Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου είναι Δεσποτικοθεομητορική εορτή. Αυτό σημαίνει ότι είναι Δεσποτική επειδή αναφέρεται στον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος συνελήφθη στην γαστέρα της Θεοτόκου, και θεομητορική εορτή επειδή αναφέρεται στο πρόσωπο εκείνο που συνετέλεσε στην σύλληψη και την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, δηλαδή την Παναγία.
Η Θεοτόκος Μαρία έχει μεγάλη αξία και σπουδαία θέση στην Εκκλησία, ακριβώς γιατί ήταν το πρόσωπο εκείνο που περίμεναν όλες οι γενεές, και αυτή έδωσε στον Λόγο του Θεού την ανθρώπινη φύση. Έτσι, το πρόσωπο της Θεοτόκου συνδέεται στενά με το Πρόσωπο του Χριστού. Και η αξία της Παναγίας δεν οφείλεται μόνον στις αρετές της, αλλά κυρίως στον καρπό της κοιλίας της. Γι’ αυτό, η Θεοτοκολογία συνδέεται στενώτατα με την Χριστολογία. Όταν κάνουμε λόγο για τον Χριστό δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτήν που του έδωσε σάρκα, και όταν κάνουμε λόγο για την Παναγία, αναφερόμαστε ταυτόχρονα και στον Χριστό, γιατί από Αυτόν αντλεί Χάρη και αξία. Αυτό φαίνεται καθαρά στην ακολουθία των Χαιρετισμών, στην οποία υμνείται η Θεοτόκος, αλλά πάντοτε εν συνδυασμώ με το ότι είναι μητέρα του Χριστού: «Χαίρε ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα, χαίρε ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα».
Αυτός ο σύνδεσμος Χριστολογίας και Θεοτοκολογίας φαίνεται και στην ζωή των αγίων. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγίων, που είναι τα πραγματικά μέλη του Σώματος του Χριστού, είναι ότι αγαπούν την Παναγία. Είναι αδύνατον να υπάρχη άγιος ο οποίος δεν την αγαπά.
α´
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών. Στο απολυτίκιο της εορτής ψάλλουμε: «σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις…». Το περιεχόμενο της εορτής αναφέρεται στο γεγονός κατά το οποίο ο αρχάγγελος Γαβριήλ – ο άγγελος εκείνος με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την ενανθρώπηση του Χριστού – επισκέφθηκε με εντολή του Θεού την Παναγία και την πληροφόρησε ότι έφθασε ο καιρός της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού, και ότι αυτή θα γίνη η μητέρα Του. (βλ. Λουκά α’, 26-56).
Η λέξη «ευαγγελισμός» αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, ήτοι εύ και αγγελία, και δηλώνει την καλή είδηση, την καλή αγγελία. Πρόκειται για την πληροφορία που δόθηκε δια του αρχαγγέλου ότι ο Λόγος του Θεού θα ενανθρωπήση για την σωτηρία του ανθρώπου. Ουσιαστικά πρόκειται για την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Θεού, που δόθηκε μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας (βλ. Γεν. γ’, 15), η οποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι’ αυτό, η πληροφορία της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού είναι η μεγαλύτερη είδηση μέσα στην ιστορία.
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, το ευαγγέλιο του Θεού είναι πρεσβεία του Θεού και παράκληση στους ανθρώπους δια του σαρκωθέντος Υιού Του. Παράλληλα είναι και η καταλλαγή των ανθρώπων με τον Πατέρα, ο Οποίος δίνει ως μισθό την αγέννητη θέωση σε αυτούς που υπακούουν στον Χριστό. Η θέωση λέγεται αγέννητη γιατί δεν γεννάται, αλλά φανερώνεται στους αξίους. Επομένως, η θέωση που προσφέρεται δια του ενανθρωπήσαντος Χριστού δεν είναι γέννηση, αλλά φανέρωση δια της ενυποστάτου ελλάμψεως σε αυτούς που είναι άξιοι αυτής της αποκαλύψεως.
Η καλή αγγελία, το ευαγγέλιο, ο ευαγγελισμός είναι διόρθωση των γεγονότων που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, στον αισθητό Παράδεισο της Εδέμ. Εκεί από γυναίκα άρχισε η πτώση και τα αποτελέσματά της, εδώ από γυναίκα άρχισαν όλα τα αγαθά. Έτσι, η Παναγία είναι η νέα Εύα. Εκεί υπήρχε ο αισθητός Παράδεισος, εδώ η Εκκλησία. Εκεί ο Αδάμ, εδώ ο Χριστός. Εκεί η Εύα, εδώ η Μαρία. Εκεί ο όφις, εδώ ο Γαβριήλ. Εκεί ο ψιθυρισμός του δράκοντος-όφεως στην Εύα, εδώ ο χαιρετισμός του αγγέλου στην Μαρία (Ιωσήφ Βρυένιος). Με αυτόν τον τρόπο διορθώθηκε το σφάλμα του Αδάμ και της Εύας.
β´
Ο αρχάγγελος Γαβριήλ απεκάλεσε την Παναγία «κεχαριτωμένη«. Της είπε: «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού, ευλογημένη συ εν γυναιξίν» (Λουκ. α’, 28-29). Η Παναγία αποκαλείται «κεχαριτωμένη» και χαρακτηρίζεται «ευλογημένη», αφού ο Θεός είναι μαζί της.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και άλλους αγίους Πατέρας, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθή, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του Ναού έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Εάν το προαύλιο του Ναού προοριζόταν για τους προσηλύτους και εάν ο κυρίως Ναός για τους ιερείς, τα άγια των αγίων προορίζονταν για τον αρχιερέα. Εκεί εισήλθε η Παναγία, δείγμα ότι έφθασε στην θέωση. Είναι γνωστόν ότι στην χριστιανική εποχή ο νάρθηκας προοριζόταν για τους κατηχουμένους και τους ακαθάρτους, ο κυρίως ναός για τους φωτισθέντας, τα μέλη της Εκκλησίας, και τα άγια των αγίων γι’ αυτούς που έφθασαν στην θέωση.
Έτσι, η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση και πριν ακόμη δεχθή την επίσκεψη του αρχαγγέλου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια ειδική μέθοδο Θεογνωσίας και Θεοκοινωνίας, όπως ερμηνεύει θαυμάσια και θεόπνευστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Πρόκειται για την ησυχία, την ησυχαστική οδό. Κατάλαβε η Παναγία ότι δεν μπορεί κανείς να φθάση στον Θεό με την λογική, την αίσθηση, την φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νού. Έτσι νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νού. Με αυτόν τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και την θέωση. Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δώση την σάρκα της στον Χριστό. Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά την θεοποιό Χάρη του Θεού.
Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού, συγκριτικά με τους ανθρώπους. Βέβαια, ο Χριστός, ως Λόγος του Θεού, έχει όλο το πλήρωμα των Χαρίτων, αλλά και η Παναγία έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος από το πλήρωμα των Χαρίτων του Υιού της. Γι’ αυτόν τον λόγο σε σχέση με τον Χριστό είναι κατώτερη, αφού ο Χριστός είχε την Χάρη κατά φύσιν, ενώ η Παναγία κατά μετοχήν, σε σχέση όμως με τους ανθρώπους είναι ανώτερη.
Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος, εκ του πληρώματος των Χαρίτων του Υιού της, προ της συλλήψεως, κατά την σύλληψη και μετά την σύλληψη. Πρό της συλλήψεως το πλήρωμα της Χάριτος ήταν τέλειο, κατά την σύλληψη ήταν τελειότερο, και μετά την σύλληψη ήταν τελειότατο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Με αυτόν τον τρόπο η Παναγία ήταν παρθένος κατά το σώμα και παρθένος κατά την ψυχή. Και αυτή η σωματική της παρθενία είναι ανώτερη και τελειότερη από την ψυχική παρθενία των αγίων, που επιτυγχάνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος.