Ανακαλύπτοντας τις δικές μας προκαταλήψεις
Οι πιο πολλοί από μας συχνά σχολιάζουν τις προκαταλήψεις των άλλων, αλλά σπάνια έχουμε συνείδηση των δικών μας, γιατί συνήθως τις θεωρούμε φυσικές γνώμες. Όταν είμαστε ενοχλημένοι ή ενθουσιώδεις, όταν αντιδρούμε σε ορισμένες καταστάσεις με οργή, περιφρόνηση, ντροπή, περηφάνεια ή αγάπη έχουμε την πεποίθηση ότι τέτοιες καταστάσεις θα προκαλούσαν ανάλογα συναισθήματα σε οποιοδήποτε κανονικό άτομο. Ένας τρόπος να ανακαλύψουμε τις δικές μας προκαταλήψεις είναι να κάνουμε ένα κατάλογο εκείνων που ξέρουμε ότι έχουν οι άλλοι. Μια μικρή αυτοεξέταση θα μας διαβεβαιώσει ότι πολλές δικές μας τοποθετήσεις και αντιδράσεις βασίζονται σε παρόμοιες προκαταλήψεις…
Συνήθως θεωρούμε ως προκαταλήψεις γενικές τοποθετήσεις όπως οι πολιτικές, οι κοινωνικές, οι θρησκευτικές κ.λ.π. Συχνά βρίσκουμε ότι αισθανόμαστε έντονη αποστροφή για τους ατημέλητους, για τους επιδειξίες, για κείνους που ντύνονται φανταχτερά, για τους αδύνατους, για τους παχείς, για τις μαχητικές γυναίκες, για τους καστανούς ή τους γαλανομάτες. Σ’ άλλες περιπτώσεις αισθανόμαστε υπερβολική συμπάθεια για τους ήπιους, τους κατσαρομάλληδες ή εκείνους που ανήκουν σε μια ορισμένη θρησκευτική οργάνωση. Μερικοί ποιμένες ή ψυχοθεραπευτές προτιμούν τους συνομιλητές εκείνους που δείχνουν αυτοπεποίθηση και εκφράζονται με θάρρος, άλλοι εκείνους που χρειάζονται αρκετή βοήθεια για να εκφράσουν τις ανάγκες τους, και πολύ λίγοι μπορούν να μην ανταποκριθούν με θερμή ικανοποίηση προς τους «ευγνώμονες».
Μια σύγκριση των δικών μας προκαταλήψεων με εκείνες των άλλων θα αποκαλύψει μεγάλη ποικιλία στη στάση που παίρνουν διάφορα άτομα απέναντι στο ίδιο περιστατικό. Π.χ. καθένας έχει προσωπική ξεκαθαρισμένη αντίληψη για το τι του είναι απαράδεκτο. Μερικοί μπορούν εύκολα να ανεχθούν και να προσπαθήσουν να καταλάβουν τον αλκοολικό, αλλά δεν μπορούν να ανεχθούν καθόλου τον οκνηρό. Κάποιος άλλος μπορεί να μην ενοχλείται από την οκνηρία, αλλά θεωρεί το ψέμα θανάσιμη αμαρτία. «Δε με ενδιαφέρει τι κάνει κανείς εφόσον είναι τίμιος. Δεν ανέχομαι την απάτη».
Άλλοι θεωρούν και την πιο περίτεχνη απάτη σαν εξυπνάδα, αλλά αισθάνονται τρομερή αποστροφή για την ακαταστασία. Μερικοί δέχονται πιο εύκολα το φόνο από την πορνεία. Άλλοι συγχωρούν την πορνεία αλλά πιστεύουν ότι οι ομοφυλόφιλοι θα πρέπει να παραδίδονται στο δήμιο. Πολλοί δεν ενοχλούνται από την ομοφυλοφιλία όταν εκφράζεται κατά τον Α τρόπο αλλά καταλαμβάνονται από ιερή αγανάκτηση εναντίον εκείνων που εκφράζουν την ομοφυλοφιλία τους με τον Β τρόπο.
Οι λόγοι που προκαλούν αυτές τις προκαταλήψεις είναι ένα κουτί της Πανδώρας που το άνοιγμά του ξεφεύγει από τα όρια αυτής της εργασίας. Θα μπορούσαμε πάντως να αναφέρουμε ότι κατά κανόνα, που ίσως δεν έχει εξαιρέσεις, θεωρούμε θανάσιμες τις αμαρτίες των άλλων ή τις αμαρτίες προς τις οποίες αισθανόμαστε υποσυνείδητα ότι εμείς οι ίδιοι ρέπουμε. Η προκατάληψη είναι ένας τρόπος άμυνας εναντίον αυτής ακριβώς της ροπής.
Μόλις ένας ποιμένας ή ένας ψυχοθεραπευτής ανακαλύψει τις καταστάσεις που δεν μπορεί να ανεχθεί, τον κατάλογο των αμαρτιών που εκείνος θεωρεί θανάσιμες, έχει κάνει μια αρχή για έναν αυτοπειθαρχημένο έλεγχο των συναισθημάτων του στις σχέσεις τους με τους άλλους.
Όταν ένας ποιμένας ή ένας ψυχοθεραπευτής συνειδητοποιεί το ότι δεν πρέπει να κατακρίνει, δεν πρέπει να οργίζεται, δεν πρέπει να περιμένει την εκτίμηση, την αγάπη και την ανταπόκριση του συνομιλητή, προσπαθεί να απωθήσει αυτά τα συναισθήματα και σαν αποτέλεσμα γίνεται ψεύτικος χωρίς αυθορμητισμό στις αντιδράσεις του. Πολλοί Έλληνες, ιδιαίτερα διανοούμενοι και πολύ συχνά οι κληρικοί, επηρεασμένοι ανεπίγνωστα από έναν αγγλοσαξωνικό πουριτανισμό, θεωρούν αυτή την τρομερά επικίνδυνη νευρωτική απώθηση των συναισθημάτων σαν αρετή. Σαν αποτέλεσμα τραγικής πνευματικής ανωριμότητας συγχέουν το ξερίζωμα των παθών, δηλαδή την απάθεια, με την άρνηση και την απώθηση των παθών που καταπιεσμένα στο υποσυνείδητο παίρνουν τερατώδεις μορφές και κινούν αδιόρατα τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Πολύ συχνά ακούμε θαυμαστικά σχόλια για τους ήρεμους ανθρώπους που έχουν πάντα ένα χαμόγελο στα χείλη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι απαλλαγμένοι από την οργή. Αντίθετα είναι τρομερά οργισμένοι άνθρωποι, που με το χαμόγελο της υπεροχής εκφράζουν την οργή τους κατά τρόπο συντριπτικό για τους άλλους.
Οι νηπτικοί πατέρες μας λένε ότι για να απαλλαγούμε πραγματικά από το πάθος της οργής θα πρέπει να μην επιθυμούμε και να μην κατέχουμε τίποτε.
Μετά την απάθεια η πνευματικά ανώτερη κατάσταση είναι η επίγνωση και η τίμια, δημιουργική και σωστική – και για τον άνθρωπο και για τη σχέση – έκφραση του πάθους. Εκείνος που έχει πραγματικά απαλλαγεί από το πάθος της οργής, αποκτά μια ηρεμία που δε θέτει σε μειονεκτική θέση τον άλλον αλλά αντίθετα τον παρηγορεί και τον γλυκαίνει. Την ηρεμία αυτή ο άλλος δεν την αισθάνεται σαν επίδειξη ανωτερότητας, αλλά σαν έκφραση αγάπης. Δεν αισθάνεται εξουθενωμένος, εξευτελισμένος και χαμένος, αλλά ανανεωμένος και πνευματικά ωριμότερος. Εκείνοι που έχουν μετατρέψει την οργή τους σε νευρωτική ηρεμία θα ήταν τρομερά επικίνδυνοι σαν ποιμένες ή ψυχοθεραπευτές.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΦΑΡΟΥ «ΔΙΑΛΟΓΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΜΟΣ», 2016.