Σ’ένα χωριό κτιζόταν μιά εκκλησία κι ο καθένας βοηθούσε όπως μπορούσε.
Όποιος είχε ζώο το διέθετε για να κουβαλάει πέτρες και όσοι ήταν γεροί δούλευαν.
Στό χωριό ήταν και μιά γιαγιά πολύ φτωχή, πού δεν είχε τίποτα να δώσει για τον ναό.
Πονούσε η ψυχή της γι’αυτό και καθώς περνούσαν τα ζώα πού κουβαλούσαν τις πέτρες, μάζευε χορταράκια καί τούς τα έριχνε να τα τρώνε να παίρνουν δυνάμεις.
Όταν τελείωσε ο ναός, έκαναν τα εγκαίνια και σε μιά επιγραφή έγραψαν το όνομα του Δεσπότη.
Συνέβαινε όμως το εξής: μόλις γραφόταν το όνομα του Δεσπότη και έβαζαν την επιγραφή, την άλλη μέρα έβρισκαν σβησμένο το όνομά του καί γραμμένο το όνομα της γιαγιάς.
Αυτό έγινε τρείς φορές. Απορούσαν όλοι καί φώναξαν την γιαγιά. Όταν εκείνη πήγε στο ναό, την ρώτησαν: Γιαγιά,τι στό καλό έκανες εσύ και γράφεται το όνομά σου στήν πλάκα, ενώ εμείς έχουμε χαράξει το όνομα του Δεσπότη;
-Καλό; Μα τι καλό να κάνω εγώ, παιδί μου, η φτωχή. Εκείνοι όμως επέμεναν.
Τότε σκέφτηκε η γιαγιά και τούς αποκρίθηκε:
– Δέν έκανα τίποτα, παιδιά μου. Μόνο πού όταν έβλεπα τα ζώα πού κουβαλούσαν τις πέτρες για τον ναό, καιγόταν η ψυχή μου γιατί δεν μπορούσα εγώ να προσφέρω τίποτα, έτσι μάζευα χόρτα και τα έριχνα στα ζώα.
Κι όμως, αυτά τα λίγα χόρτα της γιαγιάς έπιασαν τόσο τόπο όσο δεν έπιασε κανενός άλλου η προσφορά, γιατί ήταν πηγαία, ταπεινή και κρυφή.