ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ μοναχοί μιας σκήτης επισκεφθήκανε έναν από τους Γέροντας για να τον συμβουλευθούν. Εκείνος τους υποδέχθηκε με χαρά κι αφού είπε την συνηθισμένη προσευχή, κάθισε μαζί τους κι απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις τους. Όταν πια σηκώθηκαν να φύγουν, είπαν στον Γέροντα να κάνη προσευχή.
– Δεν προσευχηθήκαμε; Είπε μ’ απορία εκείνος.
– Προσευχηθήκαμε, Αββά όταν ήρθαμε• ύστερα όμως αρχίσαμε την συνομιλία.
– Συγχωρήσατέ με, παιδιά μου, αλλά ξέρω καλά πως ένας από μας είπε εκατό ευχάς στο διάστημα της συνομιλίας.
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΠΕΡΑΣΑΝ κάποτε από το κελλί του Αββά Λουκίου οι λεγόμενοι Ευχίται Μοναχοί. Ο Γέροντας τους κράτησε και συνωμίλησε μαζί τους.
– Ποιό είναι το έργο σας, αδελφοί; Τους ρώτησε.
– Εμείς δεν ασχολούμεθα με καμμιά υλική εργασία, αποκρίθησαν εκείνοι. Ακολουθούμε τη σύστασι του θείου Παύλου: αδιαλείπτως προσευχόμεθα.
– Δεν τρώτε καθόλου;
– Τρώμε.
– Δεν κοιμάσθε;
– Κοιμώμεθα λίγο.
– Όταν κοιμάσθε, ποιός προσεύχεται για σας;
– …
– Μα τότε, αδελφοί μου, είπε ο Αββάς Λούκιος, δεν κάνετε ακριβώς αυτό που λέτε. Εμείς εδώ κάνομε εργόχειρο για να μη ζούμε εις βάρος άλλων και να πως τηρούμε το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»:
Όταν αρχίζωμε το πρωί τη δουλειά μας, λέγει ο καθένας μας: « ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου». Δεν είναι τούτο προσευχή;
Όταν με το νου προσεύχωμαι, τα χέρια μου πλέκουν. Από την εργασία μου αυτή κερδίζω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ελάχιστα για το καθημερινό μου ψωμί και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη στους πτωχούς και αρρώστους αδελφούς μου, που δεν μπορούν να εργασθούν. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι αδελφοί. Όταν λοιπόν εμείς τρώμε ή κοιμώμεθα, οι πτωχοί προσεύχονται για μας και η καρδιά μας μας πληροφορεί πως έτσι εφαρμόζομε τη σύστασι του Αποστόλου.
Διηγείτο ο πολυσέβαστος ιερομόναχος Ε, ερημίτης των Κατουνακίων. Κάποιος αδελφός μου είπε για την κατάκριση. «κατακρίνω πολύ, πώς να αποφύγω την κατάκριση;» Και του είπα. Όταν πρόκειται να μιλήσεις για ένα πρόσωπο, λέγε. Τώρα είναι παρών.
Πάρε παράδειγμα εσένα π.χ. όταν είσαι παρών, δεν σε κατακρίνει ο άλλος, όταν είσαι απών, σε κοπανάει στο κεφάλι σε κατακρίνει. Θυμάμαι ότι όταν ζούσε ο Γέροντας, τον κατέκρινε σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή. Βλέπω ντουβάρι, δεν μπορώ να προχωρήσω την ευχή. Κύριε Ιησού…..Κύριε Ιησού …….δεν προχωρά κάπου έχω σφάλει σκέπτομαι, κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν; Την προηγούμενη μέρα που πήγα, τι έκανα, τι μίλησα, τι έπραξα; Το βρήκα είχα κατακρίνει τον Γέροντα μου. Η άλλη μέρα ήταν Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω. Ο παπάς εδώ τάχη δογματικά. Πρέπει να λειτουργήσει. Εκτός αν έχει κώλυμα. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή. Θεέ μου, συγχώρεσε με. Θεέ μου έσφαλα. Συγχώρεσε με ζητώ συγγνώμη. Τίποτα. Καλά για μένα δεν έχει συγχωρέσει, δεν υπάρχει «ευλόγησαν»; Εφ` όσον σε λύπησα, «ευλόγησαν». Οφείλω να έχω το «Θεός σχωρές» Τίποτα. Μα ο Πέτρος Σε αρνήθηκε τρεις φορές και τον συγχώρεσες. Εγώ δεν σε αρνήθηκα. Κατέκρινα τον Γεροντά μου. Ε` τώρα, βάζω κι εγώ μετάνοια. Μετανόησα και ζητώ συγχώρηση. Τίποτα. Λέγοντας αυτά έπιασα πάλι το κομποσχοίνι. Τίποτα. Δεν προχωρά η προσευχή. Αρχισα τα κλάματα. Έβγαιναν τα δάκρια ποτάμι. Δεν είναι τόσο να κατακρίνεις ένα ξένο, όσο να κρίνεις τον Γεροντά σου. Αλίμονο σου. Κατακρίνεις τον ίδιον τον θεό. Αρχισα τα κλάματα. Τρεις ώρες έφαγα. Μια ακολουθία της Κυριακής είναι τρεις ώρες. Αρχισα τα κλάματα. Θεέ μου, θεέ μου δεν υπάρχει για μένα «ευλόγησον» ο Θεός του ελέους και της ευσπλαχνίας είσαι. και εμένα δεν με συγχωράς. Εγώ σου λέω ‘ευλόγησον’ Και η όσια Μαρία η Αιγύπτια όταν μετανόησε την συγχώρησες, και πολλή άγιοι ήσαν αμαρτωλοί, αλλά τους συγχώρεσες. Και Νεομάρτυρες που είχαν γίνει Τούρκοι τους συγχώρεσες και τους ελέησες. Για μένα δεν υπάρχει έλεος δεν υπάρχει συγχώρηση; Τρεις ώρες έφαγα. Έκανα την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα. Στο τέλος βλέπω μια ειρήνη, μια χαρά μέσα μου. Αρχισα τότε. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ηρέμησα. Και έτσι προχώρησα στην λειτουργία. Αλλιώς δεν μπορείς να προχωρήσεις στη λειτουργία. Η κατάκριση είναι μεγάλο αμάρτημα. Φεύγει η χάρις δίχως να το καταλάβεις. Φοβερό αμάρτημα. Του Χριστού την κρίση την παίρνεις εσύ, και έπειτα γίνεσαι αντίχριστος
Ένας αρχάριος μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη, πως επιθυμούσε μεν να διατηρεί καθαρή την καρδιά του, αλλά δεν το κατόρθωνε πάντοτε. -Όσο αφήνουμε, παιδί μου, ανοιχτή την πόρτα με την γλώσσα μας, δεν καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο να κρατήσουμε καθαρή την καρδιά μας;, του είπε ο σοφός Αββάς.