Κυριακή τῆς Τυροφάγου
Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ λέγεται τῆς «Τυροφάγου» ἐπειδὴ κατ᾿ αὐτὴν, ὅπως καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν προηγηθεῖσαν ἑβδομάδα, δὲν καταλύομεν κρέας, ἀλλὰ μόνον γαλακτώδη, δηλαδὴ γάλα, τυρὸν κ.λπ., καθὼς καὶ αὐγὰ και ὀψάρια.
Πολλοὶ εὑρίσκουν «ἀνοητον» τὴν διάταξιν ἀυτὴν τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ λέγουν: «Μὰ πῶς ἐπιτρέπεται τὸ γάλα καὶ ὄχι τὸ κρέας τοῦ προβάτου, ἀφοῦ τὸ γάλα εἶνε προϊὸν τοῦ προβάτου;
Πῶς ἐπιτρέπονται τὰ αὐγὰ καὶ ὄχι τὰ κοττόπουλα, ἀφοῦ τὰ πρῶτα εἶνε προϊόντα τῶν δευτέρων;» Βεβαίως θὰ εἶχον δίκαιον αὐτοί, ἂν ἡμεῖς ἰσχυριζόμεθα ὅτι τὸ κρέας τῶν προβάτων ἢ τῶν ὀρνίθων εἶνε μολυσμένον καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν τὸ τρώγομεν. Τότε δὲν ἔπρεπε νὰ τρώγωμεν οὔτε τὰ προϊόντα των, διότι καὶ αὐτὰ θὰ ἦσαν ἐξ ἴσου μολυσμένα. Ἀλλὰ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν μας καμμία τροφὴ δὲν εἶνε μολυσμένη. Αὐτὸ διδάσκει σαφῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολήν του (δ΄, 3-5). Ἁπλῶς ἡ Ἐκκλησία μας διαιρεῖ τὰς τροφὰς εἰς περισσότερον καὶ εἰς ὀλιγώτερον συντελούσας εἰς ἐγκράτειαν και, κατὰ καιρούς, ἐπιτρέπει τὰς μὲν καὶ ἀπαγορεύει τὰς δε. Εὔστοχον ἀπάντησιν εἰς αὐτοὺς ποὺ λέγουν τὰ ἀνωτέρω ἔχει δώσει ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, σοφὸς καὶ σπουδαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας: «Κατηγορεῖς τὸν φίλον σου -γράφει εἰς ἕνα ἰατρὸν-, ἐπειδὴ τὴν ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς τρώγει αὐγά, δὲν τρώγει ὅμως τὴν κότταν ποὺ γεννᾷ τὰ αὐγά… Ἀλλὰ ποία σύγκρισις ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ μεταξὺ τοῦ αὐγοῦ, ποὺ δὲν εἶνε ζῷον, καὶ τῆς κόττας, ποὺ εἶνε ζῷον; Τὸ αὐγὸ εἶνε πολὺ κατώτερον ἀπὸ τὴν ὄρνιθα. Καὶ ὡς ἀπόδειξιν ἐπικαλούμαι τὴν ἰδικήν σας γνώμην, δηλαδὴ τὴν γνώμην τῶν ἰατρῶν. Εἰς ὅσους εἶνε ἄρρωστοι καὶ ἀρχίζουν νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὸ στάδιον τῆς ἀναρρώσεως ὁρίζετε ὡς τροφὴν τὰ μικρὰ καὶ τρυφερὰ κοττόπουλα καὶ ὄχι μίαν μεστωμένην ὄρνιθα. Διὰ ποῖον λόγον τὸ κάμνετε αὐτό; Διότι, λεγετε, τὸ παχὺ καὶ λιπαρὸν φαγητὸν θὰ βλάψῃ αὐτὸν ποὺ τώρα ἀρχίζει νὰ συνέρχεται ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του, ἐπειδὴ ὁ στόμαχός του δὲν ἔχει ἀκόμη τὴν δύναμιν νὰ δεχθῇ καὶ νὰ χωνεύσῃ βαρείας τροφάς. Ἀφοῦ λοιπὸν ὑπάρχῃ διαφορὰ μεταξὺ μικροῦ κοττόπουλου καὶ μεγάλης κόττας καὶ τὸ κοττόπουλον εἶνε, ὡς τροφή, πολὺ κατώτερον εἰς δύναμιν ἀπὸ τὴν κότταν καὶ οὐδεὶς ἰατρὸς εἶπε ποτὲ ὅτι αὐγὸ – κοττόπουλον- κόττα εἶνε ὁμοία τροφὴ καὶ ἐξ ἴσου κατάλληλος διὰ τοῦς ἀσθενεῖς, δὲν εἶνε φανερὸν ὅτι ἀνοήτως μᾶς κατηγοροῦν διατὶ τρώγομεν αἀγὰ καὶ ὄχι ὄρνιθας;… Μᾶς κατηγοροῦν ἀκόμη διατὶ τρώγομεν ἐλαίας, ὄχι ὅμως και ἔλαιον, ἐνῷ μέσα εἰς τὰς ἐλαίας ὑπάρχει ἔλαιον. Ἀλλὰ καὶ μέσα εἰς τὰ σταφύλια ὑπάρχει οἶνος. Ὅσα ὅμως σταφύλια καὶ ἂν φάγωμεν δὲν πρόκειται νὰ μεθύσωμεν· τὸ πολὺ-πολὺ νὰ βαρυστομαχιάσωμεν…» Ἐκτὸς τούτου, εἶνε γνωστὸν ὅτι μὲ τὸ ἐλαιον ἠμποροῦμεν νὰ μαγειρεύσωμεν ἀναρίθμητα καὶ νοστιμώτατα φαγητά, ἐνῷ αἱ ἐλαῖαι ἀποτελοῦν ξηροφαγίαν.
(Ξηροφαγία εἶνε τὸ νὰ μὴ τρώγωμεν μαγειρευμένον φαγητόν, ἀλλὰ κάτι πρόχειρον, π.χ. ἄρτον μὲ ἐλαίας ἢ ξηροὺς καρποὺς κ.τ.τ.).
Κατὰ τὴν Κυριακὴν τῆς Τυρινῆς ἡ Ἐκκλησία φέρει ἐνώπιόν μας τὴν ἐκ τοῦ Παραδείσου ἐξορίαν, λόγῷ τῆς παρακοῆς του, τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ. Διὰ ποῖον λόγον πράττει τοῦτο; Ἰδοὺ τί ἀναφέρει τὸ «Ὡρολόγιον»:
«Τὴν ἀνάμνησιν τῆς τοῦ Ἀδὰμ ἐξορίας ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἔταξαν ἐνταῦθα, τῇ παραμονῇ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, οἱ θειότατοι Πατέρες, δεικνύοντες οὐχὶ διὰ λόγων ἁπλῶν ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων, πόσον ὠφέλιμον ἐστιν εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ τῆς νηστείας καλόν· καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου πόσον ἐπιβλαβὲς καὶ ὀλέθριον ἡ ἀκρασία καὶ τῶν θείων ἐντολῶν ἡ παράβασις· καὶ ὅτι πρώτη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐστίν ἡ τῆς νηστείας ἐντολή, ἣν λαβόντες οἱ πρωτόπλαστοι καὶ μὴ φυλάξαντες αὐτήν, οὐ μόνον θεοὶ οὐκ ἐγένοντο, ὡς ἐφαντάσθησαν, ἀλλ᾿ ἀπώλεσαν καὶ ἣν εἶχον μακαρίαν ζωὴν καὶ πεσόντες εἰς φθορὰν καὶ θάνατον, μετέδωκαν αὐτὰ ταῦτα καὶ μυρία ἄλλα κακά, ὅσα ἐκεῖθεν ἐπήγασαν, εἰς ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ταῦτα πάντα τιθέασιν ὑπ᾿ ὄψιν ἡμῶν σήμερον οἱ θεοφόροι Πατέρες, ἵνα ἐνθυμούμενοι τὸ πόθεν ἐξεπέσαμεν καὶ τί ἐπάθομεν διὰ τὴν τῶν πρωτοπλάστων ἀκρασίαν καὶ παρακοήν, σπουδάσωμεν ἐπανελθεῖν πάλιν εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην μακαριότητα καὶ δόξαν διὰ νηστείας καὶ τῆς ὑπακοῆς εἰς πάντα τὰ θεῖα προστάγματα».
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας αὐτῆς μᾶς διδάσκει βασικῶς τρία πράγματα: α΄) Ὅτι ἂν δὲν συγχωρήσωμεν ἡμεῖς τοὺς ἄλλους, ὁσοι ἔπταισαν εἰς ἡμᾶς, δὲν θὰ συγχωρήσῃ καὶ ἡμὰς ὁ Θεός. Ἡ ἰδική μας πρὸς τοὺς ἄλλους συγχώρησις εἶνε ὅρος καὶ προϋπόθεσις διὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς συγχώρησιν τοῦ Θεοῦ. β΄) Ὅτι πρέπει βεβαίως νὰ νηστεύωμεν, ἀλλ᾿ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἐπιδείξεως καὶ ὑπερηφανείας. Καὶ γ΄) Ὅτι δὲν πρέπει νὰ θησαυρίσωμεν ὑλικοὺς θυσαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ πνευματικοὺς θησαυρούς, δηλαδὴ ἀρετὰς -καὶ μάλιστα ἐλεημοσύνας-, εἰς τὸν Οὐρανόν.
Σκανδαλισμὸς ἀπὸ τὴν νηστείαν!…
Ἐδὼ θὰ ἦτο καλὸν νὰ εἴπωμεν ὅτι μερικοὶ ἔχουν παρεξηγήσει τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου περὶ άποφυγῆς ἐπιδείξεως τῆς νηστείας καὶ ὅταν εὑρεθοῦν μαζἰ μὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν τὰς νηστείας, καταλύουν καὶ αὐτοί, ἐνῶ εἰς τὴν οἰκίαν των νηστεύουν. «Ἔφαγα κρέας», λέγουν, «παρ᾿ ὅτι ἦτο Παρασκευή, διὰ νὰ μὴ τοὺς σκανδαλίσω»!!! Πρέπει βεβαίως νὰ προσέχωμεν πολὺ νὰ μὴ σκανδαλίσωμεν τοὺς συνανθρώπους μας, ἀλλ᾿ ὁ σκανδαλισμὸς ἀυτός, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀποφεύγωμεν, εἶνε ὁ σκανδαλισμὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν παράβασιν τῶν Νόμων τοῦ Θεοῦ ἢ τῶν ἐντολῶν τῆς Ἐκκλησίας. Σκανδαλισμὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν τήρησιν τῶν Νόμων τοῦ Θεοῦ ἢ τῶν ἐντολῶν τῆς Ἐκκλησίας (ἂν πράγματι ὑπάρχῃ καὶ τοιοῦτος «σκανδαλισμός»), πρέπει νὰ μᾶς ἀφήνῃ τελείως ἀδιάφορους! Ἂν ὑπάρχουν (καὶ βεβαίως ὑπάρχουν) ἄνθρωποι ποὺ σκανδαλίζονται διότι βλασφημοῦμεν, ἢ αἰσχρολογοῦμεν, ἢ ψευδόμεθα, ἢ καταλύομεν τὰς νηστείας κ.λπ. κ.λπ., τότε ἡ ἐνοχή μας εἶνε διπλῆ: Εἴμεθα ἔνοχοι καὶ διὰ τὴν ἁμαρτίαν ποὺ διαπράττομεν καὶ διὰ τὸν ἐξ αὐτῆς σκανδαλισμὸν τῶν ἀδελφῶν μας. Ἀλλ᾿ ἂν ὑπάρχουν (ἂν ὑπάρχουν…) ἄνθρωποι πού… σκανδαλίζονται (!), διότι ἡμεῖς προσευχόμεθα, ἐξομολογούμεθα, μεταλαμβάνομεν τῶν θείων Μυστηρίων, τηροῦμεν τὰς νηστείας κ.λπ., ἃς σκανδαλίζωνται καὶ ἃς λέγουν ὅ,τι θέλουν! Πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν καλῶς ὅτι ἀλλο πρᾶγμα εἶνε ἡ ἐπίδειξις καὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶνε ἡ ὁμολογία. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ θὰ εὑρεθῇ μαζἰ μὲ ἀλλους ἐνώπιον τραπέζης εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν φαγητὰ πασχαλινά, ἐνῷ εἶνε ἡμέρα νηστείας, ὀφείλει ἤρεμα καὶ ταπεινά, χωρὶς φαρισαϊκοὺς κομπασμοὺς καὶ καυχησιολογίας, νὰ ἀρνηθῇ νᾶ φάγῃ ἀπὸ τὰ φαγητὰ αὐτά. Τοῦτο δὲν εἶνε ἐπίδειξις, εἶναι στοιχειώδης συνέπεια πρὸς τὰς ἀρχάς του, εἶνε ὁμολογία τῆς ἰδιότητος του ὡς πειθαρχικού τέκνου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν στάσιν του δὲ αὐτὴν θὰ διδάξῃ καὶ τοὺς ἄλλους ὅτι δὲν πράττουν καλῶς παραβαίνοντες τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῷ ἐὰν φάγῃ καὶ αὐτός, θὰ διδάξῃ ἐμπράκτως καὶ τοὺς ἄλλους ὅτι ἠμποροῦν νὰ ἀδιαφοροῦν διὰ τὰς ἐντολὰς τῆς Ἐκκλησίας. «Ἀφοῦ αὐτὸς -θὰ σκεφτοῦν οἱ ἄλλοι-, ποὺ ἐκκλησιάζεται τακτικῶς καὶ ἐξομολογεῖται καὶ κοινωνεῖ, τρώγῃ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ νηστεία δὲν εἶνε τίποτε. Καλῶς λοιπὸν πράττομεν καὶ ἡμεῖς ποὺ δὲν νηστεύομεν»…
Αρχιμ. Επιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος, Περίοδος Τριωδίου, Πόρος Τροιζηνίας: Ιερόν Ησυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, 2011