Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
ι΄ 32 – 45
Ἡ ταπείνωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα γεγονὸς τόσο ἀξιοθαύμαστο, ὅσο εἶναι τὰ θαύματα καὶ ἡ Ἀνάστασή Του. Εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Φόρεσε τὸ στενόχωρο ἀνθρώπινο σῶμα σὰν σκλάβος κι ἔγινε Δοῦλος τῶν δούλων Του.
Γιατί οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ φαίνονται πιὸ σπουδαῖοι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπ’ ὅ,τι πραγματικὰ εἶναι; Τὰ χόρτα τοῦ ἀγροῦ δὲν τὸ ἐπιδιώκουν αὐτό, οὔτε τὰ ψάρια στὸ νερὸ ἢ τὰ πουλιὰ στὸν ἀέρα. Γιατί τότε οἱ ἄνθρωπου τὸ θέλουν τόσο πολὺ καὶ τὸ προσπαθοῦν; Ἐπειδὴ ἕναν καιρὸ ἦταν πραγματικὰ πιὸ σπουδαῖοι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι σήμερα κι ἡ σκιὰ τῆς μνήμης αὐτῆς τοὺς πιέζει νὰ ὑπερβάλουν σὲ μεγαλοσύνη καὶ καλοσύνη. Κινοῦνται πάνω σ’ ἕνα νῆμα ποὺ πότε τεντώνουν καὶ πότε χαλαρώνουν οἱ δαίμονες.
Ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν νὰ μάθουν οἱ ἄνθρωποι, ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο. Ὁ Κύριος Ἰησους ἑπομένως διατύπωσε τὴ διδασκαλία του γιὰ τὴν ταπείνωση μὲ τὸν καλλίτερο δυνατὸ τρόπο, τόσο μὲ τὸ λόγο ὅσο καὶ μὲ τὸ ἔργο, μὲ τὸ παράδειγμά Του. Ἔτσι κανένας δὲ θὰ μποροῦσε ν’ ἀμφισβητήσει τὴν ἀνυπολόγιστη κι ἀναπόδραστη σπουδαιότητα τῆς ταπείνωσης στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐμφανίστηκε μ’ ἕνα θνητὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως ἐκεῖνο ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν τιμωρία του γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πτώση του. Ὁ ἀναμάρτητος Κύριος καὶ Δημιουργὸς τῶν φωτεινῶν καὶ ἀστραπόμορφων χερουβίμ, ἐνδύθηκε τὴ βαριὰ καὶ τραχιὰ στολὴ ἑνὸς καταδικασμένου ἁμαρτωλοῦ. Δὲν εἶναι ἀπὸ μόνο του αὐτὸ ἕνα μέγιστο καὶ σαφὲς μάθημα ταπείνωσης, ποὺ πρέπει νὰ μάθει κάθε ἁμαρτωλός; Ὁ Κύριος ἐπανέλαβε τὸ μάθημα αὐτὸ μὲ τὸ νὰ γεννηθεῖ σ’ ἕνα ποιμενικὸ σπήλαιο κι ὄχι σὲ βασιλικὸ παλάτι μὲ τὸ νὰ κάνει συντροφιὰ μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς περιφρονημένους ἁμαρτωλοὺς μὲ τὸ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του μὲ τὸ νὰ ὑποστεῖ θεληματικὰ τὰ πάθη καὶ τελικὰ νὰ σταυρωθεῖ μὲ τὸ νὰ πιεῖ τὸ πικρότερο ποτήρι τῶν βασάνων ὼς τὴν τελευταία σταγόνα.
Οἱ ἄνθρωποι βρῆκαν πῶς τὸ μάθημα τῆς ταπείνωσης εἶναι τὸ δυσκολότερο ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ μάθουν καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν. Ἀκόμα κι οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ζοῦσαν μὲ τὸν πρᾶο καὶ ταπεινὸ Κύριο καθημερινά, ἀδυνατοῦσαν νὰ κατανοήσουν τὴν πραότητά Τοῦ καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ταπείνωσή Του. Ἡ ἀποκλειστικὴ ἐνασχόλησή τους μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν κατάστασή τους, μὲ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀναμενόμενη ἀνταμοιβή τους, ἀποκαλύφτηκε ἀκόμα καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες στιγμές, ὅταν τέτοια πράγματα δὲν ἔπρεπε οὔτε κὰν νὰ τὰ σκέφτονται. Οἱ ἀδυναμίες τους αὐτὲς ὅμως φάνηκαν τέτοιες στιγμὲς μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὥστε οἱ ἐπερχόμενες γενιὲς νὰ δοῦν ὅλες αὐτὲς τίς ἀνεπάρκειες, καθὼς καὶ τίς ἁμαρτωλὲς πτώσεις καὶ τὴ μηδαμινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἔτσι, ὅταν γιὰ παράδειγμα ὁ Κύριος εἶπε τὰ σκληρὰ λόγια γιὰ τοὺς πλουσίους, πῶς: «εὔκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν», ὁ Πέτρος ρώτησε τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀνταμοιβὴ ποὺ περίμενε τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους: «τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» (Ματθ. ἴθ’24,27).
Σὲ ἄλλη περίπτωση ποὺ ὁ Κύριος μιλοῦσε στοὺς μαθητές Του γιὰ τὴν προδοσία, τὸ πάθος καί το θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, οἱ μαθητὲς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, διαφωνοῦσαν μεταξύ τους, ποιός θὰ ἦταν ὁ μείζων ἀνάμεσά τους. Ὁ Κύριος ποὺ γνώριζε τίς σκέψεις τους καὶ διάβαζε τίς κρυφὲς διαφωνίες τους, πῆρε σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἕνα παιδί, τὸ ἔβαλε στὴ μέση, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τοὺς ἐπιτίμησε γιὰ τὴ διαφωνία ποὺ εἶχαν σχετικὰ μὲ τὴν πρωτοκαθεδρία, φέρνοντας σὰν παράδειγμα τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀθωότητα τοῦ παιδιοῦ (βλ. Μάρκ. θ’31-37). Ἀλλὰ καὶ στὸ τελευταῖο ταξίδι Του στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὁ Κύριος τοὺς μιλοῦσε πιὸ καθαρὰ καὶ μὲ λεπτομέρειες γιὰ τὸ πάθος Του καὶ προεῖπε πῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ παραδοθεῖ στὰ χέρια τῶν ἀνόμων, «καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἔμπτύσουσιν αὐτὸ καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν, καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἀναστήσεται» (Μάρκ. 1’34), τὴν ἱερὴ καὶ φοβερὴ αὐτὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος τῆς Δόξης προφήτευε τὴν τελικὴ ταπείνωσή Του, το φίδι τῆς ὑπερηφάνειας σήκωσε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὸ κεφάλι του καὶ ὁδήγησε δυὸ ἀπὸ τοὺς κορυφαίους μαθητές Του νὰ διατυπώσουν μιὰ φιλοφρονητικὴ ἐρώτηση, ποὺ ἔμοιαζε περισσότερο μὲ ἐμπαιγμὸ στὰ μέγιστα καὶ φοβερὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιὰ τὸ τελευταῖο αὐτὸ γεγονός.
Καὶ παραλαβῶν,παραλαβών τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοϊς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτὸ συμβαίνειν» (Μάρκ. ἰ΄ 32). Αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ πρώτη οὔτε ἡ δεύτερη οὔτε κι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ὁ Σωτῆρας μας θὰ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸ ἐπικείμενο πάθος Του. Ταξιδεύοντας γιὰ τελευταία φορὰ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ Γαλιλαία πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Κύριος τοὺς μίλησε ξανὰ γιὰ πράγματα ποὺ τοὺς εἶχε ξαναπεῖ ἀρκετὲς φορές. Γιατί ἐπανελάμβανε τὰ ἴδια πράγματα ξανὰ καὶ ξανά; Γιὰ νὰ ξεριζώσει καὶ τὸ τελευταῖο μικρόβιο ὑπερηφάνειας ποὺ διέκρινε μέσα τους καὶ ποὺ ἀποκαλύφτηκε τὴν ἴδια αὐτὴ στιγμή. Ἤθελε ἐπίσης νὰ μὴν τοὺς βροῦν ἀπροετοίμαστους τὰ φοβερὰ γεγονότα ποὺ θ’ ἀκολουθοῦσαν, νὰ μὴν τοὺς ὁδηγήσουν σὲ ἀπόγνωση, νὰ μὴν χάσουν κάθε ἐλπίδα ποὺ διατηροῦσαν στὴν καρδιά τους. Ἔτσι ἡ σαφὴς διόρασή Τοῦ νὰ τοὺς προμηνύσει ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν, θὰ τοὺς ἄγγιζε σὰν μιὰ παράξενη καὶ μυστηριώδης ἀκτῖνα, θὰ φώτιζε καὶ θὰ θέρμαινε τίς ψυχές τους τίς σκοτεινὲς στιγμὲς τῆς σύντομης νίκης ποὺ θὰ κατήγαγαν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐναντίον τοῦ Δίκαιου. Καὶ τελικὰ ἤθελε νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσουν τίς δικές τους δοκιμασίες καὶ τὸ σταυρό. Τοὺς εἶχε προειδοποιήσει γι’ αὐτὸ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. «Ὅτι εἰ,εἶ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται;» (Λουκ. κγ’31). «Eὶ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰωάν. ἰε’20).
‘Ἐκεῖνος ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἔπασχε, δίνοντας τὸ παράδειγμα σὲ ὅλους. Στὸ τελευταῖο Του ταξίδι στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Κύριος τὸ ἔδειξε αὐτὸ στοὺς ἀποστόλους τόσο μὲ λόγια ὅσο καὶ μὲ ἔργα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος στὴν ἀρχὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου κάνει τὸ περίεργο αὐτὸ σχόλιο: «Ἦσαν δὲ ἐν τη ὁδῷ, ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἢν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἔφοβοῦντο» (Μάρκ. ἰ’32). Βάδιζαν το δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὁ Ἰησοῦς πήγαινε μπροστά. Κι ἐκεῖνοι καθὼς τὸν ἔβλεπαν νὰ προχωρεῖ ἦταν ἀνήσυχοι, τοὺς εἶχε πιάσει δέος, τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀλλὰ φοβόντουσαν.
Φαίνεται πῶς ἀντίθετα μὲ ὅ,τι συνήθιζε, βάδιζε πιὸ μπροστὰ ἀπ’ αὐτούς. Ἤθελε ἔτσι νὰ τοὺς δείξει πῶς ἐπειγόταν νὰ φτάσει στὸ πάθος Του θεληματικά, νὰ τοὺς διδάξει τὴν ὑποταγή Του στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἔπασχε. Οἱ μαθητές Του ἔπρεπε ἔπειτα ν’ ἀκολουθήσουν τὸ θεῖο Διδάσκαλό τους, τὸν Πρῶτο ποὺ θὰ ἔπασχε μὲ τὴ θέλησή Τοῦ, νὰ ὁδεύσουν κι αὐτοὶ πρὸς τὸ μαρτυρικὸ τέλος τους. Οἱ μαθητές του ὅμως ἐθαμβοῦντο, εἶχαν μείνει κατάπληκτοι, τοὺς εἶχε πιάσει δέος. Δὲν εἶχαν κατανοήσει τὴν ταπείνωση καί το θάνατο Ἐκείνου, ποὺ τόσες φορὲς εἶχε δείξει μπροστὰ στὰ μάτια τους πῶς ἦταν πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴ φύση κι ἀπὸ τίς λεγεῶνες τῶν δαιμόνων. Γι’ αὐτὸ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ ἐφοβοῦντο, γιατί μπορεῖ μὲν νὰ μὴν κατανοοῦσαν, εἶχαν ὅμως τὸ προαίσθημα πῶς όλ’ αὐτὰ τὰ τρομερὰ κι ἀκατανόητα πράγματα ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ τόσες φορές, θὰ γίνονταν.
«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τους ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἔμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτόν, καὶ ἔμπτύσουσιν αὐτὸ καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν, καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἀναστήσεται» (Μάρκ. ἰ’33-34). Ἀναβαίνουμε στὰ Ἱεροσόλυμα, τοὺς εἶπε. Ἐκεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς κι αὐτοὶ ἀφοῦ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο, θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς εἰδωλολάτρες (Ρωμαίους). Αὐτοὶ θὰ τὸν περιπαίξουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, ἀλλ’ αὐτὸς τὴν τρίτη μέρα θ’ ἀναστηθεῖ.
Όλ’ αὐτὰ ἔγιναν λέξη πρὸς λέξη, φράση πρὸς φράση, λίγες μόνο μέρες ἀργότερα. Τέτοια ἀκριβὴς πρόβλεψη μποροῦσε νὰ κάνει μόνο Ἐκεῖνος, ποὺ στὰ μάτια Του δὲν ὑπῆρχε κάποιο παραπέτασμα νὰ χωρίζει τὸ παρὸν ἀπὸ τὸ μέλλον, ποὺ βλέπει ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν τόσο καθαρά, σὰ νὰ γίνονται ἐκείνη τὴ στιγμή. Ὁ Κύριος βρισκόταν ψηλότερα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα, ὅπως κι ἀπό το χρόνο. “Ὅποτε κι ἂν λάβαιναν χώρα τὰ γεγονότα, στὰ μάτια του ἀποκαλύπτονταν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ βλέπει ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ γίνονται μπροστά του στὸ δρόμο. Μποροῦσε νὰ δεῖ ὅλο τὸ παρελθόν της Σαμαρείτιδας, τὸ μέλλον τοῦ κόσμου ὼς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ὅδευε γιὰ τελευταία φορὰ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, περπατῶντας στοὺς λόφους τῆς Ἰουδαίας, ἔβλεπε ἄνετα καὶ καθαρὰ αὐτὰ ποὺ θὰ συνέβαιναν στὸν ἴδιο λίγες μέρες ἀργότερα. Οἱ μαθητές Του, μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική τους, περίμεναν νὰ δοὺν ἀπ’ Αὐτὸν ὅλο καὶ μεγαλύτερα θαύματα, ὅλο καὶ περισσότερη δόξα, ὁ ἴδιος ὅμως ἔβλεπε τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ τὸν Ἑαυτὸ Τοῦ ἀνάμεσα σὲ μεγάλο πλῆθος νὰ προπηλακίζεται, νὰ ἐμπαίζεται, νὰ τὸν φτύνουν, νὰ χύνει τὸ αἷμα Του καὶ νὰ σταυρώνεται. Προτοῦ φτάσει στὸ τελευταῖο καὶ μέγιστο θαῦμα Του, ἔπρεπε νὰ γίνει ἀποδιοπομπαῖος γιὰ τὸν κόσμο, ἕνα ἄθυρμα γιὰ νὰ τὸν φτύνουν οἱ πιὸ ἀποκρουστικοὶ καὶ ἀπαίσιοι ἁμαρτωλοὶ ποὺ γνώρισε ποτὲ ὁ κόσμος. Πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Τοῦ στοὺς οὐρανούς, ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, κάτω ἀπὸ τὰ μνήματα, νὰ φτάσει στὰ βάθη τοῦ Ἅδη. Προτοῦ δοξαστεῖ καὶ λάβει τὴ θέση του στὸ θρόνο ὡς Κριτης οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ μάστιγες καὶ ὀνειδισμούς. «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει» (Ἰωάν. ἴβ’24). Χωρὶς πάθος, δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση. Χωρὶς ταπείνωση, δὲν ὑπάρχει παραμυθία. Τὰ ἐξηγοῦσε αὐτὰ στοὺς μαθητές Του τρία ὁλόκληρα χρόνια. Τώρα ὅμως, λίγο προτοῦ χωριστεῖ ἀπ’ αὐτούς, εἶναι φανερὸ πῶς δὲν τὸν εἶχαν καταλάβει. Γιατί τώρα βλέπουμε δυὸ ἀπὸ τοὺς κορυφαίους μαθητές Του νὰ τὸν πλησιάζουν καὶ νὰ τὸν ρωτοῦν:
«Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἶνα καὶ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς: τί θέλετε μοὶ ποιήσαί μοὶ ὑμῖν, οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ: δὸς ἡμῖν ἶνα,ἵνα εἵς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἵς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σοῦ» (Μάρκ. 135-37). Θέλουμε, ὅταν δοξαστεῖς, νὰ μᾶς βάλεις καὶ τοὺς δύο, ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ τὸν ἄλλον στ’ ἀριστερά Σου. Αὐτὲς οἱ σκέψεις κι αὐτὲς οἱ ἐπιθυμίες βασάνιζαν τοὺς δυὸ μαθητὲς τὴν παραμονὴ τῆς μέρας ποῦ Διδάσκαλός τους ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ τὸ μεγαλύτερο μαρτύριο! Αὐτὴ εἶναι ἡ σκληρυμένη καὶ τραχιὰ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὴν ἤθελε ὁ Κύριος καὶ Θεραπευτὴς νὰ μαλακώσει, νὰ θεοποιήσει. Μετὰ ἀπὸ τόση ἔμφαση ποὺ ὁ ἴδιος ἔδινε στὸ «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι», μετὰ ἀπὸ τόσες καὶ τόσες ἔπανειλημμένες διδαχὲς ὅτι πρέπει ν’ ἀποφεύγουν τὴν κοσμικὴ δόξα καὶ τὴν πρωτοκαθεδρία, μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλο παράδειγμα ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τὴν πρόσφατη τρομερὴ προφητεία του γιὰ τὴν τελική Του ταπείνωση καὶ τὸ ἄδικο πάθος Του, οἱ δυὸ αὐτοὶ μαθητές Του, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς πρωτοκορυφαίους, ἐκτέθηκαν ζητῶντας ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν προσωπική τους ἀνταμοιβὴ καὶ δόξα.
Ἡ σκέψη τους δὲν ἦταν συγκεντρωμένη στὸ πάθος τοῦ Κυρίου ποὺ τοὺς εἶχε προφητέψει, ἀλλὰ στὴν προαναγγελμένη δόξα. Ἀπὸ τὴ δόξα αὐτὴ ζητοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴ μερίδα τοῦ λέοντος: νὰ καθίσουν ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος στ’ ἀριστερὰ τοῦ Κυρίου ὅταν θὰ ἔρθει στὴ βασιλεία Του! Τί σόϊ φίλοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ὑποφέρουν στὴ σκέψη τοῦ ἐπικείμενου πάθους τοῦ φίλου τους; «Ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε» (Ἰωάν. ἰε14), τοὺς εἶχε πεὶ ὁ Κύριος. Κι ἐκεῖνοι συμπεριφέρονταν ἐντελῶς ἀπερίσκεπτα μπροστὰ τὰ πάθη Του. Ζητοῦν τὸ μερίδιό τους – καὶ μάλιστα μεγάλο μερίδιο – στὴ δόξα ποὺ θὰ γίνει δική Του ἀφοῦ πρῶτα θὰ ἔχει ὑποστεῖ ταπεινώσεις, θὰ ἔχει χύσει ἱδρῶτα καὶ αἷμα καὶ θά ‘χοῦν τελειώσει τὰ πάθη Του. Δὲ ζητᾶνε νὰ συμμετάσχουν στὰ πάθη Του, ἀλλὰ μόνο στὴ δόξα Του.
Γιατί ὅμως, σὲ ποιά βάση κατηγοροῦμε τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀδελφούς; “Όλ’ αὐτὰ ἔγιναν γιὰ ν’ ἀποκαλύψουν τὴ βαθιὰ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Αὐτὸ ποὺ ἔκαναν ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητήσουν νὰ συμμετάσχουν δηλαδὴ στὴ δόξα χωρὶς νὰ ὑποφέρουν, χωρὶς νὰ πάθουν, τὸ κάνουν κι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ. Πάντα ὅλοι ζητοῦν νὰ δοξαστοῦν χωρὶς νὰ ὑποφέρουν. Ὅσες φορὲς μίλησε ὁ Κύριος γιὰ τὴ μέλλουσα δόξα Του, μίλησε καὶ γιὰ τὰ πάθη ποὺ θὰ προηγηθοῦν. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως, ὅπως κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ἤθελαν νὰ ὑπερπηδήσουν τὰ πάθη καὶ νὰ φτάσουν κατευθεῖαν στὴ δόξα. Σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν μυηθεῖ στὰ μυστήρια τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ σύνδεση τοῦ πάθους μὲ τὴ ζωή, του πόνου μὲ τὴ δόξα, δὲν εἶναι ξεκάθαρη. Κι αὐτὸ κρατάει μέχρι σήμερα. Αὐτοὶ θὰ ἤθελαν κατὰ κάποιο τρόπο νὰ χωρίσουν τὴ ζωὴ καὶ τὴ δόξα ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν πόνο, νὰ εὐλογήσουν τὰ πρῶτα καὶ νὰ τὰ κάνουν δικά τους, ἀλλὰ νὰ καταραστοῦν καὶ ν’ ἀπορρίψουν τὰ δεύτερα.
Αὐτὸ προσπάθησαν νὰ κάνουν σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ἰάκωβος. Κι ἔτσι, μὲ τὸν τρόπο τους, ἀποκάλυψαν πῶς ἡ ἀδυναμία αὐτὴ δὲν ἦταν μόνο δική τους, μὰ καὶ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Κι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ μὴ μείνει κρυφὴ καμιὰ ἀδυναμία τῶν μαθητῶν του, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Ἦρθε σὰν θεραπευτής, σὰν πηγὴ κάθε θεραπείας. Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου φανερώνεται μέσῳ τῶν ἀποστόλων, ὅπως ἀπ’ αὐτοὺς ἀποκαλύπτεται κι ἡ θεραπεία, καθὼς κι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Κύριος παρουσίασε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ στοὺς ἀποστόλους εἰκόνες τῶν παθῶν καὶ τῆς δόξας Του. Γιὰ τοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβεδαίου αὐτὸς ἦταν ἕνας πειρασμός, στὸν ὁποῖο ὑπέκυψαν. Διάλεξαν τὴ δόξα κι ἀπόρριψαν τὰ πάθη. Ὁ Κύριος ἤθελε ν’ ἀπαλείψει κάθε κηλῖδα ἀπὸ τίς ψυχὲς τῶν μαθητῶν Τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ σταύρωση. Τὰ λόγια Του γιὰ τὰ πάθη καὶ τὴ δόξα Του ἄσκησαν μεγάλη πίεση στοὺς δυὸ αὐτοὺς μαθητές. Κι ἀπὸ τὴν πίεση αὐτὴ ἀναγκάστηκαν νὰ βγοῦν βίαια ἀπὸ τὴν ψυχή τους καὶ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα ὑπερηφάνειας. Ὁ Κύριος ἔκανε αὐτὴ τὴν πνευματικὴ χειρουργικὴ ἐπέμβαση στὶς ψυχὲς τῶν ἀγαπημένων του μαθητῶν τόσο γιὰ τὴ δική τους θεραπεία ὅσο καὶ γιὰ τὴ δική μας.
Κανένας μᾶς ἂς μὴ σκεφτεῖ πῶς ἔχει ἤδη θεραπευτεῖ ἀπὸ τίς ἁμαρτωλές του τάσεις, ἀκόμα κι ἂν γι’ ἀρκετο διάστημα κατόρθωσε ν’ ἀποφύγει τὸ κακό, νὰ νηστεψει, νὰ δώσει ἐλεημοσύνες καὶ νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Κύριο γιὰ βοήθεια. Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἀπόστολοι εἶχαν περάσει τρία χρόνια συντροφιὰ μὲ τὸ σαρκωμένο Σωτῆρα. Εἶδαν τὸ πρόσωπό Τοῦ, ἄκουσαν τίς διδαχὲς Τοῦ ἀπὸ τὰ ἴδια Του τὰ χείλη, βρέθηκαν μάρτυρες στὰ θαύματά Τοῦ, ἔφαγαν κι ἤπιαν μαζί Του. Κι ὕστερα ἀπ’ όλ’ αὐτὰ φανέρωσαν τίς ἀγιάτρευτες ἀκόμα πληγὲς τῆς ματαιότητας, τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἔγκόσμιου προσανατολισμοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ παραλογισμοῦ τους. Σκέφτονταν ἀκόμα σὰν Ἰουδαῖοι, ὄχι σὰν χριστιανοί. Πίστευαν ἀκόμα σὲ μιὰ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Μεσσία, ποὺ θὰ κυριαρχοῦσε πάνω στοὺς ἐπίγειους ἐχθρούς του μὲ τὴν κοσμικὴ δύναμη καὶ δόξα Του, μιὰ δύναμη καὶ δόξα σὰν κι αὐτὴν ποὺ εἶχαν περιβληθεῖ ὁ Δαβὶδ κι ὁ Σολομῶν.
Χριστιανοί μου! Σκεφτεῖτε κι ἀποφασίστε. Πῶς θὰ γιατρέψετε τίς πληγές σας, πῶς θ’ ἀποκτήσετε τὴν τελειότητα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτὰ τὰ δυὸ ὑπέροχα ἀδέρφια δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸ ἐπιτύχουν μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο, σὲ ἀδιάσπαστη προσωπικὴ ἐπαφὴ μαζί Του; Αὐτὸ τὸ κατόρθωσαν ἀργότερα, τότε ποῦ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν στὶς καρδιές τους καὶ τοὺς «κατέκαυσε» μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης γιὰ τὸ Χριστό. Τότε δὲν ἐκλιπάρησαν γιὰ δόξα χωρὶς πάθη, ἀλλὰ μὲ συστολὴ γιὰ τὴν προηγούμενη ματαιοδοξία τους συμμετεῖχαν θεληματικὰ στὰ πάθη τοῦ Κυρίου τους καὶ σταύρωσαν τίς καρδιές τους στὸ Σταυρὸ τοῦ Φίλου τους.
Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸ αἴτημα τῶν δύο μαθητῶν: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον καὶ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς τὸ μὲν ποτήριον καὶ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἄλλοις ἤτοίμασται» (Μάρκ. ἰ’38-40).
Πόσο εὐγενικὸς καὶ πόσο ταπεινὸς εἶναι ὁ Κύριος! Ὁποιοσδήποτε θνητὸς δάσκαλος θὰ εἶχε ἐξοργιστεῖ μὲ τέτοιους μαθητές, θὰ τοὺς διαπόμπευε: «Φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα. Δὲν εἶστε ἄξιοι νὰ διδάσκεστε πνευματικὰ θέματα! Σᾶς διδάσκω καὶ σᾶς ἐξηγῶ γιὰ τρία συνεχῆ χρόνια καὶ σεὶς μιλᾶτε ἀκόμα σὰ νὰ μὴν καταλάβατε τίποτα!» Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς μίλησε καθαρά, μὰ εὐγενικὰ καὶ ταπεινά. «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε», τοὺς εἶπε. Οἱ σκέψεις σας γιὰ Μένα εἶναι κοσμικές, ὄχι πνευματικές. Δὲ ζητᾶτε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, μὰ τὴ δική σας. Δὲν ἔχετε συνειδητοποιήσει ἀκόμα ποιός εἶμαι καὶ ποιά εἶναι ἡ βασιλεία Μου. Μὲ βλέπετε ἀκόμα σὰν Μεσσία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τὴ βασιλεία Μοῦ ὡς βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ. Μά ‘Ἐγὼ εἶμαι Μεσσίας ὅλων τῶν ἐθνῶν, Σωτῆρας ζώντων καὶ νεκρῶν, βασιλιᾶς τῆς ἀόρατης Βασιλείας, ὅπου ὅλα τὰ ἔθνη κι ὅλοι οἱ λαοὶ θὰ εἶναι σὰν ἕνας. Οἱ ἀναρίθμητοι ἄγγελοι χαίρονται κι ἀγάλλονται καὶ ὀνομάζονται ὑπηρέτες τῆς βασιλείας αὐτῆς. “Ὅποιος εἶναι ἔσχατος ἐδῶ, στὴ Βασιλεία Μου θὰ εἶναι πρῶτος καὶ ἐνδοξότερος ἀπὸ τὸν πιὸ ἔνδοξο τῶν βασιλιάδων αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. “Ἄν γνωρίζατε τὴ βασιλεία Μου, δὲ θὰ σκεφτόσασταν καθόλου τί θέση θὰ παίρνατε σ’ αὐτήν. Τὸ μόνο ποὺ θ’ ἀναζητούσατε, θὰ ἦταν ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτήν. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῶν παθῶν καὶ τοῦ πόνου, γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μιλάω κάθε φορὰ ποὺ σᾶς κάνω λόγο γιὰ τὴ βασιλεία Μου. Αὐτὸ ποὺ σᾶς ζητάω ἑπομένως εἶναι πιὸ σπουδαῖο καὶ πιὸ χρήσιμο ἀπὸ τίς δικές σας μάταιες ἐπιδιώξεις κι ἐπιθυμίες: Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον καὶ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα καὶ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;
Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου Του καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Αἵματὸς Τοῦ, γιὰ τὸ μαρτυρικό Του θάνατο δηλαδή. Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο βάπτισμα. Τὸ πρῶτο βάπτισμα ἦταν τοῦ Ἰωάννη, μὲ νερὸ τὸ δεύτερο εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἐν ὕδατι καὶ Πνεύματι κι εἶναι μερικοὶ ποὺ δέχτηκαν καὶ τὸ τρίτο βάπτισμα, ποὺ εἶναι τοῦ αἵματος, τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι.
Ἀναμφισβήτητα τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος συνδέεται μὲ τὴ μέγιστη θυσία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μέγιστη δόξα. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ θὰ βαπτίζονταν μ’ αὐτὸ τὸ βάπτισμα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος ἀφιέρωσε τόσο χρόνο σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο, ὥστε νὰ τοὺς προετοιμάσει γιὰ τὸ μελλοντικὸ μαρτύριό τους. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὀλέθριο καὶ ψυχοφθόρο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ ὑποχωρήσει κανεὶς στὰ βάσανα καὶ ν’ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὁ Ἰούδας, μέ το ποὺ εἶδε πῶς πλησίαζε ἡ ταπείνωση καὶ τὸ πάθος τοῦ Διδασκάλου Του, τὸν ἀρνήθηκε καὶ χάθηκε γιὰ πάντα. Ἠταν ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ περίμεναν μάταια νὰ δοῦν τὸ Χριστο βασιλιᾶ στὴν Ἱερουσαλήμ, νὰ συμμετάσχουν στὴ δόξα Του. Ὅταν ὅμως διαπίστωσε πῶς ἀντὶ γιὰ βασιλικὸ στέμμα ὁ Χριστὸς θὰ φοροῦσε ἀκάνθινο στεφάνι, ὑποχώρησε. Συμμάχησε μ’ ἐκείνους ποὺ ἐμφανίστηκαν πιὸ πλούσιοι καὶ πιὸ δοξασμένοι ἀπὸ τὸν Σωτῆρα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης ἀπάντησαν στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ χωρὶς δισταγμό: Δυνάμεθα. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δείχνει ὁπωσδήποτε τὴ μεγάλη τους ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο. Εἶναι ξεκάθαρο πῶς ἡ φοβερὴ ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ποτήριο καὶ τὸ βάπτισμα ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στὰ δυὸ ἀδέρφια. Ἦταν ὅπως τὸ πικρὸ φάρμακο σ’ ἕναν ἄρρωστο. Σύντομα συνῆλθαν, κατάλαβαν τὸ σφάλμα τους, ντράπηκαν ποὺ σκέφτηκαν τὴ δόξα, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ πάθος. Ὁ Κύριος ὅμως εἶναι ἀπαράμιλλος στὴν ἱκανότητα νὰ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἄλλαξε τὸν προσανατολισμό τους στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς δόξας, σὲ ἑτοιμότητα γιὰ τὸ μαρτύριο καί το θάνατο.
Πόσο ὄμορφη, πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ διδαχὴ αὐτὴ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς! “Ὅταν φανταζόμαστε τὸν ἑαυτό μας στὴν ἀθάνατη βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ περιπλανιόμαστε μέσα σ’ αὐτήν, ἀναζητῶντας τὴ θέση μας, ὁ Κύριος μᾶς θέτει τὸ ἴδιο ἐρώτημα ποὺ ἔθεσε στοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβεδαίου: Mπορείτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήριό Μοῦ καὶ νὰ λάβετε τὸ δικὸ Mου βάπτισμα; Μᾶς ὀδηγει πάντα σὲ μιὰ σοβαρὴ θεώρηση καὶ σκέψη, ὄχι τῆς οὐράνιας πόλης, ὅπου δὲν φτάσαμε ἀκόμα, ἀλλὰ τοῦ δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὴν καὶ ποὺ δὲν κατορθώσαμε ἀκόμα νὰ βαδίσουμε. Πρῶτα πρέπει νὰ ὑπομείνουμε τὸ πάθος κι ἔπειτα θὰ φτάσουμε στὴ δόξα. Τὰ ὄνειρά μας γιὰ δόξα εἶναι μάταια ἂν τὸ πάθος μᾶς βρεὶ ἀπροετοίμαστους κι ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό. Καὶ τότε ἀντὶ γιὰ δόξα θὰ μᾶς περιμένει ντροπή, ἀντὶ γιὰ ζωὴ αἰώνιος ὄλεθρος. Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ἀνάμεσά μας ποῦ, στὴν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου κατὰ πόσο μποροῦν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο τοῦ πάθους Του, εἶναι ἕτοιμοι ν’ ἀπαντήσουν κάθε στιγμή: Δυνάμεθα. Ναί, Κύριε, μποροῦμε. Τὸ ποιός ὅμως θὰ καθίσει δεξιά Του καὶ ποιός ἀριστερά Του, δὲν ἔχει ἀξία νὰ τὸ γνωρίζουμε. Ὁ Κύριος ἀπάντησε ταπεινά: Οὔκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι. Μόνο μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Τοῦ θὰ γίνει, ὡς Θεός, Κριτης ζώντων καὶ νεκρῶν. Τώρα φοράει ἀκόμα σάρκα, εἶναι θνητός, δὲν ἦρθε ἡ ὥρα Του νὰ δοξαστεῖ, κατέχει ἀκόμα τὴν ἔσχατη θέση τοῦ δούλου ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Καί τὴ στιγμὴ ποὺ φτάνει στὴ μεγαλύτερη δοκιμασία τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς τελείωσης τῆς ὑποταγῆς Του στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, πρὶν ἀπὸ τὰ φριχτὰ πάθη καὶ τίς ταπεινώσεις Του, δὲ θ’ ἀποφασίσει γιὰ τίς θέσεις καὶ τίς τιμὲς στὴ μέλλουσα βασιλεία Του. Σὰν ἄνθρωπος δὲ θὰ σφετεριστεῖ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἔχει ὡς Θεός. Μόνο ἀφοῦ πιεῖ τὸ πικρὸ ποτήριο καὶ βαπτιστεῖ μὲ τὸ αἷμα Του, κατὰ τὴ σταύρωση, θὰ τολμήσει νὰ ὑποσχεθεῖ παράδεισο στὸν μετανιωμένο λῃστή. “Ἤθελε μὲ τὴ συμπεριφορά του αὐτὴ νὰ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ταπείνωση, μόνο τὴν ταπείνωση, χωρὶς τὴν ὁποία ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας θὰ χτιζόταν χωρὶς θεμέλιο. Τὸ σχόλιο τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, δὲν πρέπει σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ ἑρμηνευτεῖ πῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι λιγότερο Θεὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα στὴν οὐράνια βασιλεία, ὅπως τὸ ἑρμήνευσαν κάποιοι αἱρετικοί. Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἔν ἔσμεν» (Ἰωάν. ἰ’30), δὲ θὰ μποροῦσε ν’ ἀρνηθεῖ τὸν Ἑαυτό Του. Τὰ λόγια οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν σωστὰ μόνο ὅταν τὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ πρόσκαιρους, ὄχι μὲ αἰώνιους ὅρους. Μὲ ὅρους ποὺ ἀφοροῦν τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐν χρόνῳ, στὴν ταπεινὴ κατάσταση ποὺ ζοῦσε σωματικὰ ὡς ἄνθρωπος.
Λίγο προτοῦ ὑποστεῖ τίς μεγάλες Του ταπεινώσεις ὁ Κύριος Ἰησοῦς, μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Τοῦ καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴ σωτηρία μας, δὲ θὰ διεκδικοῦσε ὅλα τὰ δικαιώματα καὶ τὴ δύναμη ποὺ θά ‘τὰν δικὰ Τοῦ μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του. Μόνο ἀφοῦ ἀναστήθηκε καὶ δοξάστηκε σωματικά, ὅταν νίκησε το σατανᾶ, τὸν κόσμο καί το θάνατο, δήλωσε στοὺς μαθητές Του ὁ Κύριος: «Ἔδόθη μοὶ πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή18).
Γιὰ νά ‘χουμε μιὰ ὁλοκληρωμένη ἑρμηνεία ὅμως πρέπει νὰ προσθέσουμε κάτι ἀκόμα, κάτι ποὺ δείχνει τὴν πανσοφία καὶ παντογνωσία Του στὴ διαχείριση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νὰ δείξει πῶς δὲν ὑπάρχει προκατάληψη ἐδῶ, δὲν ὑπάρχει μεροληψία. «Οὐ,Οὗ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ» (Ρωμ. βί1). Ὁ Κύριος θέλει νὰ πεῖ πῶς οἱ ἀπόστολοι δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστεύονται τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα τοὺς στὸν ἑαυτό τους, μόνο ἐπειδὴ εἶχαν ὀνομαστεῖ ἀπόστολοί Του. Γιατί ἀκόμα κι ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους Του ὑπῆρχε κάποιος ποὺ χάθηκε. Ἡ Βασιλεία Του προετοιμάστηκε γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ δείχνουν σ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ πῶς εἶναι ἄξιοι γι’ αὐτήν. Δὲν ὑπάρχει διάκριση στὴν κλήση, δὲν μετράει ἡ ἐξωτερικὴ προσέγγιση τους στὸ Χριστὸ ἢ ἡ τυχὸν συγγένεια αἵματος μαζί Του, ὅπως γινόταν μὲ τὰ δυὸ ἀδέρφια, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Τὰ δυὸ μαθήματα ποὺ ἤθελε ὁ Κύριος νὰ ἐμφυτέψει στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν Του, ἦταν καὶ μέχρι αὐτοεξευτελισμοῦ ταπείνωση κι ἡ μέχρι θανάτου ἀγάπη Του. Νὰ ξεριζώσει ἀπ’ αὐτὲς τοὺς σπόρους τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς ἀλαζονικῆς ματαιοδοξίας.
«Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου» (Μάρκ. 1’41). Ἀγανάκτησαν οἱ δέκα μόλις ἄκουσαν τὴν ἀπαίτηση τοῦ Ἰάκωβου καὶ τοῦ Ἰωάννη. Ὁ θυμός τους δὲν προῆλθε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ κατανόησαν καλύτερα καὶ πιὸ πνευματικὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ δυὸ ἀδέρφια. Ἠταν ἁπλᾶ ἡ ἀνθρώπινη ζήλεια τούς. Μπορεῖ ἡ περικοπὴ αὐτὴ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ σκεφτοῦμε πῶς ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἰούδα γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ Βασιλεία Του ἦταν πιὸ πνευματικὴ ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννη; «Γιατί ἔπρεπε ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης νὰ τοποθετηθοῦν ψηλότερα ἀπὸ μᾶς τοὺς ἄλλους;» Αὐτὴ ἦταν ἡ κρυφὴ ἐρώτηση ποὺ ἤθελαν νὰ κάνουν, ἡ κύρια πηγὴ τῆς ἀγανάκτησης καὶ τῆς διαμαρτυρίας τῶν δέκα ἔναντίον τῶν δύο.
Μέ το θυμὸ τῆς ζήλειας τους οἱ δέκα φανέρωσαν ἀθέλητα πῶς εἶχαν τὴν ἴδια ἀντίληψη μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον πῶς δὲν εἶχαν καταλάβει οὔτε αὐτοὶ τὴν πνευματικὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν οὐράνια δόξα Του. Γνωρίζουμε ὅμως πῶς ὁ Κύριος Ἰησους δὲ διάλεξε γιὰ μαθητὲς Τοῦ τοὺς σοφότερους ἀπὸ τοὺς σοφοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἀντίθετα τοὺς ἀπλοϊκότερους ἀπὸ τοὺς ἁπλοῦς. Διάλεξε τοὺς ἔσχατους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει πρώτους. Διάλεξε τοὺς πιὸ ἁπλοῦς, γιὰ νὰ τοὺς μετατρέψει στοὺς πιὸ σοφούς. Διάλεξε τοὺς πιὸ ἀδύνατους, γιὰ ν’ ἀναδείξει ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς πιὸ ἰσχυρούς. Διάλεξε τοὺς περιφρονημένους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τοὺς πιὸ ἔνδοξους. Κι ὁ Κύριος πέτυχε στὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο τόσο καλά, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο ἔργο. Ἡ θαυματουργικὴ δύναμή Τοῦ δὲ φάνηκε λιγότερο ἐδῶ ἀπ’ ὅ,τι ὅταν γαλήνευε τὴ θάλασσα ἢ ὅταν πολλαπλασίαζε τοὺς ἄρτους.
Ὅταν οἱ θεόπνευστοι εὐαγγελιστές μας ἀποκαλύπτουν τίς ἀδυναμίες τῶν μαθητῶν, πετυχαίνουν δυὸ στόχους: πρῶτα μας δείχνουν μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τίς δικές μας ἀδυναμίες καὶ δεύτερο δείχνουν τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὴ σοφία τῶν μεθόδων ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴ θεραπεία καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Τώρα, ποὺ οἱ ἄλλοι δέκα μαθητὲς φανέρωσαν τὴν ἄγνωσία τους γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα ἔδειξαν πῶς ὑπόφεραν κι ἀπὸ τὴ συνηθισμένη ἀνθρώπινη ζήλεια, ὁ Κύριος ἄδραξε τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς δώσει ἕνα ἀκόμα μάθημα γιὰ τὴν ταπείνωση.
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοὺς οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν οὔχ οὕτῳ δὲ ἔστω ὑμῖν, ἀλλ’ ὸς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὸς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» (Μάρκ. ἰ’42-44).
‘Ἐδῶ ἔχουμε μιὰ καινούργια κατάσταση πραγμάτων. Ἐδῶ ἔχουμε μιὰ καινούργια κοινωνικὴ συνταγή, ἄγνωστη κι ἀνήκουστη στὸν πρὸ Χριστοῦ εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Στοὺς εἰδωλολάτρες οἱ ἄρχοντες ἔδειχναν τὴν κυριαρχία τους μὲ τὴ δύναμη, μὲ τὴ βία. Οἱ κυβερνῶντες κυβερνοῦσαν μὲ τὴν αὐθεντία τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δύναμης, τῆς κληρονομιᾶς ἢ τοῦ πλούτου. Κυβερνοῦσαν καὶ ἐξουσίαζαν. Οἱ ἄλλοι ὑποτάσσονταν ἀπὸ φόβο καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσαν μὲ τρόμο. Αὐτοὶ τὸν ἑαυτό τους τὸν λογάριαζαν πρῶτο, ἀνώτερο καὶ καλλίτερο, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία λόγῳ κοινωνικῆς θέσης, δύναμης καὶ τιμῆς. Ἡ κοινωνικὴ θέση, ἡ δύναμη κι ὁ πλοῦτος ἦταν ὁ τρόπος ποὺ μετροῦσαν τὴν ὑπεροχὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀπορρίπτει τὴ μέθοδο αὐτὴ καὶ θεσμοθετεῖ τὴ διακονία ὡς μέτρο ὑπεροχῆς σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν πιστεύουν. Πρῶτος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὸν βλέπουν ἀνεβασμένο ψηλά, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων νιώθουν ὅτι εἶναι καλός. Σὲ μιὰ χριστιανικὴ κοινωνία τὸ στέμμα δὲν προσφέρει τὴν πρώτη θέση αὐτοδίκαια, τὰ πλούτη κι ἡ δύναμη δὲν ἀπονέμουν ἀνωτερότητα. Ἡ κλήση κι ἡ κοινωνικὴ θέση εἶναι κενὰ σχήματα, ἂν δὲ συμπληρώνονται μὲ τὴν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων στὸ ὄνομα τοῦ Χριστου. “Ὅλα τ’ ἄλλα ἐξωτερικὰ σημάδια καὶ σύμβολα ὑπεροχῆς εἶναι ἕνα ἁπλὸ καλειδοσκόπιο, ἂν ἢ ὑπεροχὴ δὲν ἔχει ἀποκτηθεῖ καὶ δικαιωθεῖ μὲ τὴν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. Ἐκεῖνος ποὺ παραμένει στὴν κορυφὴ μὲ τὴ βία, βρίσκεται ἐκεῖ μὲ μεγάλη ἀνασφάλεια. Κι ὅταν πέσει, θὰ λάβει σίγουρα τὴν κατώτερη θέση. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγοράζει τὴν ἀνωτερότητά του, θὰ λάβει τὴν ἀνταπόδοσή του ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ θὰ περιφρονηθεῖ ἀπὸ τίς καρδιές τους. Ἐκεῖνος ποὺ στέκεται πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ βία, εἶναι σὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἡφαίστειο φθόνου καὶ μίσους, ὡσότου τὸ ἡφαίστειο ἐκραγεῖ καὶ χαθεῖ μὲς τὴ λάβα.
«Οὔχ οὕτῳ δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν», εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Τέτοια κοινωνικὴ πρακτικὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρό, ὄχι ἀπὸ τὸν ἀγαθό. “Ἔτσι ζοῦν τὰ τέκνα τοῦ σκότους, ὄχι τὰ τέκνα τοῦ φωτός. Κι ἐσεῖς εἶστε τέκνα τοῦ φωτός. Ἀνάμεσά σας ἀφῆστε νὰ βασιλεύει ἡ ὑπεροχὴ τῆς ἀγάπης, ἢ ἀνωτερότητα τῆς ἀγάπης ἂς κυριαρχήσει τῆς ἐξουσίας. Ἐκεῖνος ἀπό σας ποὺ προσφέρει τὴ μεγαλύτερη ὑπηρεσία στοὺς ἀδελφούς του ἀπὸ ἀγάπη, θὰ εἶναι πρῶτος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπεροχὴ τοῦ θ’ ἀντέξει τόσο στὴν πρόσκαιρη ζωὴ ὅσο καὶ στὴ μέλλουσα. Ὁ θάνατος δὲν ἔχει ἐξουσία στὴν ἀγάπη, οὔτε σ’ ὅ,τι ἔχει δημιουργήσει ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποκτᾷ ὑπεροχὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο λόγῳ τῆς ἀγάπης του, θὰ τὴν κρατήσει καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. Δὲ θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ, ἀλλὰ θ’ αὐξάνεται καὶ θὰ βεβαιώνεται αἰώνια.
Ὅποιος γνωρίζει πόσο κακὸ ἔχει συσσωρευτεῖ καὶ συσσωρεύεται στὸν κόσμο μὲ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὑπεροχῆς, θὰ καταλάβει πῶς ἡ διδαχὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πρόξενος εἰρήνης. Μ’ αὐτὴν ξεκίνησε ἡ μεγαλύτερη καὶ πιὸ εὐλογημένη ἐπανάσταση στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων – ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο ἢ κοινωνία αὐτή. Ἀναλογίσου τί θὰ σήμαινε γιὰ τὸν κόσμο ἂν ἡ ἰσότητα καὶ ἡ κοινωνικὴ θέση ἐξαρτιούνταν ἀπὸ τὴν παροχὴ ὑπηρεσίας καὶ τὴν ἀγάπη, ἀντὶ τῆς βίας, τοῦ πλούτου, τῆς πολυτέλειας ἢ τῆς ὑποτιθέμενης γνώσης. Ἀλήθεια, πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι πρῶτοι, θὰ βρίσκονταν στὴν τελευταία θέση! Πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ πίστευαν πῶς ἦταν τελευταῖοι, θὰ βρίσκονταν πρῶτοι! Ἀλήθεια, πόση χαρὰ θὰ γέμιζε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, πόση εὐταξία, εἰρήνη κι ἁρμονία θὰ βασίλευε! Θὰ συναγωνίζονταν ὅλοι ποιός θὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄλλον, ὄχι ποιός θὰ τὸν κυβερνήσει. “Ὅλοι θὰ βιάζονταν νὰ δώσουν καὶ νὰ βοηθήσουν, παρὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ ἐμποδίσουν. Κάθε καρδιὰ θὰ γέμιζε μὲ χαρὰ καὶ φώς, ὄχι μὲ κακία καὶ σκότος. Τότε ὁ διάβολος θά ‘παιρνε ἕνα φανάρι καὶ θά ‘ψαχνε ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ βρεῖ ἕναν ἄπιστο, ἀλλὰ δὲ θά ‘βρισκε κανέναν.
Ὅπου βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ὁ Θεὸς εἶναι φανερὸς καὶ ὁρατὸς ἀπ’ ὅλους. Αὐτὸ δὲν εἶναι οὐτοπία, δὲν εἶναι ἀπραγματοποίητο ὄνειρο. Ἡ ἀλήθειά του φανερώνεται στὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο: «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μάρκ. 1’45). Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ τὸν διακονήσουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ νὰ τοὺς διακονήσει ὁ ἴδιος. Ἦρθε γιὰ νὰ δώσει τὴ ζωή του ὡς λύτρο καὶ ἀντάλλαγμα γιὰ τίς ἁμαρτίες πολλῶν.
Ὁ Κύριός μας δὲν ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους οὔτε μιὰ ἐντολὴ ποὺ δὲν τὴν τήρησε πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ μάλιστα σὲ τέλειο βαθμό. Ἀφησε ἔτσι τὸ παράδειγμά Του σὲ ὅλους μας. Ὁ Κύριος τήρησε τὴν ἐντολὴ τῆς διακονίας τῶν ἀνθρώπων σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἦρθε στὴ γῆ, μὲ τὸ θάνατό του καὶ τελικὰ μὲ τὴν ἀκατάπαυστη ἀγαπητικὴ δραστηριότητά Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μετὰ τὸ θάνατό του, μὲ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Τοῦ καὶ μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὸ θάνατό Τοῦ ἔδωσε τὴ ζωή Του λύτρον ἀντὶ πολλῶν. Δὲ λέει γιὰ ὅλους, ἀλλὰ γιὰ πολλούς. Αὐτὸ σημαίνει πῶς θὰ βρεθοῦν καὶ μερικοὶ ποὺ δὲ θὰ δεχτοῦν τὴν ἀγάπη Του, δὲ θὰ ἐκτιμήσουν τὴ θυσία Του. Ἡ διακονία τῆς ἀγάπης Τὸν ὁδήγησε στὸ πάθος καί το θάνατο. Ἐκεῖνος ποὺ διακονεῖ ἀπὸ ἀγάπη κι ὄχι ἀπὸ αἴσθηση καθήκοντος, δὲ θὰ ὑποχωρήσει μπροστὰ στὸ θάνατο.
Ἡ διακονία τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους δὲν περιορίζεται ἀπό το χρόνο. Τὸ πάθος ἢ ὁ θάνατος ἑπομένως ἔχουν ὅλα τὰ σημάδια τῆς τέλειας, τῆς λυτρωτικῆς θυσίας. Μὲ τὴ διακονία Του ὁ Κύριος λύτρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καί το θάνατο. Δὲ θὰ μποροῦσε ὁ Κύριος ὅμως ν’ ἀναλάβει ἢ νὰ ὁλοκληρώσει τέτοια διακονία χωρὶς τὴ μέγιστη κι ἀνυπέρβλητη ταπείνωσή Του. Ἐνῶ ἦταν ἄναρχος, προαιώνιος, ἔγινε ἔσχατος. Ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο ὡς δοῦλος, ὡς διάκονος, ὥστε μὲ τὴ διακονία Του στοὺς ἀνθρώπους νὰ φτάσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ στὸ ἀνυπέρβλητο ὕψος Του, γιὰ νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους τὸ δρόμο τοῦ πραγματικοῦ ὕψους, τῆς ἀληθινῆς ὑπεροχῆς, τῆς μέγιστης καὶ διαρκοῦς ἀνωτερότητας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δέχτηκαν τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά τους, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμά Τοῦ καὶ στὸ ὄνομὰ Τοῦ δόθηκαν ὁλοκληρωτικὰ στὴν ἀγαπητικὴ διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν κι ἄλλοι ὅμως ποὺ περιφρόνησαν τὸ παράδειγμα καὶ τὴ διδαχή Του. Ποιά τύχη περίμενε τοὺς πρώτους καὶ ποιά τοὺς δεύτερους; Τὴν ἀπάντηση θὰ τὴ βροῦμε στὴν ἱστορία τῶν ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ:
Ὁ Ἰούδας ἀπόρριψε τόσο τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ ὅσο καὶ τὴ διδασκαλία Του καὶ τέλειωσε τὴν ἐπίγεια ζωὴ Τοῦ μ’ ἕναν ἐπονείδιστο τρόπο. Κρεμάστηκε. Οἱ ὑπόλοιποι ἕντεκα ἀπόστολοι ποὺ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ στὴ συνέχεια προσπάθησαν νὰ μιμηθοῦν τὸ παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου τους στὴν ἀγαπητικὴ διακονία, δοξάζονται στὴ γῆ καὶ τὸν οὐρανό, στὸ χρόνο καὶ τὴν αἰωνιότητα. “Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπόρριψαν τὴ διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀκολούθησαν τὰ βήματα τοῦ Ἰούδα. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔκαναν δική τους τὴ σωτήρια διδασκαλία Του καὶ μιμήθηκαν τὸ ἀνυπέρβλητο παράδειγμά Τοῦ, ἀκολούθησαν τὰ βήματα τῶν ἕντεκα ἀποστόλων.
Ἡ Ἱστορία ἀναφέρει χιλιάδες Ἰοῦδες, ὅπως καὶ χιλιάδες χιλιάδων ἀληθινοὺς καὶ πιστοὺς μαθητὲς κι ἀκόλουθους τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. “Ὅπως βγῆκε Νικητὴς ὁ Κύριος στὸ τέλος τῆς σύντομης ἐπίγειας ζωῆς Του, ἔτσι θὰ βγεῖ Νικητὴς καὶ στὸ τέλος ὁλόκληρης τῆς μακρᾶς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Ὁ στρατὸς τῶν σεσωσμένων καὶ ἔνδοξων πιστῶν Του θὰ εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ ἀντικείμενου, τοῦ πονηροῦ, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ διαβόλου κι ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ.
Εὔχομαι νὰ βρεθοῦμε στὸ στρατὸ ἐκεῖνο τῶν σεσωσμένων καὶ δοξασμένων. Εὔχομαι ὁ Κύριος Ἰησοῦς νὰ γίνει ἵλεως,ἵλεῳς σέ μας τὴν “Ἔσχατη Μέρα, ὅταν θὰ σκοτιστεῖ ὁ αἰσθητὸς ἥλιος καὶ δὲ θὰ ξαναφωτίσει πιά. Γλυκύτατε καὶ Ζωοποιε Κύριε, συχώρεσε τίς ἁμαρτίες μας προτοῦ φτάσει ἡ μέρα ἐκείνη! Ἀπόρριψε ὅλα τὰ ἔργα μᾶς ὡς ἀνάξια κι ἀκάθαρτα καὶ σῶσε μας μὲ τὸ ἀμέτρητο ἔλεὸς Σοῦ, μ’ αὐτὸ ποὺ ἦρθες στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσεις ἐμᾶς τοὺς ἀνάξιους. Σὲ Σένα πρέπει ἡ δόξα, μεγάλε καὶ θαυματουργὲ Κύριε, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ “Ἁγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.