμένο πλάσμα. Ολόκληρη η οικογένεια, μαζί με την κόρη που βρήκε πια τα λογικά της, δόξασαν τον Θεό για το μεγάλο θαύμα που είδαν με τα μάτια τους και ζήτησαν τον Αγιο Γέροντα για να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος όμως, αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, είχε κιόλας εξαφανισθή.
Όταν οι Πατέρες στην έρημο πληροφορήθηκαν τα γεγονότα, έλεγαν μεταξύ τους, πως τίποτε άλλο δεν καταβάλλει την υπερηφάνεια του διαβόλου, όσο η ταπεινοσύνη και η υποταγή στις θείες εντολές.
ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ μοναχοί μιας σκήτης επισκεφθήκανε έναν από τους Γέροντας για να τον συμβουλευθούν. Εκείνος τους υποδέχθηκε με χαρά κι αφού είπε την συνηθισμένη προσευχή, κάθισε μαζί τους κι απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις τους. Όταν πια σηκώθηκαν να φύγουν, είπαν στον Γέροντα να κάνη προσευχή.
– Δεν προσευχηθήκαμε; Είπε μ’ απορία εκείνος.
– Προσευχηθήκαμε, Αββά όταν ήρθαμε• ύστερα όμως αρχίσαμε την συνομιλία.
– Συγχωρήσατέ με, παιδιά μου, αλλά ξέρω καλά πως ένας από μας είπε εκατό ευχάς στο διάστημα της συνομιλίας.