Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
α΄ 44 – 52
Πόσο μεγάλη, πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ! Πόσο μεγάλη καὶ πόσο φοβερή εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ!
Οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις στέκονται μπροστά Του μὲ φόβο καὶ τρόμο. Τὰ σεραφεὶμ κρύβουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τίς φτεροῦγες τοὺς μπροστὰ στὸ ἀστραφτερὸ φῶς καὶ τὸ ἀνέκφραστο κάλλος τῆς παρουσίας Του.
Πόσο λαμπρὸς εἶναι ὁ ἥλιος! Πόσο ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ ἔναστρο στερέωμα! Πόσο δυνατὸς εἶναι ὁ ταραγμένος ὠκεανός! Πόσο μεγαλόπρεπα εἶναι τὰ γιγαντιαῖα βουνά! Πόσο φοβερὰ εἶναι τὰ κεραυνοφόρα σύννεφα καὶ τὰ πύρινα ἡφαίστεια! Πόσο εὐχάριστες εἶναι οἱ ἀνθοφορημένες κοιλάδες μὲ τίς χιλιάδες πηγὲς καὶ τὰ διάσπαρτα λευκὰ κοπάδια τους. Κι όλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἔργα τῶν χεριῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔργα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ τὸν ἀθάνατο Δημιουργό. Κι ἂν ἡ κτίση εἶναι τόσο ὄμορφη, πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ Δημιουργός;
Ἄν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μὲ δέος, χαρὰ ἢ δάκρυα μπροστὰ στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, πῶς πρέπει νὰ νιώθει μπροστὰ στὸν παντοδύναμο καὶ ζῶντα Δημιουργός
Πῶς μπορεῖ ἕνα θνητὸ ὄν νὰ σταθεῖ κοντὰ στὸν ἀθάνατο Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἐξαφανιστεῖ, νὰ μὴ διαλυθεῖ; Ποιό θνητὸ ὄν μπορεῖ νὰ κοιτάξει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ; Ἄν εἶναι φοβερό το νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, πόσο φοβερότερο εἶναι νὰ βρεθεῖς ἐνώπιον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ; Περιγράφοντας τὸ ὅραμα τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ὁ προφήτης Δανιὴλ λέει: «…οὔχ ὑπελείφθῃ ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφῃ εἰς διαφθοράν» (Δαν.ι’ 8). Δὲν ἔμεινε μέσα μου καμιὰ δύναμη, ἡ δόξα μου ἀλλοιώθηκε κι ἔγινε φθαρτή. Ἀκόμα κι ὁ πιὸ δυνατὸς ἄνθρωπος νιώθει ἀδύναμος, ὁ πιὸ ὄμορφος μοιάζει ἄσχημος μπροστὰ στὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει «τὸ σῶμα αὐτοῦ ὤσει θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὤσει ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός» (Δαν. ἰ’ 6).
Τὸ σῶμα τοῦ ἀγγέλου, λέει ὁ προφήτης, μοιάζει μὲ τὴ βήρυλλο, τὸ πρόσωπό του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὰ μάτια του ἦταν σὰν πύρινα φῶτα. Τὸ θαυμαστὸ πρωινὸ ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν», «ἰδοὺ σεισμὸς ἔγένετο μέγας ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ ουρανοῦ, προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. ἢν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιῶν. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὤσει νεκροί» (Ματθ. κή’ 2-4). Καὶ ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, λέει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦρθε κοντὰ στὸ μνημεῖο, κύλισε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο καὶ κάθισε πάνω της. Ἡ μορφὴ τοῦ ἀγγέλου ἔμοιαζε μὲ ἀστραπή, ἐνῶ τὰ ροῦχα του ἦταν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Καὶ σὰν τὸν εἶδαν οἱ φρουροὶ συγκλονίστηκαν ἀπό το φόβο τους κι ἔγιναν σὰν νεκροί.
Αὐτὰ τ’ ἀποτελέσματα δημιουργεῖ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὑπηρέτη τοῦ Βασιλιᾶ. Ἡ θέα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασιλιᾶ τότε;
Οἱ μόνοι ποὺ γνωρίζουν, ποῦ ἡ γνώση αὐτὴ ἔχει μείνει διὰ παντὸς ἀνεξάλειπτη στὴ μνήμη τους, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κοντά τους τοὺς πανένδοξους αὐτοὺς ἀγγέλους. Ἡ γνώση αὐτὴ ποὺ δόθηκε στοὺς προφῆτες μὲ τὴ μορφὴ ὁραμάτων, τοὺς μεταμόρφωσε καὶ τοὺς ἔκανε ταπεινοὺς καὶ πράους μπροστὰ στὸν οὐράνιο κόσμο, μὰ ἀποφασιστικοὺς καὶ πύρινους πρὸς τοὺς τυφλοὺς κι ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Ὁ προφήτης Ἐλισαῖος προσευχήθηκε μιᾷ φορᾷ στὸ Θεό, ὥστε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ ποὺ εἶχε μαζί του καὶ νὰ δεῖ ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπε ὁ ἴδιος ὁ προφήτης. Κι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου προφήτη κι ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ, ποῦ εἶδε «καὶ ἰδοὺ τὸ ὄρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς περικύκλω Ἐλισαιέ» (Δ’ Βασ. στ’17).
Τότε πῶς θὰ ἦταν καὶ μὲ τί θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιάσει κανεὶς τὸ ὅραμα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασιλιᾶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ἕνα τόσο φοβερὸ καὶ πανένδοξο ὅραμα; Ὅταν ὁ μέγας προφήτης Ἠσαΐας ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸ ὅραμα αὐτό, ἀναφώνησε μὲ φόβο καὶ θαυμασμό: «Ὦ, τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἴκῳ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδος τοῖς ὀφθαλμοῖς μοῦ» (Ἠσ. στ’5). Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο! Εἶμαι ἄνθρωπος μὲ ἀκάθαρτα χείλη, ποὺ ζῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους μὲ ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, καὶ ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν Κύριο καὶ Θεό, τὸν βασιλιᾶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
Οἱ εὐλογημένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι θὰ γνώριζαν πῶς ὁ Βασιλιᾶς, ὁ Κύριος, τοὺς ἔχει πάντα στὸ βλέμμα Του – ὁ ἴδιος θαυμαστὸς καὶ ἀναλλοίωτος Κύριος καὶ Θεός, ποὺ ὁ Ἠσαΐας εἶδε μὲ μιὰ φευγαλέα ματιὰ καὶ γέμισε μὲ φόβο καὶ δέος. Καὶ μ’ αὐτὴ τὴ γνώση ὁ νοῦς τους δὲ θὰ ὑποχωροῦσε τότε σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος ἁμαρτίας ἢ ἀκαθαρσίας. Εἴτε ὁ ἄνθρωπος βλέπει το Θεὸ εἴτε ὄχι, ὁ Θεὸς τὸν βλέπει. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ κάνει τὸ βλάσφημο ν’ ἀνατριχιάζει καὶ νὰ φρίττει; Καὶ γιὰ τὸ χριστιανό, δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ παρηγοριὰ στὰ βάσανά Του;
Ὄχι μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς μᾶς βλέπει καὶ παρατηρεῖ τὴ ζωή μας κάθε στιγμή, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ χορὸς τῶν οὐρανίων δυνάμεων, οἱ ἄγγελοι κι οἱ ἅγιοι μαζί. Ἑκατομμύρια μάτια μας βλέπουν σὰ νά ‘τὰν μ’ ἕνα μάτι. Ἑκατομμύρια καλὲς ἐπιθυμίες μας συνοδεύουν στὸ σκοτεινὸ κι ἀγκάθινο δρόμο τῆς ζωῆς μας. Κι ἑκατομμύρια χέρια ἁπλώνονται γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὴ βοήθειά τους, σὰν ἕνα χέρι ὅλα μαζί.
Ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει τὴ θαυμαστὴ καὶ φοβερή, τὴν ἀγαπητὴ αὐτὴ πραγματικότητα στοὺς πιστούς, μὲ τὴ βοήθεια τῶν εἰκόνων, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἀόρατο κόσμο τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Τοὺς θυμίζει τὴ διαρκῆ παρουσία τῶν δυνάμεων αὐτῶν στὸν κόσμο. Ὅταν προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα, δὲ σημαίνει ὅτι λατρεύουμε τὸ ξύλο ἢ τὰ χρώματα τῆς ζωγραφιᾶς, ἀλλὰ τίς οὐράνιες δυνάμεις ποὺ ἀπεικονίζονται σ’ αὐτὲς καὶ ποὺ εἶναι ζωντανὲς καὶ παροῦσες. Ὅταν στεκόμαστε μπροστὰ στὶς εἰκόνες μὲ φόβο Θεοῦ, τὸν ἴδιο αὐτὸ φόβο νιώθουμε καὶ ἀποδίδουμε πρὸς τίς οὐράνιες δυνάμεις. Ὅταν αἰσθανόμαστε παρηγοριὰ καὶ χαρὰ ἀπὸ τίς εἰκόνες, στὴν πραγματικότητα δεχόμαστε τὴ χαρὰ αὐτὴ ἀπὸ τίς οὐράνιες δυνάμεις ποὺ ἀπεικονίζονται σ’ αὐτές. Μόνο οἱ ἀνόητοι κι αὐτοὶ ποὺ κατέχονται ἀπὸ δαιμονικὲς δυνάμεις βλέπουν εἰδωλολατρεία στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ποιός ἔχει ἀνοίξει πόλεμο ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρείας στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἂν ὄχι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ποιᾶς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ θυσιάστηκαν κατὰ ἑκατομμύρια στὸ νικηφόρο αὐτὸ πόλεμο; Ποιός ἄλλος ἀφάνισε τὴν εἰδωλολατρεία; Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν μιὰ Ἐκκλησία ποὺ ἀφάνισε τὴν εἰδωλολατρεία νὰ γίνει εἰδωλολατρική;
Τὴ μομφὴ αὐτὴ τὴν σκάρωσαν ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας οἱ ἄνομοι αἱρετικοί, ποὺ οἱ σκέψεις τους λειτουργοῦσαν σαρκικά, ὄχι πνευματικά. Μὲ τὸ σκοτισμένο νοῦ τους δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων καὶ τὴν εἰδωλολατρεία. Ἦταν ἀνίκανοι νὰ τὰ βγάλουν πέρα μὲ τὰ σφαλερὰ ἐπιχειρήματά τους κι ἔτσι στρέψαν τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος ἐνάντια στὶς εἰκόνες καὶ κείνους ποὺ τίς προσκυνοῦσαν. Ἔκαψαν τίς εἰκόνες στὴ φωτιὰ καὶ σκότωσαν τοὺς πραγματικοὺς πιστοὺς μὲ τὸ ξίφος τους. Ὅμως τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμη ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος τῶν αἱρετικῶν. Ἔτσι τελικὰ οἱ αἱρετικοὶ κατατροπώθηκαν, ἐνῶ οἱ εἰκόνες ἔμειναν γιὰ νὰ στολίζουν τὰ τέμπλη καὶ νὰ θυμίζουν στοὺς πιστοὺς τὴ φοβερὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων, μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων ἀντρῶν καὶ γυναικῶν.
Γιὰ ἀνάμνηση τῆς νίκης ἐνάντια στοὺς εἰκονοκλάστες καὶ τῆς θριαμβευτικῆς ἀποκατάστασης τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων τὴν ἐποχὴ τοῦ πατριάρχη Μεθοδίου, τῆς εὐσεβοῦς αὐτοκρατόρισσας Θεοδώρας καὶ τοῦ γιου της Μιχαήλ, οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι πατέρες μας ὅρισαν τὴν πρώτη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ γεγονὸς αὐτό. Ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει το θρίαμβο τῆς ὀρθόδοξης πίστης ἐνάντια στοὺς αἱρετικούς, ποῦ θέλησαν νὰ ἐμποδίσουν τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων, ὅπως ἔκαναν κι οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου τούτου.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι πατέρες διάλεξαν νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στὸ Ναθαναήλ, στὶς ἀμφιβολίες του γιὰ τὸ Χριστὸ προτοῦ τὸν γνωρίσει, καθὼς καὶ τὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μαζὶ Τοῦ μετὰ τὴ συνάντησή τους. Θέλησαν ἔτσι νὰ δείξουν πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὅταν προβάλει κανεὶς τίς ἀμφισβητήσεις του γιὰ τὴν πίστη, καθὼς καὶ τὴ θαυμαστὴ δύναμη τῆς παρουσίας του αὐτῆς.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ «ἤθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ ἀκολούθει μοι. ἢν δὲ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου» (Ἰωάν. ἅ’ 44-45). Μετὰ τὴ βάφτισή Τοῦ στὸν Ἰορδάνη ὁ Κύριος Ἰησοῦς πῆγε στὴ Γαλιλαία, ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τὸ ἔργο Του. Τὰ σκουριασμένα μυαλὰ τῶν Ἰουδαίων δὲν ἄξιζαν γιὰ ν’ ἀρχίσει ἀπ’ αὐτοὺς τὸ ἔργο Του ὁ Κύριος. Ἡ Ἰουδαία, ὅπου ἀνῆκε κι ἡ Ἱερουσαλήμ, μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ σαρκικὴ φύση της, εἶχε πέσει πολὺ πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τίς εἰδωλολατρικὲς ἐπαρχίες. Ἡ Γαλιλαία ἦταν εἰδωλολατρική. Ἐκεῖ εἶχαν κατοικήσει κυρίως Ἕλληνες, Ρωμαῖοι καὶ Σύροι καὶ ἐλάχιστοι σκόρπιοι Ἑβραῖοι. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἰουδαίας περιφρονοῦσαν τὴ Γαλιλαία ἐπειδὴ τὴν κατοικοῦσαν εἰδωλολάτρες, τὴν λογάριαζαν τόπο πνευματικοῦ σκότους καὶ ἄγνοιας.
Σ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τόπο ἦταν νὰ λάμψει καὶ ν’ ἀποκαλυφτεῖ ἕνα λαμπρὸ φῶς, ὅπως τὸ ἀναφέρουν καὶ τὰ προφητικὰ λόγια: «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν… ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγαν οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ’ ὑμᾶς» (Ἠσ. Θ1-2). Ἐσύ, Γαλιλαία, ποὺ σὲ κατοικοῦν διάφορα ἔθνη εἰδωλολατρικά… ἐσὺ λαὲ τῆς Γαλιλαίας ποὺ περπατᾷς μέσα στὸ σκοτάδι, θὰ δεῖς ἕνα φῶς μεγάλο. Ἐσεῖς ποὺ κατοικεῖτε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σκιὰ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, θὰ δεῖτε ν’ ἀστράφτει κοντά σας ἕνα τεράστιο κι ἐκτυφλωτικὸ φῶς.
Μὲ τὸ νὰ πεῖ τὰ πρῶτα Του λόγια στὴ Γαλιλαία, ἕναν τόπο ὅπου κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μὲ μικτὴ καταγωγή, ὁ Κύριος ἔκανε σαφὲς πῶς τὸ κήρυγμά Τοῦ ἀπευθυνόταν σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Μὲ τὸ ν’ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό Του πρῶτα σ’ αὐτὴν τὴ σκοτεινὴ κι ἄγνωστη γωνιὰ τῆς Παλαιστίνης, φανέρωνε τόσο τὴν ταπείνωσή Τοῦ, ὅσο καὶ τὴν καταδίκη Του ἐνάντια στὴν ἀνόητη καὶ σκοτισμένη ἀλαζονεία, καθὼς καὶ στὴ διαφθορὰ τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Ἀντρέας ἀκολούθησε πρῶτος τὸ Σωτῆρα χωρὶς νὰ κληθεῖ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης (α’ 35). Ἔπειτα ὁ Ἀντρέας του παρουσίασε τὸν ἀδελφό του Πέτρο, ἐνῶ στὸ Φίλιππο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀκολούθει μοί». Τὸ ὅτι ὁ Φίλιππος ἀνταποκρίθηκε στὴν κλήση τοῦ Κυρίου αὐθόρμητα καὶ χωρὶς κανένα δισταγμό, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀμέσως μετά, γεμᾶτος ζῆλο γιὰ τὸ Χριστό, ἄρχισε νὰ μιλάει σὲ ἄλλους καὶ νὰ τοὺς φέρνει στὸν Κύριο.
Ἡ ἄμεση ἀπόφαση τοῦ Φίλιππου ν’ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, ἂν ὑποθέσουμε πῶς πρωτύτερα θὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸ Χριστὸ ἀπὸ τοὺς γείτονές του Ἀντρέα καὶ Πέτρο, ἀφοῦ ὅλοι τους κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλους στὴν πατρίδα τους. Τὸ πιὸ πιθανὸ ὅμως εἶναι πῶς στὴν ἀπόφασή του νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα, νὰ τοὺς ξεχάσει ὅλους καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει, σπουδαῖο ρόλο θὰ ἔπαιξε ἡ προσωπικότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ποὺ μαγνήτιζε. Ἡ δυναμικὴ προσωπικότητα τοῦ Κυρίου ἐντυπωσίασε τόσο πολύ το Φίλιππο ὥστε, ὅπως προείπαμε, δὲν ἀρκέστηκε ν’ ἀκολουθήσει μόνος αὐτὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ ξεκίνησε ἀμέσως τὴν ἀποστολικὴ διακονία του κι ἔφερε ἄλλους στὸ Χριστό, ὅπως φαίνεται στὴ συνέχεια.
«Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτὸ ὄν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ, τον ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰωάν. ἅ’ 46). Μόλις ὁ Φίλιππος συνάντησε τὸ Ναθαναήλ, τοῦ λέει: Βρήκαμε τὸν Ἰησοῦ, τὸ γιο τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψαν ὁ Μωυσης στὸ νόμο κι οἱ προφῆτες.
Πόσο ἁπλᾶ μίλησε ὁ Φίλιππος! Ὁ Φίλιππος κι ὁ Ναθαναὴλ εἶναι δυὸ φλογερὲς ψυχὲς καὶ συνομιλοῦν μεταξύ τους. Ὁ Φίλιππος δὲν εἶπε «βρήκαμε το Μεσσία ποὺ περιμέναμε» ἤ το «γιὸ τοῦ Δαβὶδ» ἤ «το βασιλιᾶ τοῦ ‘Ἰσραὴλ» ἢ «τὸ Χριστό, τὸν Κύριο». Τόνισε στὸ Ναθαναὴλ μόνο πῶς βρῆκαν Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψαν οἱ προφῆτες κι ὁ Μωυσῆς. Ἐδῶ βλέπουμε πῶς μιλάει μιὰ ψυχὴ ποὺ πλημμυρίζει ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ χαρά. Τὰ βαθιὰ αἰσθήματα ποὺ νιώθει δὲ χρειάζεται νὰ ψάξει νὰ βρεῖ λέξεις γιὰ νὰ τὰ διατυπώσει. Τὰ λόγια βγαίνουν ἀπὸ μόνα τους, αὐθόρμητα, ἁπλᾶ, καμιὰ φορὰ κι ἁπλοϊκά, σίγουρα πῶς ἡ δύναμή τους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἁπλούστερα λόγια. Τ’ ἀδύναμα κι ἀπατηλὰ αἰσθήματα χρειάζονται ἀσημένιες τρομπέτες, δυνατὰ καὶ πομπώδη λόγια, γιὰ νὰ φανοῦν πιὸ δυνατὰ καὶ πιὸ ἀληθινὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι στὴν πραγματικότητα. Ὁ Φίλιππος κι ὁ Ναθαναὴλ θὰ πρέπει νὰ εἶχαν συζητήσει πολλὲς φορὲς γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶχαν προαναγγείλει οἱ προφῆτες καὶ τὸν ἀνέμεναν γενεὲς γενεῶν. Αὐτὸ ἦταν ἀγαπητὸ καὶ κοινὸ θέμα συζητήσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀληθινούς ‘Ἰσραηλῖτες, ἀνάμεσα στὶς διψασμένες κι ἁγνὲς ψυχές.
«Εὑρήκαμεν Ἰησοῦν», εἶπε ὁ Φίλιππος. Βρήκαμε Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἐμφανίστηκε σὰν ἀστραπὴ ποὺ ξεσπάει μέσα ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ κάνει τη γῆ νὰ τρέμει, οὔτε καὶ ἔπεσε ξαφνικὰ στὴ γῆ σὰν μετεωρίτης, οὔτε ἀνέβηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου παρατηροῦσαν οἱ κοντόφθαλμοι φαρισαῖοι κι οἱ ἀνόητοι γραμματεῖς, καθὼς κι ἄλλοι ποὺ περίμεναν το Μεσσία. Μεγάλωσε κι ἔζησε ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια στὴ Γαλιλαία, ἀνάμεσά μας, μὰ δὲν τὸν γνωρίσαμε. Μεγάλωσε σὰν ὑγιὲς κλαδάκι ἀμπέλου ποὺ ξεφύτρωσε σὲ ἄγριο κορμό, μὰ ἦταν δύσκολο νὰ τὸν ἀναγνωρίσεις ὡσότου ἀναπτυχθεῖ κι ἀρχίσει ν’ ἀποδίδει καρπούς. Ἦταν σὰν θησαυρὸς κρυμμένος στὴ γῆ. Σκάφτηκε ἡ γῆ κι ὁ θησαυρὸς ἔλαμψε. Δὲ βάδισε καμαρωτός, δὲ φρόντισε νὰ ἐντυπωσιάσει. Ἐμεῖς τὸν εἴδαμε καὶ τὸν γνωρίσαμε ταπεινὸ σὰν ἀρνί, καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο, γλυκὸ σὰν τὴν ἄνοιξη καὶ δυνατὸ σὰν Θεό.
Κατάγεται ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, εἶναι γιος τοῦ Ἰωσήφ. Ποιός μπορεῖ νὰ γνωρίζει ὅλα τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Φίλιππος περιέγραψε στὸ Ναθαναὴλ τὸν Ἰησοῦ; Ποιός μπορεῖ νὰ ἐπαναλάβει ὁλόκληρη τὴ συνομιλία τους; “Ὁ εὐαγγελιστὴς καταγράφει μὲ συντομία μόνο τὰ πιὸ ἀξιόλογα στοιχεῖα. Κι ὅλα ὅσα ἄκουσε ἀπό το Φίλιππο ὁ Ναθαναήλ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τὸν χαροποίησαν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ποὺ τὸν δυσκόλευε, τοῦ ‘φερνε σύγχυση καὶ ὑπονόμευε τὴν πίστη του. Πῶς ἦταν δυνατὸ καὶ Μεσσίας νὰ προερχόταν ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ: Ὁ Φίλιππος εἶπε πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν γιος τοῦ Ἰωσήφ, ἴσως ἐπειδὴ ἀκόμα κι ὁ ἴδιος δὲ γνώριζε τὸ ὑπερφυὲς μυστήριο τῆς σύλληψής Του ἀπὸ τὸ Ἁγιο Πνεῦμα. Ἴσως ἀκόμα ἐπειδὴ ἤθελε ἡ εἴδησή του νὰ γίνει ὅσο γίνεται πιὸ σύντομη καὶ κατανοητὴ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τώρα ὁδηγοῦνταν βῆμα βῆμα στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται πῶς ἐδῶ ὁ Φίλιππος λειτουργοῦσε κιόλας σὰν ἱεραπόστολος, μὲ τὸν ἀποστολικὸ τρόπο ποὺ ἐξήγησε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐγενόμῃν τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἶνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἶνα πάντας τινὰς σώσω» (Α ́κόρ. θ’ 22). Κοντὰ στοὺς ἄρρωστους κι ἀδύναμους στὴν πίστη, ἔγινα κι ἐγὼ ἄρρωστος, γιὰ νὰ τοὺς κερδήσω. Σὲ ὅλους ἔγινα τὰ πάντα, γιὰ νὰ κερδήσω ὅσο γίνεται περισσότερους. Ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἀκόμα ἀδύναμος, ἀκατήχητος, δὲν εἶχε φωτιστεῖ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπόστολος τὸν προσέγγισε σὰν ἀδύναμο, προσεχτικά.
«Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ: ἔκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος: ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰωάν. ἅ’47). Ὁ Ναθαναὴλ εἶπε στὸ Φίλιππο: Εἶναι δυνατὸ νὰ προκύψει κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; Κι ὁ Φίλιππος τοῦ ἀπάντησε: Ἔλα καὶ θὰ δείς.
Ἡ ἐρώτηση τοῦ Ναθαναὴλ δὲν πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὰν κακεντρεχὴς παρατήρηση ποὺ βγαίνει ἀπὸ σκληρὴ καὶ κακόβουλη καρδιά. Ἦταν μᾶλλον τὸ ἐνδιαφέρον μιᾶς εἰλικρινοῦς καρδιᾶς γιὰ τὸ φίλο του, ὥστε νὰ μὴν πέσει θῦμα ἀπάτης. Ἡ Σάρα γέλασε ὅταν ὁ Θεός της ἀποκάλυψε πῶς, στὴν προχωρημένη ἡλικία της, θὰ γεννοῦσε γιὸ (βλ. Γέν. ἰη12). Ἐδῶ πρόκειται γιὰ χαρά, ποὺ ἁπλᾶ περιμένει ἐπιβεβαίωση μὲ τὴν ἐρώτηση. Ὁ Ναθαναὴλ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ στὴ ζωή του τόσο χαρούμενες εἰδήσεις, σὰν κι αὐτὲς ποὺ τοῦ ἔφερε ὁ Φίλιππος. Ἀλλὰ ὅπως κάθε χαρὰ σκιάζεται καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία, ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸ Ναθαναήλ. Ἡ χαρὰ τοῦ Ναθαναὴλ μετριάστηκε λίγο στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης «Ναζαρέτ». Οἱ προφῆτες δὲν ἔγραψαν πῶς ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ στὴ Βηθλεέμ; Γενεὲς γενεῶν δὲν περίμεναν νὰ δοῦν μὲ ἀνυπομονησία στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Βασιλιᾶ; Ἴσως ὁ Φίλιππος νὰ κάνει λάθος.
Ὁ Φίλιππος δὲ θέλει νὰ προχωρήσει ὁ ἴδιος σὲ ἔξηγήσεις καὶ ἀποδείξεις. Δὲ θέλει νὰ δώσει ὁ ἴδιος ἀπάντηση στὸ σχόλιο τοῦ Ναθαναήλ. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπε ἁπλᾶ. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα καὶ θὰ δεῖς μόνος σου. Πόσο θριαμβευτικὰ ἠχοῦν τὰ λόγια αὐτά: Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα, Ναθαναήλ, καὶ θὰ δείς. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ἀποδείξω αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω, ἡ παρουσία Του ὅμως εἶναι ἡ καλλίτερη ἀπόδειξη. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ δώσω ἀπάντηση σ’ αὐτὴν ἢ σὲ κάποια ἄλλη ἐρώτηση ἢ ἀπορία ποὺ ἴσως ἔχεις, ἡ παρουσία Του ὅμως εἶναι ἀπάντηση στὴν ὁποία δὲν μπορεῖς ν’ ἀντισταθείς. Ἐσύ, ἔλα ἁπλᾶ μαζί μου. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Ναθαναὴλ συμφώνησε καὶ ξεκίνησαν μαζὶ μὲ τὸ Φίλιππο γιὰ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ.
«Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἔρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐνῶ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰωάν. ἅ’48). Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: ὁρίστε, αὐτὸς εἶναι γνήσιος Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του δόλο καὶ πονηριά.
Τί μέγιστος ἔπαινος! Κι ἀπὸ τὰ χείλη! Τί σημαίνει τώρα ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἕν ὼ δόλος οὐκ ἔστι; Αὐτὸ δηλώνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι γεμᾶτος μὲ τὸ ἀντίθετο τοῦ δόλου καὶ τῆς πονηριᾶς, δηλαδὴ μέ το Θεό. “Ἀνθρωπο μὲ τίς σκέψεις τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιθυμία γιά το Θεό, τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, τὴν προσδοκία τοῦ Θεου, τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει παραδοθεῖ στὸν ἕνα Κύριο καὶ Δημιουργό – το Θεό. Δὲν ἀναγνωρίζει κανέναν ἄλλο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ «τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας» (Ἐφ. στ12) δὲ βρίσκουν τρόπο νὰ μποῦν καὶ νὰ ριζώσουν μέσα του.
Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ Ναθαναὴλ πῶς εἶναι ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, εἶναι ταυτόχρονα καὶ μιὰ παρατήρηση γιὰ ἕνα θλιβερὸ γεγονός, πῶς ἀληθινοι Ἰσραηλῖτες ἔχουν ἀπομείνει πολὺ λίγοι. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀναφώνησε μὲ χαρά, ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης! ‘Ἐδῶ ἔχουμε ἕναν ἀληθινὸ ἄνθρωπο ἀνάμεσα σὲ ἄλλους, πονηροὺς καὶ δόλιους. Ἐδῶ ἔχουμε κάποιον ποῦ Ἰσραηλίτης δὲν εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα, ἀλλ’ ἀληθινός. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος μποροῦσε νὰ διακρίνει ἀπὸ μακριὰ τίς ἀμφιβολίες ποὺ διατύπωσε ὁ Ναθαναὴλ στὸ Φίλιππο γιὰ τὸν Κύριο, ὁ Κύριος ἐγκωμίασε τὸ Ναθαναήλ, τὸν ὀνόμασε ἀληθινὸ Ἰσραηλίτη, ἄδολο κι ἀπονήρευτο.
Μήπως ὁ Κύριος ἐγκωμίασε τὸ Ναθαναὴλ γιὰ νὰ τὸν προσελκύσει κοντὰ Τοῦ; Ὄχι! Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲ βασίζεται στὰ λόγια, μὰ στὴν καρδιὰ τὴν ἴδια. Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε, οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ γυρίσουμε στὶς σελίδες τοῦ εὐαγγελίου γιὰ νὰ διαβάσουμε πῶς ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἄδολος κι ἀπονήρευτος ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος τὸ εἶδε στὴν καρδιά του, τὸ διάβασε ἐκεῖ. Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἴσως ξαφνιάστηκαν μὲ τὰ ἐγκωμιαστικὰ λόγια Του, Ἐκεῖνος ὅμως ἄφησε το χρόνο ν’ ἀποκαλύψει στοὺς ἀποστόλους τὴν ἀλήθεια τοῦ ἐπαίνου Του.
Ὁ ἴδιος ὁ Ναθαναὴλ ξαφνιάστηκε μὲ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ «καὶ λέγει αὐτῷ πόθεν μὲ γινώσκεις; ἀπεκρίθῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ πρό του σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἰδῶν σε». Ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις; ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς του ἀποκρίθηκε: Προτου σὲ φωνάξει ὁ Φίλιππος, ἐγὼ σὲ εἶδα ποὺ καθόσουν κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, μ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖ δὲ σ’ ἔβλεπε ἄλλο ἀνθρώπινο μάτι.
Προσέξτε τώρα πῶς ὁ Ναθαναὴλ ἀποδείχνεται ἀμέσως ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἄδολος. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀδιάφορος. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος ἀρέσκεται στοὺς ἐπαίνους καὶ τίς κολακεῖες. Ἄν ὁ Ναθαναὴλ ἦταν δόλιος θὰ εἶχε μεθύσει ἀπὸ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ καὶ θ’ ἄρχιζε κι αὐτὸς νὰ τὸν ἐπαινεῖ, ἢ θ’ ἀποποιόταν τὸν ἔπαινο μὲ προφανῆ ταπεινολογία. Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸ Χριστό, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι, χωρὶς νὰ δείχνει ὅτι δέχεται ἢ ὅτι ἀπορρίπτει τὸν ἔπαινο, κάνει μιὰ ἐρώτηση μὲ σκοπὸ νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Χριστό. Πόθεν μὲ γινώσκεις; Πρώτη φορὰ συναντιόμαστε στὴ ζωή μας. Ἄν μὲ εἶχες καλέσει μὲ τὸ ὄνομά μου, ἴσως νὰ εἶχα ξαφνιαστεῖ λιγότερο, γιατί ἕνα ὄνομα μπορεῖ πιὸ εὔκολα ν’ ἀναγνωριστεῖ. Ὅμως μὲ καταπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι γνώρισες τόσο γρήγορα τὸ ὄνομα τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς συνείδησής μου – κάτι ποὺ εἶναι πολὺ καλὰ κρυμμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποὺ τὸ φανερώνει κανεὶς πολὺ προσεχτικὰ καὶ μόνο στοὺς στενοὺς φίλους του. Πόθεν μὲ γινώσκεις;
Μὲ τὴν ἀπάντησή Τοῦ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα δεύτερο, ἐξωτερικὸ καὶ ὁρατὸ μυστήριο. Πρό του σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκὴν εἴδόν σε. Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς, εὔκολα μπορεῖ νὰ γνωρίζει καὶ τὰ ἐξωτερικά, τὰ σωματικὰ μυστικά. Αὐτὸς ποὺ βλέπει τίς κινήσεις καὶ τίς σκέψεις τοῦ νοῦ κι ἀκούει τοὺς μυστικοὺς ψιθύρους του μέσα στὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ πολὺ εὐκολότερα νὰ δεῖ τίς κινήσεις τοῦ σώματος καὶ ν’ ἀκούσει τὰ λόγια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἀνθρώπου. Προτοῦ ὁ Φίλιππος πλησιάσει τὸ Ναθαναήλ, ὁ Κύριος τὸν εἶδε νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Προτοῦ ὁ Φίλιππος ἀποφασίσει γιὰ νὰ πάει νὰ συναντήσει τὸ Ναθαναήλ, ὁ Κύριος εἶχε δεὶ κι εἶχε γνωρίσει τὴν καρδιά του. Μὲ τὴ δική Του πρόνοια ὁ Φίλιππος πῆγε στὸ Ναθαναὴλ καὶ τὸν κάλεσε νά ‘ρθεὶ καὶ νὰ δεί. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ; Ὑπάρχει τρόπος νὰ κρυφτεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴ μεγάλη καὶ φοβερὴ παρουσία Του; Ὁ Ψαλμωδός, ἀναφερόμενος στὴ μέγιστη καὶ φοβερὴ αὐτὴ παρουσία, στρέφεται στὸν πάνσοφο Θεὸ καὶ λέει: «Σὺ ἔγνως τὴν καθέδρα μου καὶ τὴν ἔγερσή μου, σὺ συνήκας τοὺς διαλογισμοὺς μοῦ ἀπὸ μακρόθεν… ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἔν γλώσσῃ μου. ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα σὺ ἔπλασὰς μὲ καὶ ἔθηκας ἐπ’ ἐμὲ τὴν χείρά σου… ποὺ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποὺ φύγω;» (Ψαλμ. ρλή’ 2-7). Ἐσύ, Κύριε, ἀναφωνεῖ ὁ Ψαλμωδός, γνωρίζεις πότε κάθομαι καὶ πότε σηκώνομαι, Ἐσὺ γνωρίζεις τίς σκέψεις μου πολὺ προτοῦ τίς κάνω ἐγώ… Ἐσὺ γνωρίζεις πῶς εἶμαι εἰλικρινής, πῶς στὴ γλῶσσα μου δὲν ὑπάρχει δολιότητα. Ἐσύ, Κύριε, τὰ γνωρίζεις ὅλα, τόσο τὰ πρόσφατα ὅσο καὶ τὰ παλιά. Ἐσὺ μὲ ἔπλασες, Ἐσὺ ἔβαλες πάνω μου τὸ χέρι Σου… Ποῦ μπορῶ νὰ πάω καὶ νὰ ξεφύγω ἀπὸ Σένα; Πῶς μπορῶ νὰ κρυφτῶ ἀπὸ τὴν ἁπανταχοῦ παρουσία Σου;
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα τῆς ἱστορίας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὄχι μόνο γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, οὔτε καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασή Τοῦ μόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀγαπητικὴ καὶ στοργικὴ παρουσία τοῦ πνεύματός Του. Ἦρθε στὴ γῆ, ἀλλὰ ταυτόχρονα βρισκόταν καὶ στὸν οὐρανό. Ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους, μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ παρατηροῦσε το σατανᾶ νὰ πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅταν συναντιόταν μὲ ἀνθρώπους, ἔβλεπε τόσο τὸ παρελθὸν ὅσο καὶ τὸ μέλλον τους. Τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων τίς ἔβλεπε σὰν σὲ ἀνοιχτὸ βιβλίο. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐγκωμίαζαν καὶ τὸν θαύμαζαν, Ἐκεῖνος μιλοῦσε στοὺς ἀποστόλους γιὰ τὸ πάθος Του. Τὴν ὥρα τοῦ πάθους Του, μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐπικείμενη νίκη καὶ δόξα Του. Ἀτένιζε τὸ μαρμάρινο ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλ’ ἔβλεπε καὶ τὴν καταστροφή του. Συνομιλοῦσε μέ το Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία ὅπως μιλᾶμε μὲ τοὺς συγχρόνους μας. Ζοῦσε ἐγκλωβισμένος στὸ σῶμα Του, ἀλλ’ ἔβλεπε ὅλα ὅσα γίνονταν στὸν οὐρανό. Ἄκουγε τὴ συνομιλία ποὺ γινόταν ἀνάμεσα στὸν ἁμαρτωλὸ πλούσιο ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ στὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἦταν δεμένος ὁ γάϊδαρος καὶ τὸ πουλάρι του κι ἔστειλε τοὺς μαθητές Του νὰ τὰ φέρουν. Ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση εἶδε τὸν ἄνθρωπο στὴν πόλη κεράμιον ὕδατος βαστάζοντα, κι ἔστειλε τοὺς μαθητές Του νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν τὴν ἐντολὴ νὰ τοῦ ἑτοιμάσει τὸ Πάσχα. Ὁ χρόνος δὲν μποροῦσε νὰ βάλει παραπέτασμα στὴν πνευματική Του ὅραση. Ἔβλεπε ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει κι ἐκεῖνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν, σὰ νὰ λάβαιναν χώρα μπροστὰ στὰ μάτια Του. Τὸ διάστημα κι ἡ ἀπόσταση δὲν ἦταν ἐμπόδια γι’ Αὐτόν. Ὅ,τι κι ἂν γινόταν, ὁπουδήποτε στὸν κόσμο, τὸ ἔβλεπε σὰ νὰ γινόταν μπροστὰ στὰ σωματικά Του μάτια. Ὁτιδήποτε γινόταν σὲ κλειστὸ χῶρο, τό ‘βλεπε σὰν συμβὰν σὲ ἀνοιχτὸ μέρος. Ἀκόμα κι ἂν κάτι λάβαινε χώρα στὸ πιὸ ἀπομονωμένο μέρος, στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, στὰ μάτια Του ἦταν ἀνοιχτό, ὁλοφάνερο.
Ἡ ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κι ἡ παντογνωσία Του δημιούργησαν σύγχυση στὸ Ναθαναήλ. Τὸ ἴδιο εἶχε γίνει καὶ μὲ τὸν Πέτρο ὅταν μάζευε τὰ δίχτυα μὲ τὴν πλούσια ψαριὰ στὴ λίμνη, μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατάει πάνω στὰ κύματα κι ἔπειτα ὅταν γαλήνεψε τὸν ἄνεμο καὶ τὴν καταιγίδα. Ὁ Κύριος ποὺ γνώριζε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἤξερε ποιά ἀπὸ τίς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις Του θὰ ἐνεργοῦσε καλύτερα καὶ ἀποτελεσματικότερα στὸ συγκεκριμένο μαθητή. Ἄν ὁ Πέτρος θαύμαζε περισσότερο τὴν κυριαρχία του στὴ φύση, ὁ Ναθαναήλ, ὅπως εἴδαμε, ἔμεινε ἔκπληκτος μὲ τὴ διόραση καὶ τὴν παντογνωσία Του. Ὁ Κύριος τὰ γνώριζε αὐτὰ καὶ χρησιμοποιοῦσε τὴν παντογνωσία Του στὴν ὑπηρεσία τῆς θεϊκῆς Του οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Φίλιππος ἴσως μποροῦσε νὰ τὸ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τίς πρῶτες μέρες τῆς μαθητείας του, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε στὸ Ναθαναήλ, ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Φίλιππος ἦταν σίγουρος πῶς ὁ πάνσοφος καὶ παντοδύναμος Κύριος θ’ ἀποκαλύπτονταν στὸ Ναθαναὴλ μὲ τὸν πιὸ κατάλληλο τρόπο ποὺ ἅρμοζε στὸ χαρακτῆρα καὶ τὴν ἰδιοσυγκρασία του.
Εἶχε ἴσως κάποιο ἀμυδρὸ προαίσθημα ἐκείνου ποὺ ἀργότερα διαπίστωσε καθαρά. Κι αὐτὸ ἦταν τὰ θαυμαστὰ μυστήρια ποὺ κρύβονταν μέσα στὸ εὐαίσθητο ἀνθρώπινο στῆθος τοῦ Κυρίου Του. Καὶ πραγματικά, τὰ μυστήρια ποὺ ἦταν κρυμμένα στὸ στῆθος τοῦ Θεανθρώπου ἦταν εὐρύτερα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μακρύτερα ἀπό το χρόνο.
Ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς ἔστω καὶ τὸ ἕνα χιλιοστὸ ἀπὸ τίς δυνάμεις καὶ τὰ μυστήρια ποὺ ἦταν κρυμμένα μέσα Του; Σίγουρα ὄχι. Ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν μυστηρίων Του παρέμεινε μυστική, ἄγνωστη στὸν ἄνθρωπο, γιὰ ν’ ἀποκαλυφτεῖ στοὺς ἁγίους στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Μέσα Του εἶχε τόση δύναμη, ὥστε δὲ χρειαζόταν νὰ καταβάλει καμιὰ προσπάθεια γιὰ νὰ κάνει θαύματα. Μᾶλλον συγκρατοῦνταν, γιὰ νὰ μὴν κάνει πάρα πολλά. Εἶπε, ἀποκάλυψε καὶ ἔκανε μόνο ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας, χωρὶς νὰ πιέσει ἢ ν’ ἀσκήσει κάποια δύναμη στὴ θέλησή μας. Ὅλα στηρίζονταν στὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ ἀπόφασή μας.
Ἄς παρακολουθήσουμε ὅμως τὸ Ναθαναήλ, πῶς ἀπάντησε στὸν Κύριο: «ἀπεκρίθῃ Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτὸ ραββί, σὺ εἰ,εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. ἅ’50). Δάσκαλε, Ἐσὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ. Κι αὐτὸ τὸ ὁμολόγησαν τὰ ἴδια χείλη ποὺ λίγο νωρίτερα εἶχαν πεῖ στὸ Φίλιππο: ἐκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι;
Τί θαυμαστὴ ἀλλοίωση! Τί ξαφνικὸ ξέσπασμα χαρᾶς! Ἄχ, ἀδελφοί μου! Πόσο μέγιστη, πόσο θαυμαστὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ! Δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ τὸ περιγράψουν αὐτό, οὔτε χέρια νὰ τὸ ἀποτυπώσουν σὲ χαρτί. Μόνο καρδιὲς ὑπάρχουν ἱκανὲς γιὰ νὰ τὸ νιώσουν, νὰ εὐφρανθοῦν ὅπως ἡ πρωινὴ δροσιὰ στὴν πρώτη συνάντησή της μὲ τίς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Δὲν εἶναι ἀρκετὸς καὶ πειστικὸς ὁ λόγος αὐτός, γιὰ νὰ ἐνανθρωπήσει ὁ Κύριος, νὰ φορέσει ἀνθρώπινη σάρκα καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ὡς ἀδύναμος ἄνθρωπος, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀντέξει τὴν παρουσία Του, ἂν εἶχε ἐμφανιστεῖ ὡς πύρινος ἄγγελος; Ἢ ἀκόμα, ἂν εἶχε παρουσιαστεῖ ὡς Θεός, μὲ τὴν αἰώνια δύναμη καὶ δόξα Του, χωρὶς νὰ καλύπτεται μὲ ἀνθρώπινη σάρκα, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀτενίσει καὶ νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀκούσει τὴ φωνή Του χωρὶς νὰ μετατραπεῖ σὲ πηλό; Καὶ μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τῆς ἀνάσας Του, ἢ γῆ ὁλόκληρη δὲ θὰ ἐξατμιζόταν; Δέστε μόνο τὴ δύναμη τῆς ἁπλῆς παρουσίας Του. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ κι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλοιώνονται. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ λίγες στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὴ συνομιλία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ Ναθαναήλ, πῶς ὁ τελευταῖος θὰ ὁμολογοῦσε ὅτι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἦταν Διδάσκαλος, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ; “Ἄν ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ναθαναὴλ εἶχε σκεφτεῖ πῶς ὁ Βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν κάποιος ἐπίγειος βασιλιᾶς, ὅπως ἦταν ἡ κοινὴ ἀντίληψη τότε γιὰ τὸ Μεσσία, τὸ νὰ ὁμολογήσει τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει ἀμέσως, ἢ ὁμολογία αὐτὴ γιὰ ἕναν ἀρχάριο ἦταν παραπάνω ἀπὸ ἀρκετή. Ὁ Ναθαναὴλ τὸν ἀποκάλεσε ἐπίσης Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μ’ αὐτὸ τοποθέτησε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστου πολὺ ψηλότερα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἤθελε ἡ κοινὴ ἀντίληψη, ὡς ἕνα συνηθισμένο ἐπίγειο βασιλιᾶ στὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ.
«’Ἀπεκρίθῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ ὅτι εἴπὸν σοί, εἴδὸν σὲ ὑποκάτω τῆς συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει καὶ λέγει αὐτῷ ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεωγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεου ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. ἅ’51,52). Κι ὁ Ἰησοῦς του ἀπάντησε: Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα πῶς σὲ εἶδα νὰ κάθεσαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ πιστεύεις; Θὰ δεῖς πολὺ περισσότερα ἀπ’ αὐτά. Καὶ στὴ συνέχεια εἶπε: ‘Ἀλήθεια σᾶς λέω, πῶς ἀπὸ τώρα θὰ δεῖτε ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ γιο τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Κύριος ἀποκάλυψε στὸ Ναθαναὴλ μόνο ἕνα μικρὸ μυστήριο γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, μέ το νὰ τοῦ πεῖ πῶς τὸν εἶδε κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Αὐτὴ ἡ διόραση, ποὺ κάλυπτε μιὰ πολὺ μικρὴ ἀπόσταση, εἶναι σὰν μιὰ πολὺ μικρὴ ἀκτῖνα σὲ σχέση μὲ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ ἁπλώνεται πάνω στὴ γῆ. Ὁ Ναθαναὴλ ποὺ εἶχε ἁγνὴ ψυχή, βρῆκε πῶς το λόγο αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ πιστέψει. Οἱ ἀκάθαρτοι καὶ ἔνοχοι φαρισσαῖοι καὶ γραμματεῖς εἶδαν τὸν Κύριο νὰ θεραπεύει λεπρούς, νὰ δίνει τὸ φὼς σὲ τυφλούς, ν’ ἀνασταίνει νεκρούς. Κι ὅμως, όλ’ αὐτὰ δὲν ἦταν ἱκανὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ πιστέψουν. “Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως ἦταν ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, γνήσιος. Καὶ μόλις εἶδε μιὰ μικρὴ ἀκτῖνα ἀπὸ τὴ θαυμαστη δύναμή Τοῦ, ἀμέσως πίστεψε κι ὁμολόγησε. «Θὰ δεὶς πολὺ περισσότερα ἀπ αὐτά», τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος. Τί θά ‘βλεπε; Ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς κι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεού ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ γιο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος τὰ εἶπε αὐτὰ στὸ Ναθαναήλ, μὰ ἡ ὑπόσχεσή Τοῦ ἰσχύει γιὰ ὅλους. «’Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν», εἶπε, ὄχι «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοί». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία πῶς θὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεσή Του, την τονίζει μὲ τὴν ἐπανάληψη τῆς λέξης ἀμήν. Ἀμὴν ἀμήν, δηλαδὴ «ἀλήθεια σᾶς λέω, σᾶς διαβεβαιῶ».
Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ὑπηρετοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν Κύριο. Κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἀνέβαιναν ξανά. Ἀγγελος ἐμφανίστηκε στὸ Ζαχαρία γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴ γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου του Χριστοῦ. Ἀγγελος ἐμφανίστηκε στὴν πάναγνή Παρθένο γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλει τὸ μέγα μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Κυρίου. Οἱ οὐρανοὶ ἀνοίχτηκαν στοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεὲμ κι οἱ ἄγγελοι κατέβαιναν κι αἰνοῦσαν το Θεὸ καὶ τὴν «ἔν ἀνθρώποις εὐδοκία». “Ἀγγελοι κατέβηκαν γιὰ νὰ πληροφορήσουν καὶ νὰ καθοδηγήσουν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μάγους τῆς ἀνατολῆς. “Ὅταν ὁ Κύριος ἀντιμετώπισε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σατανᾶ στὴν ἔρημο, μετὰ κατέβηκαν ἄγγελοι καὶ τὸν διακονοῦσαν. Τὸν καιρὸ τοῦ πάθους, πρὶν ἀπό το θάνατό Του, ἄγγελος τὸν ὑπηρετοῦσε καὶ τὸν ἐνίσχυε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή. “Ὅταν ἀναστήθηκε, ἄγγελοι κατέβηκαν στὸν τάφο Του. Στὴν ἀνάληψή Του ἀπό τη γῆ στὸν οὐρανό, δυὸ ἄγγελοι ντυμένοι στὰ λευκὰ ἐμφανίστηκαν στοὺς ἀποστόλους. Μετὰ τὴν ἀνάληψή Του ἄγγελοι ἐμφανίζονταν στοὺς ἀποστόλους Του κι ἀργότερα σὲ πολὺ λοὺς δίκαιους, ὁσίους καὶ μάρτυρες. Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος δὲν εἶδε ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς; Δὲν ἀνέβηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὼς τὸν τρίτο οὐρανό; Στὸν ἀπόστολο κι εὐαγγελιστῆ,εὐαγγελιστή δὲν ἀποκαλύφτηκαν ἀμέτρητα θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ ἀφοροῦν τόσο τὴν παροῦσα ζωὴ ὅσο καὶ τὴ μέλλουσα; Ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας, ἄγγελοι ἐμφανίζονται σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἁγνὴ καρδιά, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸ Θεό. ‘Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ μετανοοῦντες, ἀφοῦ συχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες τους, εἶδαν ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς.
Ώ, πόσες φορές, ἀμέτρητες ὡς τὰ σήμερα, δὲν ἐπαληθεύτηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιὰ τοὺς ἀνοιγμένους οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν! Ὁ Κύριος κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀνοιγμένους οὐρανούς. Πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ μόνο λίγοι προφῆτες κι ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς. Μετὰ τὴν ἔλευσή Του ὅμως ἀναδείχτηκε πλῆθος ὁλόκληρο ἀπὸ οὐρανοφάντορες, ποὺ μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση ἔφταναν στὸν οὐρανό , καὶ κατέβαιναν μαζὶ μὲ τίς ἀγγελικές, τίς οὐράνιες δυνάμεις.
Ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀνοιχτὸς στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ μόνοι τους εἶναι ἀποκλεισμένοι ἀπό το οὐρανό. Αὐτοὶ κοιτάζουν, ἀλλὰ δὲ βλέπουν, ἀκοῦνε χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν (πρβλ. Ματθ. ἴγ13). Ὁ Χριστὸς ἀποκατάστησε τὴν ὅραση ὄχι μόνο στοὺς λίγους ἐκείνους ἀνθρώπους ποὺ στεροῦνταν τὴ φυσικὴ ὅραση, ἀλλὰ σὲ ἑκατομμύρια ἄλλους ποὺ ἦταν πνευματικὰ τυφλοί. Κι οἱ τυφλοὶ εἶδαν τὸ φώς τους κι εἶδαν καὶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνοιγμένους. Τί ἄλλο σημαίνουν οἱ ἀνοιγμένοι οὐρανοί, παρὰ τὴν παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ τῶν μυριάδων ἀγγέλων Του; Κι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ τί ἄλλο ἐμπνέει στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀκάθαρτους, ἐκτὸς ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο; Καὶ τί ἄλλο σημαίνει ἡ παρουσία Τοῦ στοὺς ἁγνοὺς καὶ τοὺς δίκαιους, παρὰ ζωὴ καὶ χαρά;
Ἡ μεγάλη καὶ φοβερὴ αὐτὴ παρουσία πρὸς τὸ παρὸν εἶναι κρυμμένη ἀπὸ μᾶς. Τὴν κρύβει τὸ παραπέτασμα τῆς σάρκας μας. Σύντομα ὅμως, πολὺ σύντομα, τὸ παραπέτασμα αὐτὸ θὰ τὸ ἀπορρίψουμε, θὰ τὸ ἀποβάλουμε. Καὶ τότε θὰ βρεθοῦμε ὁλόκληροι μπροστὰ στοὺς ἀνοιγμένους οὐρανούς. Ἐκεῖνοι ἀπό μας ποὺ βρίσκονται σὲ μετάνοια, ποὺ εἶναι ἁγνοί, θὰ βρεθοῦν στὴν αἰώνια καὶ ζωοπάροχη παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Οἱ ἀμετανόητοι, οἱ βλάσφημοι κι οἱ ἀκάθαρτοι θὰ βυθιστοῦν στὴν αἰώνια ἀπουσία Του, στὸ ἀτέλειωτο σκοτάδι καὶ τὰ βάσανα.
Ἄς πλησιάσουμε λοιπὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ἀγαπάει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κι ὅσο ἀκόμα οἱ μέρες μας δὲν ἔχουν μετρηθεῖ, ἂς ὁμολογήσουμε τὸ ὄνομὰ Τοῦ, πῶς εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ ὄνομα. Ἄς κραυγάσουμε γιὰ βοήθεια, ἂς ζητήσουμε τὴ μόνη βοήθεια ποὺ εἶναι πρόθυμη, παντοτινή, σωστική. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
Σένα πρέπει ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.