Ἔζησαν, εἰργάσθησαν καὶ ἐφώτισαν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν διδασκαλίαν των καὶ τὴν ἁγίαν ζωήν των.
Ὑψώθηκαν ἀπὸ τότε ὡς φωτεινοὶ φάροι, ποὺ φωτίζουν τὴν πορείαν τῶν χριστιανῶν, ἡ ὁποία, πολὺ συχνά, παρουσιάζει κινδύνους καὶ σκότος βαθύ.
Ἐπικαίρως, λοιπόν, ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία καθώρισε σήμερον ὡς Εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα τὴν περικοπὴν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Μαθητάς Του καὶ τοὺς λέγει, ὅτι αὐτοὶ εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καί, συνεπῶς, ὀφείλουν νὰ φωτίζουν μὲ τὰ ἔργα των καὶ μὲ τὴν ζωήν των.
Ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ ὅλοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων μαθηταί Του. Ἑπομένως καὶ ἡμεῖς. Οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί. Σοβαρωτάτη δήλωσις. Καὶ δικαιοτάτη ἀπαίτησις τοῦ Κυρίου. Ἄς μελετήσωμε, ἀγαπητοί, βαθύτερα τὸ παράγγελμα αὐτό, διότι εἶναι θεμελιώδης προϋπόθεσις διὰ κάθε ὀπαδὸν τοῦ Χριστοῦ.
1.Τὸ φῶς καὶ ἡ πηγή του.
Εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι ὁ Κύριος δίδει εἰς τοὺς Μαθητάς Του χαρακτηρισμὸν, ποὺ ἄλλοτε εἶχε δώσει εἰς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό Του. «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωαν. η΄12), εἶπε τότε. Ἐδῶ ὀνομάζει καὶ τοὺς Μαθητάς Του «φῶς τοῦ κόσμου». Μὲ μίαν, βεβαίως, σοβαρὰν διαφοράν.
Ὅτι οἱ μαθηταὶ δὲν ἦσαν φῶτα μὲ ἰδίαν πηγήν. Τὸ φῶς των τὸ ἐλάμβανον ἀπὸ τὸν Χριστὸν. Αὐτὸς «ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. α΄ 9).
Ἡ πηγή, λοιπόν, τοῦ σωτηρίου αὐτοῦ φωτὸς διὰ πάντα ἄνθρωπον εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Ὅλαι αἱ ἄλλαι πηγαί, ποὺ ὑπόσχονται φῶς, εἶναι ἀνεπαρκεῖς, ἀνίκανοι, ἀπατηλαί. Ἠμπορεῖ νὰ εἶναι κάποια φῶτα, ἀλλὰ δὲν εἶναι: τὸ Φ ῶ ς. Τὸ ἀληθινὸν, τὸ οὐράνιον. Ἐκεῖνα εἶναι γήϊνα, παροδικὰ καὶ ἐφήμερα φῶτα. Ἡ δυναμίς των εἶναι πολὺ περιωρισμένη. Καὶ ἡ διάρκεια των ἐπίσης.
Καὶ εἶναι κρῖμα, ὅτι διὰ μέσου τῶν αἰώνων πολλοὶ ἐζήτησαν νὰ καθοδηγηθοῦν ἀπὸ τέτοια γήϊνα καὶ ψευδὴ φῶτα. Ἐστήριξαν ἐκεῖ τὰ ἐλπίδας των. Καὶ εἰς τὸ τέλος διεψεύσθησαν οἰκτρά. Ἔσβησε τὸ φῶς των καὶ ἔμειναν στὸ σκοτάδι, θλιβερὰ ἐρείπια καὶ ἀποτυχημένοι στρατοκόπου, ποὺ χάθηκαν μέσα στὴν ἐρημιὰ καὶ τοὺς πνευματικοὺς κρημνούς.
Ἀντίθετα, οἱ πιστοὶ, ποὺ ἦσαν κάποτε στὸ σκοτάδι καὶ ὁ Χριστὸς ἔπειτα τοὺς ἐκάλεσεν εἰς τὸ «θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς» (Α΄ Πέτρου β΄ 9), αἰσθάνονται ὅτι εἶναι ἀσφαλισμένοι, ὅτι δὲν κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὸν δρόμον, ὅτι ξέρουν τὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς των.
2.Ὁ προορισμὸς τοῦ φωτός.
Κάθε φῶς πρέπει νὰ φωτίζῃ. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός του καὶ ἡ ἀποστολή του. Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ Χριστιανός, ὁ ὁποῖος, συνδεόμενος μὲ τὴν αἰωνίαν πηγὴν τοῦ φωτός, τὸν Κύριον, γίνεται φῶς, πρέπει καὶ αὐτὸς νὰ φωτίζῃ.
Δὲν δικαιολογεῖται, λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὴν συνέχειαν τῆς σημερινῆς περικοπῆς, νὰ τοποθετηθῇ τὸ φῶς κάτω ἀπὸ τὸν κάδον, μὲ τὸν ὁποῖον μετροῦν τὸ σιτάρι.
Αὐτὸ εἶναι τελείως ἀπαράδεκτον. Τὸ φῶς πρέπει νὰ τοποθετῆται ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην, διὰ νὰ λάμπῃ καὶ νὰ φωτίζῃ ὅλους, ὅσοι εἶναι μέσα εἰς τὸ σπίτι. Ὡραία ἡ εἰκών αὐτή. Καὶ γεμάτη ἀπὸ νόημα. Χαράσσει σαφῶς τὸ καθῆκον τῶν Χριστιανῶν.
Ἔγινε φῶς ὁ Χριστιανός; Ἄναψε μέσα τοῦ ἡ θρυαλλίδα τῆς ἀληθείας ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ; Δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ μὴ φωτίζῃ τοὺς ἄλλους. Ἡ ὅλη του ζωή καὶ συμπεριφορὰ μέσα εἰς τὸ σπίτι θὰ εἶναι φωτεινή. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος λέγῃ «οἰκίαν», δὲν ἐννοεῖ μόνον τὸ περιωρισμένον περιβάλλον τῆς οἰκογενείας.
Ἐπεκτείνει τὴν ἔννοα εὐρήτερον, εἰς τὴν κοινωνίαν ὁλόκληρον. Αὐτὴν τὴν κοινωνίαν χρεωστοῦν οἱ πιστοὶ μὲ αὐταπάρνησιν καὶ θυσίαν νὰ φωτίζουν καὶ νὰ ὑπηρετοῦν.
Ὁ Θεὸς, δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο διὰ νὰ τὸν ρίψῃ εἰς τὸ ἐρημητήριον. Διότι τότε εἰς τί θὰ ἔχρησίμευε τὸ φῶς. Ποιὸν θὰ ἐφώτιζε; Τὸν ἐδημιούργησεν ὡς κοινωνικὸν παράγοντα, διὰ νὰ ζῇ μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς γύρω, νὰ προσφέρῃ τὴν βοήθειά του. Εἶναι, λοιπὸν, ὁ Χριστιανὸς συμπολίτης, συμπατριώτης, ἐνορίτης, οἰκογενειάρχης, φίλος, ὄχι μισάνθρωπος, ἀκοινώνητος, ἐγωπαθής.
Καὶ ἡ κοινωνία περιμένει τὴν ἐμφάνισιν τοῦ πραγματικοῦ Χριστιανοῦ, διὰ νὰ τὴν γλυκάνῃ μὲ τὴν παρουσία του, διὰ νὰ τὴν φωτίσῃ, διὰ νὰ τὴν καθοδηγήσῃ, διὰ νὰ τὴν ἠθικοποιήσῃ.
Ὦ Χριστιανοί! Ἄν ἐγνωρίζατε πόσην ἀνάγκην ἔχει ὁ κόσμος, ὁ μακρὰν τοῦ Χριστοῦ ζῶν, ἀπὸ τὸ φῶς σας, ἀπὸ τὴν φωτισμένην ζωήν σας! Κρατᾶτε γερὰ τοὺς φανούς σας!
Ἄν φυσίσῃ τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνεμος καὶ σβήσῃ τὸ φῶς αὐτὸ, τότε ποιός θὰ φωτίσῃ τὰς συνειδήσεις, ποιός θὰ καθοδηγήσῃ τοὺς χαμένους ὁδοιπόρους εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας; Ὅλοι μας ἔτσι εὑρήκαμεν τὸν δρόμον.
Ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἀδελφῶν μας, ποὺ εἶχαν ἐνωρίτερα φωτισθῆ. «Ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (Ἐφεσ. ε΄ 8), συμβουλεύι ὁ Ἀπ. Παῦλος. Διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ διαφέρετε ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν εἰς τὸ σκότος. Καὶ «ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ εἶδε ποῦ ὑπάγει» (Ἰωάν. ιβ΄35).
Βεβαίως αἱ δυνατότητες φωτισμοῦ ποικίλλουν μεταξὺ τῶν πιστῶν. Ὅπως εἶναι διάφοροι καὶ οἱ λυχνοστάται. Ἄλλοι εἶναι χρυσοί, ἄλλοι ἀργυροί, ἄλλοι μολύβδινοι, ἄλλοι ξύλινοι. Καὶ ἄλλο φῶς σκορπίζει ἕνας ὑπερήφανος πανύψηλος φάρος, ἄλλο ἕνας μεγαλοπρεπὴς πολυέλαιος, ἄλλο μιὰ λαμπάδα, ἄλλο ἕνα κανδηλάκι.
Ἔτσι καὶ εἰς τὴν κοινωνίαν. Ἄλλοι ἔχουν ὑψηλοτέραν κοινωνικὴν θέσιν, ἄλλοι ταπεινοτέραν. Ἄλλοι εἶναι ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, ἄλλοι πολιτικοὶ ἄνδρες, κυβερνῆται καὶ ἄλλοι ἁπλοῖ πολῖται, ἔμποροι, τεχνῖται, ἐργάται καὶ ἄλλοι πατέρες, μητέρες, προστάται.
Αὐτὸ δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ,τιδήποτε καὶ ἄν εἶναι ὁ καθείς, πρέπει μὲ τὸ φῶς του νὰ φωτίζῃ, ἡ ἀγάπη του νὰ ἀκτινοβολῇ, ἡ καλωσύνη του νὰ στηρίζῃ, αἱ ἀρεταί οτυ νὰ οἰκοδομοῦν. Τότε εἶναι γνήσιος ὀπαδὸς τοῦ Χριστοῦ. Τότε εἶναι «φῶς τοῖς ἐν σκότει». Μόνον τότε…
3.Αἱ εὐθῦναι τῶν χριστιανῶν.
Τόσον μεγάλη, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῶν πιστῶν. Καὶ ἠμποροῦν, συνεπῶς, νὰ ἀποβοῦν ὠφέλιμοι παράγοντες εἰς τὴν κοινωνίαν. Νὰ λάμψουν. Νὰ φωτίσουν. Νὰ δημιουργήσουν. Νὰ δοξάσουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Διότι δοξάζεται μὲ τὰ καλὰ ἔργα τῶν χριστιανῶν ὁ Κύριος, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν οἱ ὀπαδοί Του.
Τὸ εἶπεν ὁ ἴδιος: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε΄16). Ναί! Διότι ἡ λάμψις ἑνὸς ἁγνοῦ καὶ εἰλικρινοῦς χαρακτῆρος, ἡ ἁγία ζωὴ ἑνὸς ἀγωνιστοῦ, ποὺ ἔζησεν εἰς τὴν γῆν μὲ τὴν καρδίαν προσηλωμένην εἰς τὸν οὐρανόν, ἡ αὐτοθυσία καὶ ἡ ἀγάπη ἑνὸς ἐργάτου τῆς Ἐκκλησίας, δαπανωμένου διὰ τὸν καλὸν τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ καλυτέρα διαφήμησις τοῦ θείου ὀνόματος. Ὅταν εἰς τὴν παλαιὰν ἐποχὴν οἱ εἰδωλολάτραι ἔβλεπαν μὲ κατάπληξιν τὴν ἀμοιβαίαν ἀγάπην καὶ τὸ θερμὸν ἐνδιαφέρον, ποὺ ἐδείκνυαν οἱ Χριστιανοὶ ἀναμεταξύ των, ἠναγκάζοντο νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν δύναμιν τῆς νέας πίστεως καὶ ἀνεφώνουν μὲ θαυμασμόν: «Ἴδε, πῶς ἀγαπῶσιν ἀλλήλους!».
Ἡ ἁγία καὶ ἐνάρετος καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀγάπην ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ὁμοιάζει μὲ τὴν πόλιν, ποὺ εἶναι «ἐπάνω ὄρους κειμένη». Φαίνεται. Ἀκτινοβολεῖ. Διδάσκει. Ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους εἰς τὸν Δημιουργὸν καὶ Ἀρχηγὸν τῆς πίστεως.
Καὶ ἀντιθέτως. Ὅταν ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ προβάλλονται ἔξω ὡς μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄγονος, στεῖρα, σκανδαλώδης, ζημίαν καὶ βλάβην δημιουργεῖ. Διότι ἄν οἱ Χριστιανοί, ποὺ καυχῶνται ὅτι εἶναι ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κακοὶ καὶ ἀπρόσεκτοι, τότε ὁμοιάζουν μὲ σκοτάδι καὶ ὄχι μὲ φῶς. Καὶ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, κάνουν κακὸν ἀντὶ καλοῦ. Ἐφαρμόζεται τότε αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «τὸ γὰρ ὄνομα του Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Ρωμ. β΄ 24).
Οἱ Χριστιανοὶ γίνονται ἀφορμὴ νὰ βλασφημοῦν οἱ ἄπιστοι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ κακὸ των παράδειγμα. Μὲ τὴν ἀσυνεπῆ ζωήν των. Διότι ἡ φιλοχρηματία, ἡ ἀχαλίνωτος καὶ ἁμαρτωλὴ φιλοδοξία, ἡ ἀνειλικρίνεια, ἡ ἔλλειψις προσοχῆς εἰς τὰ ἠθικὰ θέματα, ἡ σκληρότης καὶ ἀπανθρωπία, ἡ ἔλλειψις ἀγάπῃς καὶ αὐτοθυσίας, ὁ φθόνος καὶ ἡ ψυχικὴ κακότης, ὅλα αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα ὁμοιάζουν μὲ ἄνεμον, ποὺ σβήνει τὸ φῶς τοῦ Χριστιανοῦ καὶ βυθίζει στὸ σκοτάδι τὴν ζωήν του.
Καὶ ἐνῷ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι «ὁδηγός» τῶν τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδαγωγός τῶν ἀνοήτων, διδάσκαλος τῶν εὑρισκομένων εἰς νηπιώδη πνευματικὴν κατάστασιν (Ρωμ. β΄ 19, 20), μὲ τὰ λάθη του γίνεται σκάνδαλον καὶ ἀφορμὴ κατηγοριῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τρομερὸν αὐτὸ τὸ κατάντημα! «Ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστίν» (Α΄ Ἰωάν. β΄ 9), λέγει ὁ Εὐαγγ. Ἰωάννης.
Τὸ φῶς εἶναι ἔργα καὶ ἀγάπη. Δὲν ἀγαπᾷς; Μένεις στὸ σκοτάδι. Δὲν ἔχεις σχέσιν μὲ τὸ φῶς.
Εἶναι, ἑπομένως ἀνάγκη, ἀγαπητοί μου, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς ἠξιωσε νὰ γνωρίσωμεν τὸ φῶς καὶ νὰ ἀνάψωμεν ἀπὸ τὴν αἰωνίαν πηγὴ τὴν λυχνίαν μας, νὰ διατηρήσωμεν αὐτὸ τὸ φῶς. Μὲ καθαρὸν τὸ δοχεῖον τῆς ψυχῆς μας· μὲ ἐπαρκῆ ποσότητα πνευματικοῦ ἐλαίου· μὲ ἔργα, δηλαδή, ἀρετῆς καὶ ἁγιασμοῦ καὶ ἀγάπης καλούμεθα ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ φωτίζωμεν χωρὶς σταμάτημα, νὰ ἐμπνέωμεν, νὰ διδάσκωμεν τοὺς ἄλλους, ὥστε καὶ ἡμεῖς νὰ εἴμεθα «ἐν τῷ φωτί» καὶ ἄλλους νὰ ὁδηγοῦμεν πρὸς τὸ φῶς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ γινώμεθα ἀφορμὴ νὰ δοξάζεται….
Ἀλήθεια πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀποστολὴ καὶ ἡ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν! Πόσο μεγάλη!
Ἀγαπητοί,
Ἦταν κάποτε ἕνας φαροφύλακας. Κάθε βράδυ ἐπήγαινε στὸ φάρο καὶ ἤναπτε τὸ φῶς του. Μετὰ γύριζε στὸ σπίτι του… Πολλὲς ὅμως φορὲς ἀργοῦσε. Συχνὰ μεθοῦσε καὶ ἔπεφτε στὸ δρόμο. Τὸν ἔφερναν τότε στὰ χέρια οἱ γείτονες.
Ἔτσι ἕνα βράδυ ξεκίνησε γιὰ τὸ φάρο. Ἦταν πάλιν πιωμένος. Ἀργοῦσε νὰ γυρίσῃ…. Ἡ γυναίκα του ἀνησύχησε.
-Κωστάκη, παιδί μου, δὲν πηγαίνεις κατὰ τὸ φάρο; Ὁ πατέρας σου πάλιν ἄργησε. Φοβοῦμε ὅτι θἆναι κάπου πεσμένος. Καί ρίχνει ἔξω χιόνι. Πάρε καὶ τὸ φανάρι ἀναμμένο… Ἄντε παιδί μου!
Ὁ μικρὸς ξεκίνησε. Ἦταν ἀρκετὸς ὁ δρόμος. Τὸ χιόνι δυνάμωνε. Τὰ πόδια του κουράστηκαν. Τὰ χεράκια του πάγωσαν. Κατάλαβε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φθάσῃ στὸ φάρο. Καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζῃ ἀπὸ μακρυὰ ὅσο πιὸ πολὺ ἄντεχε:
-Πατέρα! Πατέρα!
Ὁ πατέρας ἦταν μεθυσμένος, πεσμένος στὸ πάτωμα τοῦ φάρου. Κάτι ἄκουσε, ἀλλά, ἐξ αἰτίας τῆς μέθης, δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβῃ. Σὲ λίγο ἀκούστηκαν πάλιν τὰ ἴδια λόγια.
-Πατέρα! Πατέρα!
Μὲ δυσκολία σηκώθηκε. Ἀργὰ-ἀργὰ σύρθηκε μέχρι τὴν πόρτα. Δὲν εἶδε τίποτε ἀπ’ ἔξω. Καὶ ξανακάθησε. Μετὰ ἀπὸ ὥρα σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι.
Αἴφνης, τί βλέπει στὸ δρόμο; Ἀναμμένο φανάρι…. Προχωρεῖ. Τί εἶναι αὐτό; Σῶμα παιδιοῦ. Τὸ σηκώνει στὰ χέρια. «Θεέ μου, τὸ παιδί μου!» φωνάζει. Τὸ φιλεῖ, τὸ χαϊδεύει…. Ἀλλοίμονον! Τὸ παιδάκι ἦταν νεκρό, παγωμένο, μὲ τὸ φανάρι στὸ ἀκίνητο χέρι ἀναμμένο… Ὁ δυστυχὴς πατέρας ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ φωνάζῃ: «Ἐγὼ ἐσκότωσα τὸ παιδί μου. Εἶμαι φονηᾶς!».
Νὰ συνεχίσωμεν τὴν ἱστορίαν; Ὁ μέθυσος ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἔγινεν ἄλλος ἄνθρωπος. Τὸ φανάρι τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ του τὸ εἶχε κάθε βράδυ ἀναμμένο… Γιὰ νὰ θυμᾶται, ὅτι τὸ παιδί του, γιὰ νὰ τὸν σώσῃ, πέθανε στὸ χιόνι κρατῶντας τὸ φανάρι…
Φανάρια, ἀδελφοί, χρειαζόμεθα. Καὶ ψυχὲς νὰ τὰ κρατήσουν. Ἀναμμένα ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νὰ σκορποῦν ἕνα γῦρο τὸ σωτήριο φῶς στοὺς χαμένους, στοὺς πεσμένους.
Ποιοὶ θὰ τὰ καρατήσουν; Θὰ χειασθῇ κόπος καὶ ἀγών. Καὶ θυσίες. Ἴσως καί…..αἷμα.
Ἀλλὰ πρέπει τὰ φῶτα αὐτὰ νὰ ὑψωθοῦν στὴν κοινωνία, χωρὶς ἀναβολήν. Ἀλήθεια, ποιοί θὰ κρατήσουν αὐτὰ τ’ ἀναμμένα φῶτα;
+ Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου