603
«Ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται»
Μέσα στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ, στό γιορτάσι τῆς ζωῆς, παράδοξο θαῦμα ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. «Ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται». Ἕνα μυστήριο, πού κεντᾶ τήν καλοκαιρινή μας καθημερινότητα μέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητας. Ἕνας θάνατος, πού γεμίζει τήν οἰκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τῆς ἀθανασίας. Κοιμήθηκε ἡ Παναγιά μας σήμερα, καί θαρρεῖς πώς ἡ κάθε θλίψη μεταμορφώθηκε σέ ἀγαλλίαση, καί ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε καί πλημμύρισε τίς ψυχές μας.
Ἀντί γιά μοιρολόγια ἀντηχοῦν ὕμνοι πανηγυρικοί στή θεία λατρεία, μέ μέλος θριαμβευτικό καί πνευματική μεγαλοπρέπεια. Μπορεῖ ἡ Παναγιά μας νά βρίσκεται στή νεκρική της κλίνη, τυλιγμένη μέ τό μαφόρι της, δέν κλαῖνε ὅμως οἱ ὑμνωδοί. Μπορεῖ νά ἔκλεισαν στόν κόσμο τοῦτο τά μάτια Της τά στοργικά, ἐκεῖνα πού ἔδιναν παρηγοριά στήν ἀνθρωπότητα, μπορεῖ νά μένουν ἀκίνητα καί σταυρωμένα τά χέρια Της τά ἄχραντα, ἐκεῖνα πού κράτησαν καί ἀνέθρεψαν τόν Χριστό μας, κανείς ὅμως δέν θρηνεῖ. Ἀντίθετα, οἱ ὑμνωδοί μέ δάκρυα χαρᾶς Τῆς ψάλλουν ὕμνους, μέ καιομένη τήν καρδιά τους ἀπό ἔνθεο ζῆλο, συνεγείρουν τά πάντα σέ σκιρτήματα ἀνεκλάλητης ἀγαλλίασης. Τό διαπιστώνουμε ἀνθολογώντας ἀπό τῆς ὑμνωδίας τό ἁγιόκλημα κάποιους ἐνδεικτικούς στίχους: «Τῇ ἐνδόξῳ Κοιμήσει Σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται… πᾶσα ἡ γῆ δέ εὐφραίνεται» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, καί προτρέπει «Εὐφραίνου Γεθσημανῆ» πού ἔχεις θησαυρισμένο τό ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου… Ἄς ἠχήσουν εὐφρόσυνα τῶν θεολόγων οἱ σάλπιγγες, καί ἄς πλέκει ἐγκώμια ἡ πολύφθογγη γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων. Χαρμόσυνα ἄς δονεῖται ὁ ἀέρας «ἀπείρῳ λαμπόμενος φωτί»… ἀκατάπαυστα ἄς ὑμνοῦν τῶν ἀγγέλων τά τάγματα…
Κι ἄν ἴσως ἀναρωτιόμαστε πῶς δικαιολογεῖται ἡ ἔκφραση τόσης χαρᾶς καί ἐνθουσιασμοῦ στούς ὕμνους τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγιᾶς μας, ἀρκεῖ νά ἑστιάσουμε τόν στοχασμό μας στόν κατ’ ἐξοχήν ὕμνο τῆς ἑορτῆς, πού συμψάλλουμε ὅλοι μαζί θριαμβευτικά, στό ἀπολυτίκιο· τροπάριο, πού ἐνῷ ἀναφέρεται στό θάνατο, κάθε του φράση ξεχειλίζει ἀπό ζωή καί αἰσιοδοξία.
«Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας». Μᾶς εἰσάγει ἡ πρώτη φράση στό μέγα καί παράδοξο μυστήριο, πού κατέστησε τήν Παναγία μας «Μητέρα τῆς Ζωῆς». Γεννᾶται ἐκ Παρθένου ἡ ὄντως Ζωή. Εἶναι ἔκτοτε ἡ Θεοτόκος ἡ «ζῶσα καί ἄφθονος πηγή», «ἡ τήν ζωήν τεκοῦσα τήν ἐνυπόστατον». Καί συνεχίζει τό ἀπολυτίκιο:
«Ἐν τῇ Κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε». Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουμε τόν μάταιο τοῦτο κόσμο τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Δέν τόν ἐγκατέλειψε ὅμως ἡ Παναγία μας μέ τήν Κοίμησή Της, γεγονός πού συνιστᾶ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ἀπόδειξη τῆς ζωῆς. Ἡ παρουσία Της εἶναι καί σήμερα ἀκόμη αἰσθητή μέσα ἀπό τά πολυάριθμα θαύματά Της. Ἀσθενεῖς θεραπεύονται, χωλοί περιπατοῦν, ἄτεκνα ζευγάρια τεκνοποιοῦν, οἰκογενειακά προβλήματα ἐπιλύονται, θλιβόμενοι παρηγοροῦνται. Εἶναι αἰσθητή καί ἐξαιρετικά παρήγορη ἡ παρουσία Της στόν κόσμο. Ἐμφανίζεται ἀθόρυβα, μᾶς ἀγγίζει ἀνεπαίσθητα μέ τή χάρη Της. Περνάει διακριτικά ἀνάμεσά μας αὐτή ἡ Παντοβασίλισσα, χαρίζοντας οὐράνια δῶρα σέ ὅσους μέ ταπείνωση Τήν ἐπικαλοῦνται.
Ἀλλά καί στόν ἑπόμενο στίχο τοῦ ὕμνου, «Μετέστης πρός τήν ζωήν Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς», ἐκτοπίζεται ὁ θάνατος, δεσπόζει ἡ ζωή. «Πηγή τῆς ζωῆς ἡ Θεοτόκος διά τοῦ θανάτου πορεύεται πρός τήν ζωήν», γράφει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Γίνεται ὁ τάφος Της «κλίμαξ πρός οὐρανόν», ἀκούσαμε στόν Ἑσπερινό. Καί ὁ ὑμνωδός μέ δέος ἀναφωνεῖ: «Ζωῆς ὑπάρξασα τέμενος, ζωῆς τῆς αἰωνίου τετύχηκε, πρός τήν ζωήν μεταβαίνουσα». Ἐκείνη, δηλαδή, πού ὑπῆρξε ναός τῆς ζωῆς, ὁδεύοντας πρός τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς καί Υἱό Της, κέρδισε τή ζωή τήν αἰώνια. Θαρρεῖς σταλάζει ζωή ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως. Τά πάντα θεωροῦνται μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς ζωῆς, καί κατατείνουν πρός αὐτήν. Τό ὑποδηλώνει, ἄλλωστε, καί ὁ τελευταῖος στίχος τοῦ ὕμνου:
«Καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τάς ψυχάς ἡμῶν». Ἡ λύτρωση ἀπό τό θάνατο προϋποθέτει κυριαρχία τῆς ζωῆς. Πράγματι, ἄν εἶναι κάτι πού κυριολεκτικά συνθλίβει τόν ἄνθρωπο, κάτι πού τόν τρομοκρατεῖ καί τόν ἐξουθενώνει, αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Καί μόνο στή σκέψη του θρηνεῖ καί ὀδύρεται. Γι’ αὐτό καί ἐπιδίδεται σέ τιτάνιο ἀγῶνα νά τόν νικήσει στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, νά περιορίσει τή φθορά, νά ἐπιβραδύνει τήν ἔλευσή του. Ἐπιστρατεύει στήν προσπάθεια αὐτή ὅλα του τά μέσα: τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία, τόν στοχασμό καί τή φιλοσοφία.
Διψᾶμε οἱ ἄνθρωποι γιά ζωή, καί ἰδού ἡ Παναγία μᾶς τήν προσφέρει ἁπλόχερα. Ἡ γλυκύτατη μέριμνά Της δέν περιορίζεται μόνο στό νά συντρέχει στά καθημερινά καί ἀσήμαντα τοῦ βίου μας ὡς θερμή προστάτις καί βοηθός. Δέν ἐξαντλεῖται ἡ στοργή Της στό νά μᾶς σώζει ἀπό κινδύνους καί περιστάσεις ὀδυνηρές, ἀλλά παραμένει καί μετά θάνατον καταφυγή μας. Μέ τήν πανίσχυρη μητρική Της παρρησία μεσιτεύει νά λυτρωθοῦμε ἀπό τήν αἰώνια καταδίκη, καί νά ἀναδειχθοῦμε κληρονόμοι τῆς ἀσύλληπτης δόξας τοῦ Υἱοῦ της.
Μακαρίζουμε τήν Παναγία μας σήμερα, καθώς «φαιδρῶς ὡραϊσμένη ὡς νύμφη πρός τήν ζωήν μετέστη» καί χαίρει πλησίον τοῦ Υἱοῦ Της. Μακάριοι ὅμως εἴμαστε καί ἐμεῖς, πού ἀπολαμβάνουμε τήν μητρική προστασία Της ὑπό τήν κραταιά Της σκέπη. Γι’ αὐτό καί οἱ πανηγυρισμοί μας σήμερα, γι’ αὐτό καί ἡ εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα. Ἀναγεννᾶται ἡ ἐλπίδα μας ὡς ἐπαγγελία ζωῆς καί λύτρωσης ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο. Γιά τοῦτο προστρέχουμε στή Χάρη Της μέ ἐμπιστοσύνη καί συναισθήματα εὐγνωμοσύνης καί βαθειᾶς κατάνυξης, ἀφήνοντας πίσω μας ὅ,τι περιττό καί μάταιο μᾶς βαραίνει. Καί ἡ κατάνυξη γίνεται συντριβή, ἡ συντριβή προσευχή καί ἡ προσευχή ὕμνος στά χείλη μας: «Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† O Δημητριάδος Iγνάτιος