Αρχική » Blog » ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Ιωάννου της κλίμακος) (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Ιωάννου της κλίμακος) (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

by

Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον

θ΄ 17 – 31

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ Ἡ τοῦ χρόνου, ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πιστεύουν πῶς  ὁ πνευματικὸς κόσμος ὑπάρχει καὶ πῶς τὰ ἀόρατα πνεύματα εἶναι ἀληθινά. Πολλοὶ ἄνθρωποι ὅμως ἔχουν πλανηθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ὑποστηρίζουν πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα ἔχουν μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὰ ἀγαθά. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μάλιστα προχώρησαν στὴ θεοποίηση τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τοὺς ἔφτιαξαν ναούς, πρόσφεραν θυσίες καὶ προσευχὲς καὶ πρόστρεχαν σ’ αὐτὰ γιὰ ὅλα τὰ θέματα. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκατέλειψαν τελείως τὴν πίστη στὰ ἀγαθὰ πνεύματα καὶ κράτησαν τὴν πίστη τους μόνο στὰ πονηρά, ἢ στοὺς κακοὺς «θεούς», ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦσαν. Ἔτσι αὐτὸς ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ μοιάζει μ’ ἕνα στίβο, ὅπου ἄνθρωποι καὶ πονηρὰ πνεύματα ἀνταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν ὅλο καὶ περισσότερο τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς τύφλωναν, μὲ ἀποκλειστικὸ στόχο νὰ σβήσουν ἀπό το νοῦ τους κάθε ἰδέα γιὰ τὸν καλὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴ μεγάλη καὶ θεόσδοτη δύναμη τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων.

Στὶς μέρες μας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τῶν πνευμάτων. Κι ἡ πίστη αὐτὴ κατ’ ἀρχὰς εἶναι σωστή. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸ κάνουν ἐπειδὴ κοιτάζουν μόνο μὲ τὰ σωματικά τους μάτια κι ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ τὸν δούν. Ὁ κόσμος αὐτὸς ὅμως δὲ θὰ ἦταν πνευματικός, ἂν ἦταν ὁρατὸς στὴ σωματικὴ ὅραση. Κάθε ἄνθρωπος ἑπομένως, ποὺ ὁ νοῦς του δὲν ἔχει τυφλωθεῖ κι ἡ καρδιά του δὲν ἔχει γίνει ἀναίσθητη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα νὰ νιώθει μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη πῶς στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἴμαστε μόνοι, μὲ ἀποκλειστικὴ συντροφιὰ τὴν ἄψυχη φύση, τοὺς βράχους, τὰ φυτά, τὰ ζῶα κι ἄλλα πλάσματα, στοιχεῖα καὶ φαινόμενα. Οἱ ψυχές μας βρίσκονται σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο, μὲ ἀόρατες ὑπάρξεις. Καὶ κάνουν μεγάλο λάθος ὅσοι καταργοῦν τὰ ἀγαθὰ πνεύματα καὶ θεοποιοῦν τὰ πονηρὰ καὶ τὰ προσκυνοῦν.

Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο, οὐσιαστικὰ ὅλοι οἱ λαοὶ πίστευαν στὴ δύναμη καὶ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ κακοῦ ἔναντι τοῦ καλοῦ. Οἱ πονηρὲς δυνάμεις ἐπικρατοῦσαν στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος ἀποκάλεσε τὸν ἀρχηγό τους ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκόμα κι οἱ ἡγέτες τῶν Ἰουδαίων ἀπέδιδαν ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαίμονες καὶ στὴ δύναμή τους.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σπάσει, νὰ ξεριζώσει τὴν ἀδύναμη πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸν πονηρὸ καὶ νὰ σπείρει τὴν πίστη τοῦ ἀγαθοῦ στὶς ψυχές τους. Νὰ στηρίξει τὴν πίστη στὴν παντοδύναμη ἰσχὺ τοῦ ἀγαθοῦ, στὴν ἀκατανίκητη καὶ παντοτεινὴ φύση του. Ὁ Χριστὸς δὲν κατάργησε, ἀλλ’ ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀρχαία καὶ παγκόσμια πίστη στὰ πνεύματα. Ἀποκάλυψε ὅμως τὸν πνευματικὸ κόσμο ὅπως πραγματικὰ εἶναι, ὄχι ὅπως τὸν πίστευαν οἱ ἄνθρωποι κάτω ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ διαβολικὴ ἐπιρροή. Ὁ ἕνας, ἀγαθός, σοφὸς καὶ παντοδύναμος Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τόσο τοῦ πνευματικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου. Τὰ ἄγαθα πνεύματα εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ εἶναι δύσκολο νὰ ὑπολογίσεις τὸ πλῆθος τους.

Τὰ ἀγαθὰ πνεύματα, οἱ ἄγγελοι, εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ ἰσχυρὰ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ πνεύματα στὴν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρα νὰ κάνουν ὁτιδήποτε, ἂν δέν τους τὸ ἐπιτρέψει ὁ παντεπόπτης Θεός. ‘Ἀλλὰ καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι ἀμέτρητα. Σ’ ἕναν μόνο δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, ποὺ τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος, κατοικοῦσε ὁλόκληρη λεγεῶνα, δηλαδὴ μερικὲς χιλιάδες πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα ἀπατοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ἢ καὶ λαοὺς ὁλόκληρους ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅπως σήμερα ἐξαπατοῦν πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς πείθουν πῶς εἶναι παντοδύναμοι πῶς εἶναι τάχα οἱ μόνοι θεοί, πῶς δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοὶ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ πῶς ἀγαθὰ πνεύματα δὲν ὑπάρχουν. “Ὅπου ὅμως ἐμφανιζόταν ὁ Κύριος, ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἔντρομοι. Ἀναγνώριζαν σ’ Ἐκεῖνον τόσο ἐξουσία ὅσο καὶ δικαίωμα κρίσης, πῶς μποροῦσε νὰ τοὺς ἐκβάλει, νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς καταδικάσει στὴν ἄβυσσο τῆς κόλασης. Δημιουργοῦσαν ἀναταραχὲς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. “Ἔπεφταν καταπάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος σὰν μῦγες πάνω σὲ θνησιμαῖο καὶ λογάριαζαν τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν καταφύγιό τους, σὰν φωλιά τους καὶ σὰν τραπέζι γιὰ τὸ φαγητό τους.

Ξαφνικὰ ὁ φορέας τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ἐκεῖνοι, γεμᾶτοι φόβο καὶ τρόμο ἔκραξαν: «Ἦλθες ὧδε πρὸ καιρου βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’29). Κανένας δὲ φοβᾷται τόσο τὰ βάσανα ὅσο καὶ βασανιστής. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ χιλιάδες χρόνια, ἔβρισκαν ἱκανοποίηση στὰ βάσανα αὐτά. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὸ Χριστὸ ἄρχισαν νὰ τρέμουν ἀπὸ φόβο μπροστὰ στὸ μεγαλύτερο βασανιστή τους κι ἦταν ἕτοιμα νὰ βγοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα, ἔφτανε μόνο νὰ μὴν ὁδηγηθοῦν ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.

Ὁ Χριστὸς δὲ σκεφτόταν νὰ τοὺς ἐκβάλει ἀμέσως ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνας χῶρος μὲ ἀνάμικτες δυνάμεις. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πεδίο μάχης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι, ἔχουν νὰ διαλέξουν συνειδητὰ ἂν θ’ ἀκολουθήσουν το Νικητὴ Χριστὸ ἢ θὰ προσκολληθοῦν στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ὁ Χριστὸς ἦρθε ἐπειδὴ ἀγαπᾷ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦρθε γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, νὰ βεβαιώσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸ καλό, μόνο στὸ καλό.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει ἕνα παράδειγμα ἀπὸ ἀμέτρητα ἄλλα. Μᾶς λέει πὼς ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀποκάλυψε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, πῶς προσπάθησε νὰ ἐμπεδώσει τὴν πίστη στὸ καλὸ ὡς παντοδύναμη καὶ νικηφόρα.

«Καὶ ἀποκριθεὶς εἰς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε: διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱὸν μοῦ πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσει αὐτὸν καὶ ἀφρίζει… καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἕνα ἀπολέσῃ αὐτόν» (βλ. Μάρκ. Θί7-29 καὶ Λουκ. θ’37-42). Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατέγραψαν κι οἱ δυὸ εὐαγγελιστές. Ὁ καθένας τοὺς προσθέτει κάποιες λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ. Ἠταν ὁ μονογενὴς υἱὸς τοῦ πατέρα του καὶ κατεχόταν ἀπὸ πνεῦμα ἄλαλον. Ὅταν τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἔμπαινε μέσα του, τὸ συγκλόνιζε τὸ παιδί, τὸ τάραζε, τὸ ἔκανε νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του, νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ στὸ τέλος νὰ μένει ξερὸ καὶ ἀναίσθητο.

Τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὴν ἴδια στιγμὴ στόχευαν πρὸς τρεῖς κατευθύνσεις: στὸν ἄνθρωπο, στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τὸ παιδὶ σεληνιαζόταν. Πῶς μπορεῖ νὰ εὐθύνεται τὸ φεγγάρι γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου; “Ἄν ἡ σελήνη παράγει τρέλα καὶ ἀλαλία σ’ ἕναν ἄνθρωπο, γιατί δὲν τὸ κάνει σὲ ὅλους; Τὸ κακὸ δὲ βρίσκεται στὴ σελήνη ἀλλὰ στὸν πονηρό, τὸ πανοῦργο πνεῦμα ποὺ ἀπατᾷ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ τὸ ἴδιο κρύβεται. Ἐνοχοποιεῖ τὸ φεγγάρι, κάτι ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ κάνει. Ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ σκεφτεῖ πῶς ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι κακά, πῶς τὸ κακὸ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φύση κι ὄχι ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ ἔπεσαν κι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό το Θεό. Τὰ θύματά τους ἐπηρεάζονται στὶς ἀλλαγὲς φάσης τῆς σελήνης, ὥστε νὰ σκεφτοῦν οἱ ἄνθρωποι: «Δεῖτε τὸ κακὸ αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴ σελήνη». Κι ἀφοῦ τὴ σελήνη τὴ δημιούργησε ὁ Θεός, ἀκολουθεῖ τὸ συμπέρασμα πῶς τὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἄγρια καὶ πανοῦργα θηρία.

Στὴν πραγματικότητα, ὅλα ὅσα ἔφτιαξε ὁ Θεὸς εἶναι καλὰ λίαν. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, πλάστηκε γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι νὰ τὸν καταστρέψει. Καὶ ἂν ἀκόμα ὑπάρχει κάτι ποὺ ἴσως ἐμποδίζει τὴ φυσικὴ ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα κι αὐτὸ ὑπηρετεῖ τὴν ψυχή του, τὴν χαροποιεῖ, τὴν πλουτίζει. «Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρανοι καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς σὺ ἔθεμελίωσας» (Ψαλμ. πή12). «Πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ χείρ μου… λέγει Κύριος» (Ἠσ. ξστ’2). ‘Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα προέρχονται ἀπό το Θεό, θὰ εἶναι καὶ καλά. Ἡ βρύση θὰ βγάλει μόνο αὐτὸ ποὺ περιέχει, ὄχι κάτι ποὺ δὲν ἔχει. Στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει κακό. Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ προέλθει κακὸ ἀπ’ Αὐτόν, ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ; Κάποιοι ἀδαεῖς ἄνθρωποι ὀνομάζουν κάθε κακό, πόνο. Στὴν πραγματικότητα ὅμως κάθε πόνος δὲν εἶναι κακός. Ὑπάρχει πόνος ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ κι ὑπάρχει κι ἄλλος πόνος ποὺ θεραπεύει ἀπὸ τὸν πονηρό. Κακὸ εἶναι μόνο τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ ἐνεργεῖ μέσα ἀπὸ ἕναν τρελὸ ἢ ἀλλόφρονα ἄνθρωπο.

Ὁ πόνος κι ἡ δυστυχία ποὺ ξέσπασε πάνω σὲ πολλοὺς βασιλιᾶδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ ἔπραξαν πονηρὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἦταν ἔργο καὶ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας τους. Ὁ πόνος κι ἡ δυστυχία ὅμως, ποὺ ὁ Κύριος ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτοῦν τὸν δίκαιο, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ ἀλλὰ φάρμακο, ποὺ ἀφορᾷ τόσο τὸν ἴδιο τὸ δίκαιο, ὅσο καὶ τοὺς οἰκιακούς του. Ἐκεῖνοι καταλαβαίνουν πῶς τὸν πόνο τους τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό τους. Ὁ πόνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ στὸν ἄνθρωπο ἢ εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, εἶναι κακός. Ὁ πόνος ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτεῖ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς καθαρίσει ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ καὶ τοὺς φέρνει κοντὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς ὁ καθαρτήριος πόνος δὲν εἶναι τοῦ πονηροῦ, οὔτε καὶ ἀπὸ μόνος του εἶναι κακός, ἀλλὰ προέρχεται ἀπό το Θεὸ κι ἀποβλέπει στὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων. «’Ἀγαθὸν μοὶ ὅτι ἐταπείνωσάς μέ, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη’71), λέει ὁ διορατικὸς βασιλιᾶς Δαβίδ.

Ὁ διάβολος εἶναι πονηρός, δρόμος του εἶναι ἡ ἁμαρτία. “Ἔξω ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ τὴν ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει ἄλλο κακό. Γιὰ τὰ βάσανα καὶ τοὺς πόνους τοῦ νέου του εὐαγγελίου, ὑπόλογο εἶναι μόνο τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ὄχι ἡ σελήνη. “Ἄν ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπερινόητη ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν περιόριζε τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ δὲν προστάτευε τὰ πλάσματά Του ἀπ’ αὐτά, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα μὲ τοὺς ἀγγέλους Του, τὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ εἶχαν συντρίψει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ» ψυχικὰ καὶ σωματικά, ὅπως συντρίβουν οἱ ἀκρίδες τοὺς καρποὺς στοὺς ἀγρούς.

«Καὶ εἶπον τοὶς μαθηταῖς σου ἕνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν», εἶπε ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ στὸν Κύριο. Παρακάλεσα τοὺς μαθητές σου νὰ διώξουν τὸ πονηρὸ αὐτὸ πνεῦμα, μὰ ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν.

Τρεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἔλειπαν ἀπὸ τὸ περιστατικό: ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, ποὺ βρίσκονταν μαζί του στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅταν μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Ἔπειτα κατέβηκαν μαζὶ Τοῦ πάλι, γιὰ νὰ βροῦν κάτω ἕνα πλῆθος συγκεντρωμένο γύρω ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀποστόλους, καθὼς καὶ τὸν ἄρρωστο νέο. Ὁ δυστυχισμένος πατέρας, ἀφοῦ δὲ βρῆκε τὸ Χριστό, ἔφερε τὸ γιό του στοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μπόρεσαν, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ τὸν βοηθήσουν. Πρῶτα γιὰ τὴ δική τους ὀλιγοπιστία, δεύτερο γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα καὶ τρίτο γιὰ τὴν καθολικη ἀπιστία τῶν γραμματέων ποὺ ἦταν παρόντες. ‘Ἀναφέρεται πῶς γύρω ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ καὶ «γραμματεῖς συζητοῦντες αὐτοῖς» (Μάρκ. θ16). Ἡ ἀδύναμη πίστη τοῦ πατέρα φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸ Χριστό. Δὲ μίλησε ὅπως ὁ λεπρός, ποῦ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαι μὲ καθαρίσαι» (Ματθ. ἡ’ 2). Ἐκεῖ μίλησε ἕνας ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ πίστη. Οὔτε καὶ σὰν τὸν Ἰάειρο μίλησε, ὅταν κάλεσε τὸ Χριστὸ ν’ ἀναστήσει τὴν κόρη του: «Ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χείρά σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. 918). Κι ἐδῶ αὐτὸς ποὺ μιλάει εἶναι ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ πίστη. Πολὺ λιγότερο μίλησε σὰν τὸν ἑκατόνταρχο τῆς Καπερναούμ, ποῦ ἦταν ἄρρωστος ὁ δοῦλος του: «Κύριε… μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’8). Ἐδῶ μίλησε ἢ πολὺ μεγάλη πίστη. Ἐκείνη ὅμως ποὺ εἶχε τὴ μεγαλύτερη πίστη ἀπ’ ὅλους δὲν εἶπε τίποτα. Πλησίασε ἁπλᾶ τὸ Χριστὸ καὶ ἄγγιξε τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Του. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ αἱμορροοῦσα.

Ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου νέου δὲν ἐνεργεῖ οὔτε μιλάει σὰν αὐτούς, ἀλλὰ λέει στὸ Χριστό: «’Ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν». “Ἄν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, βοήθησέ μας.

Ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Πρέπει νὰ γνώριζε λίγα, πολὺ λίγα γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ μίλησε ἔτσι σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα. Ἢ ἀδύναμη πίστη του ἐξασθένησε ἀκόμα περισσότερο τὴ δύναμη τῶν ἀποστόλων. Σ’ αὐτὸ συνέβαλαν κι οἱ κακόβουλες συκοφαντίες τῶν γραμματέων ἐναντίον τοῦ Χριστου καὶ τῶν ἀποστόλων Του. ‘Ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν. Αὐτὸ φανερώνει μιὰ μικρὴ σπίθα πίστης, πολὺ πολὺ μικρή, ἕτοιμη νὰ σβήσει.

«Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτὸ λέγει· ώ, γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;». Ὁ Κύριος ἔστρεψε τὴν ἐπίπληξη αὐτὴ πρὸς ὅλους γενικά. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄπιστους ἢ ὀλιγόπιστους τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς παρισταμένους, ὅπως ὁ ἀδύναμος πατέρας, οἱ μαθητές του καὶ ἰδιαίτερα οἱ γραμματεῖς. “Ὦ, γενεὰ ἄπιστος! Αὐτὸ σημαίνει: “Ὦ γενεὰ ποὺ ὑποτάχτηκε στὸν πονηρό, στὸ διάβολο, ποὺ πιστεύει σταθερὰ στὴ δύναμη τοῦ πονηροῦ, ποὺ ὑπηρετεῖ μὲ δουλοπρέπεια τὸν πονηρὸ καὶ ἀντιστέκεται στὸ ἀγαθό, ποῦ ἀπαρνιέται τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γενεὰ ποῦ εἶναι ὀλιγόπιστη ἢ καὶ ἐντελῶς ἄπιστη στὸ καλό, ποὺ δραπετεύει ἐπαναστατικὰ ἀπὸ τὸ ἀγαθό!

‘Ἐδῶ ὁ Κύριος πρόσθεσε στὴ γενεὰ καὶ τὴ λέξη διεστραμμένη. “Ἤθελε ἔτσι νὰ δείξει ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀπιστία, πῶς αἰτία της δηλαδὴ εἶναι ἡ διαφθορὰ ἤ, ἀκόμα πιὸ καθαρά, ἡ ἁμαρτία. Αἰτία εἶναι ἡ διαφθορά.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι συνέπεια. Ἡ ἀπιστία εἶναι ἕνωση μὲ τὸ διάβολο: ἡ ἁμαρτία – ἡ διαφθορά – εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση αὐτή.

Διαφθορὰ εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό το Θεό· ἀπιστία εἶναι τὸ σκοτάδι, ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ φρίκη ὅπου βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό το Θεό. Δέστε μὲ πόση προσοχὴ διατυπώνει τίς παρατηρήσεις Του ὁ Κύριος. Δὲν ἀναφέρει κανέναν ὀνομαστικά, μιλάει γενικά. Δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ξυπνήσει. Οὔτε καὶ νὰ προσβάλλει ἢ νὰ ταπεινώσει προσωπικὰ κάποιον θέλει. Ἔπιθυμεὶ μόνο νὰ διεγείρει τίς συνειδήσεις τους, νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ξεπεράσουν τὸν ἑαυτό τους.

Τί μεγάλο δίδαγμα εἶναι αὐτὸ γιὰ τὴν ἐποχή μας, γιὰ τὴ γενιά μας, ποὺ εἶναι τόσο πρόθυμη νὰ μιλάει καὶ νὰ προσβάλει! “Ἄν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι σήμερα νὰ περιορίζουν καὶ νὰ μετροῦν τὴ χρήση τῆς γλώσσας τους, ἂν μποροῦσαν νὰ σταματήσουν νὰ προσβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, θὰ ἐξαφανιζόταν τὸ μισὸ κακὸ ἀπὸ τὴ γῆ. Τὰ μισὰ κακὰ πνεύματα θ’ ἀποβάλλονταν, δὲ θὰ κυκλοφοροῦσαν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Προσέξτε μὲ πόση σοφία μιλάει ὁ μεγάλος ἀπόστολος Ἰάκωβος, ποὺ διδάχτηκε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου Του: «Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τίς ἐν λόγῳ οὐ,οὗ πταίει, οὗτος τέλειος ἄνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν» (Ἰάκ. γ’2-3).

Τί σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φανταστεῖτε ἕναν εὐγενῆ καὶ φωτισμένο ἄνθρωπο, νὰ τὸν βάλουν νὰ ζήσει μαζὶ μὲ πρωτόγονους καὶ ἄξεστους ἀνθρώπους. Ἢ φανταστεῖτε ἕνα βασιλιᾶ ν’ ἀφήνει το θρόνο του καὶ νὰ κατεβαίνει σ’ ἕνα χῶρο ὅπου κυκλοφοροῦν βρώμικοι ἀγύρτες. Καὶ σκοπός του δὲν εἶναι μόνο νὰ ζήσει μαζί τους καὶ νὰ τοὺς μάθει πῶς νὰ ζοῦνε, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς διδάξει πῶς νὰ σκέφτονται, νὰ νιώθουν καὶ νὰ λειτουργοῦν ὡς βασιλιᾶδες, εὐγενεῖς καὶ μεγαλόκαρδοι. “Ὅποιος καὶ νά ‘τὰν ὁ ἐπίγειος αὐτὸς βασιλιᾶς, μετὰ ἀπὸ τρεὶς μέρες δὲ θὰ ἔκραζε, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; Θὰ εἶχε σταματήσει μέσα σὲ τρεῖς μέρες ἡ ἀγυρτεία, ἡ ἀνοησία, ἡ βρωμιὰ κι ἡ δυσωδία; Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ὁ βασιλιᾶς τῶν βασιλέων, ἄφησε ν’ ἀκουστοῦν τὰ λόγια αὐτὰ μετὰ ἀπὸ τριάντα τρία χρόνια ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Κι ἡ ἀπόσταση ποὺ χώριζε τοὺς συγχρόνους Του ἀπὸ τὸν ἴδιο ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνην ποὺ χωρίζει τοὺς ἐπίγειους βασιλιᾶδες ἀπὸ τοὺς ἀγύρτες. Προφανῶς δὲν μετροῦσε το χρόνο σὲ μέρες καὶ ἔτη, ἀλλὰ σὲ ἔργα καὶ θαύματα ποὺ ἔκανε μπροστὰ σὲ χιλιάδες αὐτόπτες μάρτυρες, τὸν μετροῦσε μὲ τὴ διδασκαλία Του ποὺ σκόσπισε καὶ ἔσπειρε σὲ χιλιάδες ψυχές. Καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα ἔργα καὶ θαύματα, διδαχὲς καὶ γεγονότα, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν το χρόνο χιλίων ἐτῶν, διαπιστώνει ξαφνικὰ πῶς οἱ μαθητές Του δὲν μποροῦσαν νὰ θεραπεύσουν ἕναν ἐπιληπτικὸ νεαρὸ καὶ νὰ ἐκβάλουν τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Κι όλ’ αὐτὰ ἀφοῦ τοὺς εἶχε διδάξει μέ το λόγο καὶ τὸ παράδειγμά Τοῦ πῶς ἐκβάλλεται ὁλόκληρη λεγεῶνα. Κι ἀκούει κι ἕναν ἁμαρτωλὸ ὀλιγόπιστο νὰ τοῦ λέει: ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν.

Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τοὺς παρευρισκόμενους γιὰ ἔλλειψη πίστης, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν τὸν ἄρρωστο νεαρὸ μπροστά Του. «Προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε».

Στὴ συνέχεια ἐπιτίμησε τὸ διάβολο κι αὐτὸς ἀμέσως βγῆκε ἀπὸ τὸ παιδί, ποὺ θεραπεύτηκε τὴν ἴδια στιγμή. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Οἱ ἄλλοι δυὸ εὐαγγελιστὲς δίνουν περισσότερες πληροφορίες γιὰ ὅσα ἔγιναν πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ νεαροῦ. “Ἔτσι ἔχουμε τρεὶς ἐπιπλέον λεπτομέρειες. Πρώτη, ὅτι ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν πατέρα ἀπὸ πότε ὑποφέρει ὁ γιός του δεύτερη, ὅτι ἔδωσε ἔμφαση στὴν πίστη, σὰν προϋπόθεση τῆς θεραπείας καὶ τρίτη, ὅτι καθὼς ὁ νεαρὸς πλησίασε τὸ Χριστό, ὁ τρομοκρατημένος διάβολος βγῆκε ἀπὸ μέσα του κι ἐξαφανίστηκε.

«Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;» (Μάρκ. θ’21), ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τὸν πατέρα τοῦ νεαροῦ. Δὲ ἔκανε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἦταν κοντά Του. Ὁ ἴδιος τὸ γνώριζε καλά, ἤξερε πῶς τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο ἀπὸ χρόνια. Κι ὁ πατέρας ἀπάντησε: «Παιδιόθεν». Ἔπρεπε ν’ ἀκούσουν ὅλοι καὶ νὰ μάθουν τὸ εἶδος τοῦ τρομεροῦ πόνου ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ πόσο δυνατὴ εἶναι ἡ προστασία ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς τὴν προστασία αὐτὴ τὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ εἶχαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ καταστρέψει κυριολεκτικὰ τόσο τὴν ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα τοῦ νεαροῦ. Καὶ τελικὰ ἔπρεπε νὰ μάθουν ὅλοι πόσο μεγάλη δύναμη καὶ πόση ἐπιβολὴ ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὰ πονηρὰ πνεύματα.

Ἀλλ’ εἰ,εἶ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, σπλαγχνισθεῖς ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε ὁ πατέρας στὸ Χριστό. Ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε, δὲν ἀναφέρθηκε μόνο στὸ παιδί. Ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ, εἶναι καὶ τοῦ πατέρα πόνος, εἶναι καὶ ὁλόκληρης τῆς οἰκογένειας πόνος. Ἄν ὁ νεαρὸς θεραπευόταν, τὸ βάρος θά ‘φευγε ἀπὸ πολλὲς ἀνθρώπινες ψυχές. Κι ὁ Ἰησοῦς του εἶπε: «Το εἰ,εἶ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά το πιστεύοντι» (Μάρκ. θ’23).

Σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ συνηθίζει νὰ ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἤθελε ἐδῶ νὰ κάνει τὸ μέγιστο δυνατὸ καλὸ μὲ μιὰ πράξη. Τὸ ἕνα καλὸ ἦταν ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ. Γιατί ὄχι καὶ τῶν ἄλλων; Γιατί νὰ μὴν ἐπιβεβαιώσει καὶ τὴν πίστη τοῦ πατέρα του; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει ταυτόχρονα κι ἕνα τρίτο καλό, νὰ δείξει δηλαδὴ τὴ δύναμή του μὲ τὸν πιὸ ἐντυπωσιακὸ τρόπο, ὥστε νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα τέταρτο καλό, νὰ καταγγείλει τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορά, καθὼς καὶ τὴ χαμερπῆ κλίση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ κακό, τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ τὴν ἁμαρτία; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα πέμπτο καλό, κι ἕνα ἕκτο, κι ἕνα ἕβδομο, κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ προκαλεῖ μιὰ καλὴ πράξη; Γιατί μιὰ καλὴ πράξη φέρνει πάντα πολλὲς ἄλλες στὴ σειρά.

Ἄς δοῦμε ὅμως γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ μὲ πόση σοφία καὶ μὲ τί τρόπο συνδυάζει ὁ Κύριος τὴν ἀποφασιστικότητα μὲ τὴν εὐγένεια. Ὅταν καταγγέλει μὲ ὀξύτητα τὴν ἀπιστία, μιλάει γενικὰ καὶ αὐξάνει τὴν πίστη ὅλων, μὰ δὲν ταπεινώνει κανέναν προσωπικά. “Ὅταν ὅμως ἀπευθύνεται προσωπικὰ σὲ κάποιον ποὺ τὸν ἱκετεύει, δὲ μιλάει αὐστηρά, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ εὐγένεια. Ἡ εὐγένεια καὶ ἡ διακριτικότητα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ ἔφεραν τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ πατέρας ἀναφώνησε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία» (Μάρκ. θ’24).

Δὲν ὑπάρχει τίποτ’ ἄλλο ποὺ νὰ λιώνει τόσο εὔκολα τὸν πάγο τῆς ἀπιστίας, ὅσο τὰ δάκρυα. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔκλαψε μπροστὰ στὸν Κύριο, εἶχε ἤδη μετανιώσει γιὰ τὴν προηγούμενη ἀπιστία του. Μέσα του, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη του ἀναδύθηκε ξαφνικὰ ὅπως προβάλει ἕνα ρυάκι ἀπὸ φουσκωμένο ποτάμι. Κι ὕστερα ἡ πίστη του αὐτὴ μεταμορφώθηκε σὲ φωνή, σὲ λόγια, ποὺ ἔμειναν σὰν δυναμικὸ μήνυμα σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία!»

Τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὴν πίστη χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ν’ ἀποχτήσει κάποια μικρή, ρηχὴ πίστη. Νὰ πιστέψει δηλαδὴ στὴν ὕπαρξη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἤ, μὲ λίγα λόγια, ν’ ἀμφισβητήσει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἡ ἀπόσταση ὅμως ἀπὸ τὴ μερικὴ αὐτὴ πίστη στὴν ἀληθινή, εἶναι μεγάλη. Δὲν μπορεῖ νὰ τὴν διανύσει κανεὶς ἂν δὲν τὸν καθοδηγει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ πατέρας, βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία! εἶναι σὰ νὰ λένε: «Κύριε, βοήθησέ μὲ νὰ Σὲ πιστέψω!..Βοήθησέ μὲ νὰ μὴ πιστεύω στὸν πονηρό!..Βοήθησέ μὲ ν’ ἀποδεσμευτῶ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ νὰ ἑνωθῶ μαζί Σου!»

«Ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’42). Τὴν ὥρα ποὺ τοῦ ἔφεραν κοντά το νεαρὸ ὁ δαίμονας τὸν ἔριξε κάτω μὲ ὁρμὴ καὶ τὸν συγκλόνισε μὲ σπασμούς. Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο πρᾶγμα ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ κάνει ὁ δαίμονας, ὥστε νὰ δοὺν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ φοβηθοῦν, νὰ τρομοκρατηθοῦν γι’ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ σατανᾶς στὸν ἄνθρωπο. Νὰ πειστοῦν καὶ ν’ ἀντιληφθοῦν πόσο ἀνεπαρκὴς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη κι ἡ δύναμη τῶν ἱκανότερων γιατρῶν τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γλιτώσουν τὴ ζωὴ ἔστω κι ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τέτοιο φόβο καὶ τρόμο. Κι ἀφοῦ δοῦν τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ συνειδητοποιήσουν τὴ δική τους ἀδυναμία, οἱ ἄνθρωποι θ’ ἀναγνωρίσουν τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὴ θεία δύναμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀναφέρει ἐδῶ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ πονηρὸ πνεῦμα: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν» (925). Σὲ διατάζω, λέει ὁ Κύριος. Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δύναμης καὶ τῆς ἐξουσίας. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ τὰ δανειστεῖ αὐτὰ ἀπὸ κάποιον ἄλλο. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ15), εἶχε πεῖ ὁ Χριστὸς σὲ ἄλλη περίπτωση. Κι ὅπως βλέπουμε, τὸ ἐφαρμόζει αὐτὸ στὴν πράξη. «Ἐγώ σου μιλάω. Σὲ διατάζω μὲ τὴ δική Μου ἐξουσία, σὲ βγάζω μὲ τὴ δική Μου δύναμη».

Πρέπει νὰ καταλάβει καλὰ ὁ κόσμος πῶς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες ποὺ ἔκαναν κάποια θαυμαστὰ πράγματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο προφήτεψαν οἱ προφῆτες καὶ τὸν Ὁποῖο ἀνέμενε ὁ κόσμος.

Θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη καὶ τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἐντολῆς ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸ διάβολος καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Ὁ Κύριος τὸν διατάζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ μέσα του, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει στὸ νεαρὸ ποὺ εἶχε ὑποφέρει τόσο πολύ. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα κι ἀφοῦ καθαριστεῖ, μπορεῖ πάλι νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν ἀκάθαρτο δαίμονα. Ὁ διάβολος ποὺ ἐκδιώχτηκε μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ ξαναγυρίσει. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετάνιωσε καὶ συχωρέθηκε ἀπό το Θεό, ἐπιστρέφει στὴν παλιά του ἁμαρτία. Τότε ὁ διάβολος ξαναμπαίνει μέσα του. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν διατάζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παιδί, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει κοντά του. Πρῶτο, ὥστε ἡ θεϊκὴ δωρεὰ πρὸς τὸ παιδὶ νὰ εἶναι πλήρης καὶ τέλεια. Δεύτερο, γιὰ νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὴ διδασκαλία Του αὐτὴ τὸ συμπέρασμα καὶ τὴ βεβαιότητα, πῶς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ λάβουμε τὴ συχώρεση τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν παλιά μας ἁμαρτία, «ὡς κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἔξέραμα», ὅπως ὁ σκύλος στὸ πέρασμά του (Βπέτρ. β’22). Γιατι ἔτσι θὰ ἐκτεθοῦμε πάλι στὸ θανατηφόρο κίνδυνο ν’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα στὸ πονηρὸ πνεῦμα, γιὰ νὰ ξαναμπει μέσα μας καὶ νὰ μᾶς κυριεύσει.

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέγιστο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, «ἔξεπλήσσοντο πάντες ἐπὶ τὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. Θ’43). Ἡ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ παντοδυναμία Τοῦ μακάρι νά ‘μεναν διαρκεῖς κι ἀνεξάλειπτες στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Νὰ μὴ διαλύονταν ὅπως οἱ φοῦσκες στὸ νερό. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπέρνει μάταια. “Ἄν ὁ σπόρος ποὺ θὰ πέσει στὸ δρόμο, στὴν πέτρα ἢ ἀνάμεσα στὸ ἀγκάθια χαθεῖ, ἐκεῖνος ποὺ θὰ πέσει στὴν καλὴ γῆ δὲ χάνεται, ἀλλὰ θὰ φέρει καρπὸ ἑκατονταπλασίονα.

“Ὀταν ὁ Χριστὸς ἔμεινε μόνος μὲ τοὺς μαθητές Του, ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν: «διατὶ ἤμεὶς οὔκ ἠδυνήθημεν ἔκβαλέίν αὐτό;» Κι ὁ Ἰησοῦς τους ἀπάντησε: «διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχετε πίστιν ὼς κόκκον σινάπεως, ἔρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. ἴζ’20). Ἡ ἀπιστία σας φταίει, τοὺς εἶπε ὁ Κύριος. Ἐὰν εἴχατε πίστη, ἔστω ἴσαμε τὸν μικρὸ κόκκο τοῦ συναπιοῦ, θὰ μπορούσατε νὰ πεῖτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ κι αὐτὸ θὰ πήγαινε. Τίποτα δὲ θὰ σᾶς ἦταν ἀδύνατο.

Ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους ἑπομένως ἦταν ἡ ἀπιστία. “Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ πίστη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ δύναμη. Λιγότερη ἡ πίστη, λιγότερη κι ἡ δύναμη. Νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε δώσει στοὺς ἀποστόλους «ἔξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (Ματθ. 11). Κι ἐκεῖνοι εἶχαν κάνει καλῇ χρήση τῆς δύναμης αὐτῆς γιὰ κάποιο διάστημα. Στὸ μέτρο ὅμως ποῦ ἡ πίστη τους ἀδυνάτισε, εἴτε ἀπό το φόβο τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἐξασθένησε κι ἡ δύναμη ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ.

Στὸν Ἀδὰμ εἶχε δοθεῖ ἐξουσία πάνω σ’ ὅλα τὰ πλάσματα. Μὲ τὴν παρακοή του ὅμως, μὲ τὴν ἀπληστία καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, ἔκανε κακὴ χρήση κι ἔχασε τὴν ἐξουσία του. Οἱ ἀπόστολοι τώρα, ἀπὸ κάποιο σφάλμα τους, ἔχασαν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ. Ἡ ἀπώλεια τῆς δύναμης αὐτῆς μπορεῖ ν’ ἀνακτηθεῖ μόνο μὲ πίστη, πίστη, περισσότερη πίστη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴν περίπτωση αὐτὴ δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ δύναμη τῆς πίστης. Ἡ πίστη μπορεῖ νὰ μετακινήσει ὄρη. Τίποτα δὲν ἀδυνατεῖ μπροστὰ στὴν πίστη. Ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ εἶναι πολὺ μικρός, ἡ μυρωδιά του ὅμως μπορεῖ νὰ καλύψει ὁλόκληρο πιάτο φαγητό. Γράφει ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων σὲ μιὰ ἀπὸ τίς κατηχήσεις τοῦ: «Ὅπως ὁ κόκκος τοῦ συναπιοῦ, ποὺ εἶναι μικρὸς στὸ μέγεθος ἀλλὰ δυνατὸς στὴν ἐπίδρασή του, ὅταν τὸν σπέρνεις σ’ ἕνα μικρὸ χῶρο βγάζει πολλὰ βλαστάρια κι ὅταν μεγαλώνει μπορεῖ νὰ στεγάσει ἀκόμα καὶ πουλιά, ἔτσι κι ὅταν ὑπάρχει πίστη στὴν ψυχή, σύντομα κάνει πράγματα μεγάλα. Γι’ αὐτὸ πίστεψε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβεις ἀπ’ Αὐτὸν πίστη μεγάλη ποῦ ξεπερνάει τὴν ἀνθρώπινη δύναμη». “Ἄν ἔχεις πίστη, ἔστω ὅσο ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ, τὰ βουνὰ θὰ ὑποχωρήσουν μπροστά σου καὶ θὰ μετακινηθοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος σὲ ἄλλο.

Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν μετακίνησε βουνά; Γιατί δέν του ἦταν ἀπαραίτητο. “Ἔκανε μόνο τὰ θαύματα ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἀναγκαία γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Εἶναι ὅμως μεγαλύτερο θαῦμα ἢ μετακίνηση τῶν βουνῶν ἀπὸ τὴ μετατροπὴ τοῦ νεροῦ σὲ κρασί, ἀπὸ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων, ἀπὸ τὴ θεραπεία δαιμονισμένων καὶ ὅλων τῶν λογιῶν ἀσθενειῶν, ἀπὸ τὸ περπάτημα πάνω στὸ νερὸ ἢ τὸ γαλήνεμα τῆς ἀνταριασμένης θάλασσας μ’ ἕνα Του λόγο ἢ μιὰ Τοῦ σκέψῃ; Δὲν μπορεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση ν’ ἀποκλειστεῖ ἡ περίπτωση πιστῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀνταποκρίνονται σὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ ἔχουν δυνατὴ πίστη, νὰ κάνουν καὶ τὸ θαῦμα μετακίνησης κάποιου βουνοῦ. Ἀλλ’ ὑπάρχουν μεγαλύτερα βουνά, πιὸ δύσβατα ὑψίπεδα καὶ πιὸ δυσβάχταχτα βάρη καὶ πιὸ ἐξαντλητικὴ κούραση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τίς γήινες μέριμνες, τίς ἁλυσίδες καὶ τὰ ἐγκόσμια δεσμά; “Ὅποιος μπορεῖ ν’ ἀφαιρέσει τὸ βάρος αὐτὸ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασσα, αὐτὸς ἔχει μετακινήσει οὐσιαστικὰ τὸ μεγαλύτερο καὶ βαρύτερο βουνὸ τοῦ κόσμου.

«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ,εἶ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ἴζ’21). Τὸ εἶδος αὐτὸ τῶν δαιμόνων δὲ διώχνεται μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Ἡ νηστεία καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι οἱ δυὸ στῦλοι τῆς πίστης. Εἶναι οἱ δυὸ φωτιὲς ποὺ καῖνε τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μὲ τὴ νηστεία ἤρεμοὺν καὶ ἀδρανοῦν ὅλα τὰ σωματικὰ πάθη καὶ κυρίως ἡ φιληδονία. Μὲ τὴν προσευχὴ ἤρεμοὺν καὶ ἀδρανοῦν ὅλα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ὅπως ἐκδίκηση, φθόνος, μῖσος, κακία, ὑπερηφάνεια, φιλοδοξία, ἐπιθυμία καὶ τέλεση πονηρῶν πράξεων κ.ἄ. Μὲ τὴ νηστεία καθαρίζονται τὰ δοχεῖα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ δυσῶδες περιεχόμενό τους, ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια πάθη καὶ τὴν κακία. Μὲ τὴν προσευχὴ προσελκύουμε στὸ ἄδειο καὶ καθαρμένο δοχεῖο τῆς καρδιᾶς τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἡ πληρότητα τῆς πίστης κατορθώνεται μὲ τὴν ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια ἐφαρμόσει τὴ νηστεία σὰν ἕνα δοκιμασμένο καὶ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο γιὰ ὅλα τὰ ψυχικὰ πάθη, σὰν ἕνα δυνατὸ ὅπλο ἐνάντια στὰ πονηρὰ πνεύματα. “Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποτιμοῦν ἢ ἀπορρίπτουν τὴ νηστεία, στὴν οὐσία ὑποτιμοῦν ἢ ἀπορρίπτουν μιὰ σαφῆ καὶ καθοριστικὴ ὁδηγία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προσευχὴ δυναμώνει καὶ ἐνισχύεται μὲ τὴ νηστεία. Ἡ πίστη βεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κι ἡ πίστη μετακινεῖ βουνά, ἐκβάλλει δαίμονες καὶ κάνει τὰ ἀδύνατα δυνατά.

Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲ φαίνονται νὰ σχετίζονται μὲ τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου νέου παιδιοῦ κι ἐνῶ οἱ συγκεντρωμένοι ἄνθρωποι θαύμαζαν τὰ γενόμενα, ξαφνικὰ ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ μιλάει στοὺς μαθητές Του γιὰ τὸ πάθος Του.

«Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν, καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἐγερθήσεται» (Ματθ. ἴζ’22-23). Γιατί μετὰ τὸ θαῦμα αὐτό, ὅπως κι ὕστερα ἀπὸ κάποια ἄλλα θαύματα, ὁ Χριστὸς μιλάει στοὺς μαθητές Του γιὰ τὸ πάθος Του; “Ὥστε ὅταν ἔρθει καὶ προδιαγεγραμμένος καιρὸς νὰ μὴ δειλιάσουν, νὰ μὴ φοβηθεῖ ἡ καρδιά τους. Τοὺς τὸ λέει αὐτὸ μετὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματά Τοῦ, μετὰ τίς τιμές, τὴ δόξα καὶ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ τὸν περιμένουν καὶ τὸν ὑποδέχονται οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ χαραχτοῦν καλύτερα στὸ νοῦ τους. Τὸ λέει αὐτὸ ὅμως καὶ γιὰ νὰ διδάξει, ὄχι μόνο τοὺς ἀποστόλους ἀλλὰ κι ἐμᾶς, ὥστε μετὰ ἀπὸ τέτοια μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα νὰ μὴν περιμένουμε ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ δεχτοῦμε τὰ χειρότερα καὶ σκληρότερα χτυπήματα καὶ τίς ταπεινώσεις, ἀκόμα κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εὐεργετήσαμε πολύ.

Ὁ Κύριος δὲν προεῖπε μόνο τὰ πάθη καὶ τὸ θάνατό Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάστασή Του. Στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση, ἡ νίκη κι ἡ αἰώνια δόξα. Ὁ Κύριος προλέγει στοὺς μαθητές Του κάτι ποὺ μοιάζει ἀπίθανο, γιὰ νὰ τονώσει τὴν πίστη τους σὲ ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν. Νὰ τοὺς διδάξει, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσα τοὺς εἶπε. Πρέπει κάθε ἄνθρωπος νά ‘χει πίστη ἴσαμε τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ ἢ καὶ λιγότερη, γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ, νὰ περιμένει κάθε εἶδος πειρασμοῦ καὶ βασάνων σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Πρέπει νὰ ξέρουν μὲ σιγουριὰ ὅμως πῶς στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν περιμένει ἡ Ἀνάσταση.

Ὅλη τὴ δόξα τοῦ κόσμου κι ὅλους τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ τοὺς λογαριάζουμε σὰν ἕνα ἀπόλυτο μηδέν. Μετὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς θριάμβους ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει ὁ κόσμος, πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ πειρασμούς. Πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς στέλνει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας μὲ ταπείνωση καὶ ὑπομονή. Δὲν πρέπει ν’ ἀφηγούμαστε καὶ νὰ κοχορευόμαστε μὲ ὅσα ἔχουμε κάνει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὴν πόλη ἢ γιὰ τὸ χωριό μας, γιὰ τὸ ἔθνος ἢ γιὰ τὴν πατρίδα μας. Δὲν πρέπει νὰ ἐπαναστατοῦμε ὅταν οἱ πειρασμοὶ μᾶς πιέζουν. “Ἄν κάναμε κάτι γιὰ κάποιους ἀπὸ τοὺς γνωστούς μας, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεου. Ἔτσι εἶναι. Κάθε καλὸ ἔργο γίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ὄργανο ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς ἑπομένως εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος ὅταν μᾶς στέλνει πειρασμοὺς μετὰ ἀπὸ ἔγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετὰ ἀπὸ ἐπαίνους, φτώχεια μετὰ ἀπὸ πλούτη, περιφρόνηση μετὰ ἀπὸ τιμές, ἀρρώστια μετὰ ἀπὸ ὑγεία, ἀπομόνωση καὶ μοναξιὰ μετὰ τὴν ἀπόλαυση πλήθους φίλων. Ὁ Θεὸς γνωρίζει γιατί μας τὰ στέλνει αὐτά. Γνωρίζει πῶς ὅλα ἀποβλέπουν στὸ καλό μας. Πρῶτο, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά, νὰ μὴν ὁδεύουμε πρὸς τὸν τάφο μὲ συνοδεία τὴν ψεύτικη καὶ παροδικὴ λαμπρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ δεύτερο ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀποβλέπουμε σὲ ἀνταπόδοση γιὰ τὰ καλά μας ἔργα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, γιατί τότε δὲ θά ‘χουμε τίποτα νὰ ζητήσουμε ἢ νὰ λάβουμε στὴ μέλλουσα. Εὔχομαι νὰ μὴν ἀκούσουμε στὴ θύρα τῆς οὐράνιας βασιλείας: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ: τὸ μισθό σας τὸν λάβατε».

Εὔχομαι αὐτὸ νὰ μὴ μᾶς συμβεῖ. Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ἀναπόφευκτη καταστροφὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο λάβαμε δόξα, ἐγκώμια καὶ τιμές, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μας διδάσκει πῶς, μετὰ ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη δόξα, τὰ ἐγκώμια καὶ τίς τιμὲς ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ὁ κόσμος, πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε ν’ ἀναλάβουμε τὸ σταυρό Του. Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ἡ αἰώνια δόξα κι ἡ τιμή, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

You may also like

WP Radio
WP Radio
OFFLINE LIVE
elGreek
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00