22 Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; 24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει· οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. 25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; 27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. 30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; 31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. 33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
Ερμηνεία
22 Δὲν εἶναι δὲ μικρὰ συμφορὰ ἡ καρδία σας καὶ ὁ νοῦς σας νὰ κολλήσουν εἰς τὰ γήϊνα καὶ τὰ μάταια.Διὰ νὰ τὸ καταλάβετε, σᾶς φέρω μίαν εἰκόνα.Ὁ λύχνος, ποὺ δίδει φῶς εἰς τὸ σῶμα, εἶναι τὸ μάτι· ὅπως καὶ ὁ λύχνος, ποὺ φωτίζει τὴν ψυχήν, εἶναι ὁ νοῦς· ἐὰν λοιπὸν τὸ μάτι εἶναι ὑγιές, ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμᾶτον φῶς, σὰν νὰ ἦτο ὁλόκληρον τὸ σῶμα σου μάτι· ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου, ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδία σου δὲν ἔχουν τυφλωθῆ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν καὶ τὴν προσκόλλησιν εἰς τὰ μάταια. 23 Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένον καὶ τυφλωμένον, ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι βυθισμένον εἰς τὸ σκότος.Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνο, ποὺ σοῦ ἐδόθη διὰ νὰ μεταδίδῃ φῶς εἰς σέ, γίνῃ σκότος, εἰς πόσον σκότος θὰ βυθισθῇς; Κάτι ἀνάλογον θὰ συμβῇ, ἐὰν καὶ ὁ νοῦς σου σκοτισθῇ ἀπὸ τὴν προσκόλλησιν εἰς τὸν πλοῦτον.Εἰς πόσον σκότος ἠθικὸν θὰ βυθισθῇ τότε ἡ ψυχή σου! 24 Μὴ ἀπατᾶτε δὲ τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι δυνατὸν καὶ εἰς τὴν γῆν νὰ θησαυρίζῃ κανεὶς καὶ εἰς τὸν Θεὸν νὰ εἶναι προσκολλημένος.Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος συγχρόνως εἰς δύο κυρίους.Διότι ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον· ἢ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσῃ τὸν ἄλλον.Δὲν δύνασθε νὰ εἶσθε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ.Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτον, διὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεόν, ἢ θὰ προσκολληθῆτε εἰς τὸν πλοῦτον καὶ θὰ καταφρονήσετε τότε τὸν Θεόν. 25 Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ καρδία σας πρέπει νὰ ἀνήκῃ ἀποκλειστικὰ εἰς τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, κόψατε τὴν ρίζαν τῆς πλεονεξίας καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνίαν καὶ στενοχωρίαν διὰ τὴν ζωήν σας, τὶ θὰ φάγετε καὶ τί θὰ πίετε, οὔτε διὰ τὸ σῶμα σας, τὶ θὰ ἐνδυθῆτε.Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερον ἀπὸ τὴν τροφὴν καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ σᾶς ἔδωκε τὰ ἀνώτερα ταῦτα, θὰ σᾶς δώσῃ καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴν δηλαδὴ καὶ τὸ ἔνδυμα. 26 Κυττάξατε τὰ πετεινά, ποὺ πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἴδετε, ὅτι αὐτὰ δὲν σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν εἰς ἀποθήκας διὰ τὸν χειμῶνα ἢ τὸν καιρὸν τῆς στερήσεως.Καὶ ὅμως ὁ Πατήρ σας ὁ ἐπουράνιος τὰ τρέφει.Σεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερον ἀπὸ αὐτά; 27 Διὰ νὰ καταλάβετε δέ, πόσον ἀνόητος καὶ ἀνίσχυρος εἶναι ἡ μέριμνά σας αὐτή, σᾶς ἐρωτῶ: Ποῖος ἀπὸ σᾶς, ὀσονδήποτε καὶ ἂν φροντίσῃ, ἠμπορεῖ νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα πῆχυν; Κανείς.Τί κατορθώνετε λοιπὸν μὲ τὴν μέριμνάν σας; 28 Καὶ διὰ τὸ ἔνδυμα διατὶ κυριεύεσθε ἀπὸ ἀνήσυχον καὶ ἀγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήσατε τὰ ἄνθη, ποὺ φυτρώνουν μόνα των εἰς τὸν ἀγρόν, μὲ ποῖον τρόπον αὐξάνουν.Δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· 29 καὶ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε ὁ σοφὸς εἰς ἐπινοήσεις Σολομών, μὲ ὅλην τὴν ἑξακουσμένην βασιλικὴν μεγαλοπρέπειάν του καὶ τὴν λαμπρὰν καὶ ἔνδοξον περιβολὴν καὶ παράστασίν του, δὲν περιεβλήθη ἔνδυμα τόσον ὠραῖον καὶ θαυμάσιον, ὅπως περιβάλλεται ἕνα ἀπὸ τὰ ἄνθη αὐτά. 30 Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς τόσον μεγαλοπρεπῶς ἐνδύῃ τὰ ἀγριόχορταρα, ποὺ φυτρώνουν μόνα των εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ποὺ δὲν ἔχουν προορισμὸν νὰ ζήσουν αἰώνια, ὅπως σεῖς, ἀλλὰ σήμερον ὑπάρχουν καὶ αὔριον ρίπτονται εἰς τὸν φοῦρνον ὡς καύσιμον ὑλικόν, δὲν θὰ δώσῃ ἔνδυμα πολὺ περισσότερον εἰς σᾶς, ὦ ὀλιγόπιστοι; 31 Μὴ καταληφθῆτε λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ ἀνήσυχον φροντίδα λέγοντες, τί θὰ φάγωμεν ἢ τί θὰ πίωμεν ἢ τί θὰ περιβληθῶμεν ὡς ἔνδυμα; 32 Διότι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἁγνοοῦν ὁλοτελῶς τὰ ἀσυγκρίτου ἀξίας οὐράνια ἀγαθά, ζητοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ μάταια καὶ φθαρτά, ὡς τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα.Σεῖς ὅμως μὴ ἀνησυχῆτε δι’ αὐτά, διότι ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος γνωρίζει, ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ συνεπῶς θὰ σᾶς τὰ δώσῃ αὐτός. 33 Ζητεῖτε δὲ πρωτίστως καὶ κυρίως τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτησιν τῶν ἀρετῶν, ποὺ ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀπὸ σᾶς ὡς ὅρον, διὰ νὰ σᾶς χαρίσῃ τὰ ἀγαθὰ ταῦτα, καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μὲ ἐκεῖνα.