Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
ιβ΄ 1 – 18
Ποιός μπορεῖ νὰ φέρει χαρὰ σ’ ἕνα σπίτι; Ὁ καλοδεχούμενος ἐπισκέπτης.
Ποιός μπορεῖ νὰ φέρει ἀκόμα μεγαλύτερη χαρὰ σ’ ἕνα σπίτι; Ἕνας φίλος τοῦ σπιτιοῦ.
Ποιός προκαλεῖ τὴ μέγιστη χαρὰ σ’ ἕνα σπίτι; Ὁ οἰκοδεσπότης, ὅταν γυρίζει στὸ σπίτι μετὰ ἀπὸ μακρόχρονη ἀπουσία.
Εὐτυχισμένα καὶ καλότυχα τὰ χέρια ποὺ ὑποδέχτηκαν τὸν Κύριο ὡς καλοδεχούμενο ἐπισκέπτη!
Εὐτυχισμένα καὶ καλότυχα τὰ χείλη ποὺ τὸν χαιρέτισαν ὡς φίλο!
Εὐτυχισμένες καὶ καλότυχες οἱ ψυχὲς ποὺ τὸν σεβάστηκαν καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν ὡς οἰκοδεσπότη, μ’ ἕνα τραγούδι ὑποδοχῆς!
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ ποὺ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, δὲν τὸν ὑποδέχτηκαν ὡς φιλοξενούμενο, ὡς φίλο ἢ οἰκοδεσπότη. Πῆραν πέτρες στὰ χέρια τους γιὰ νὰ τίς ρίξουν καταπάνω Τοῦ μὲ τίς θνητὲς ψυχές τους μηχανεύτηκαν τὸ σωματικὸ θάνατό Του.
Ἡ θεϊκὴ φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν τέτοια ὥστε, ὅπου ἐμφανιζόταν – ὡς Θεὸς μὲ ἀνθρώπινη σάρκα – οἱ ἄνθρωποι χωρίζονταν. Μερικοὶ στέκονταν δεξιὰ καὶ ἄλλοι ἄριστερά Του, ὅπως θὰ χωριστοῦν καὶ ὅταν θὰ ἐμφανιστεῖ τὴν ἔσχατη μέρα τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ κι ὼς σήμερα, ὅταν ἡ συζήτηση σὲ κοσμικοὺς κύκλους γυρίζει στὸν Κύριο Ἰησοῦ, οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται δεξιὰ κι ἀριστερά. Φανταστεῖτε πόσο πιὸ αὐστηρὰ ὁριοθετημένος θὰ ἦταν ὁ χωρισμὸς αὐτὸς τίς μέρες τῆς ἐνσαρκης παρουσίας του στὴ γῆ!
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει δύο περιστατικά, ποὺ ἀποδείχνουν ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν αὐστηρὰ ὁριοθετημένο χωρισμὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεσή τους πρὸς τὸν Κύριο. Στὸ πρῶτο, στὸ δεῖπνο στὴ Βηθανία, ὅσοι παρευρίσκονταν ἐκεῖ χωρίστηκαν ἐπίσης στὰ δύο: ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν οἱ ἀπόστολοι, ὁ Λάζαρος ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ καὶ οἱ ἀδερφὲς τοῦ Μάρθα καὶ Μαρία, ποὺ φιλοξενοῦσαν τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν ὁ προδότης Ἰούδας, ποὺ διαμαρτυρήθηκε ἐπειδὴ ἡ Μαρία ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Κυρίου.
Στὸ δεύτερο περιστατικὸ ἦταν ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ὑποδέχτηκαν θριαμβευτικὰ τὸν Κύριο κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ φαρισαῖοι, οἱ γραμματεῖς κι οἱ ἀρχιερεῖς, ποὺ συνωμοτοῦσαν μεταξύ τους νὰ σκοτώσουν ὄχι μόνο τὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὸ φίλο Του Λάζαρο.
Ὁ οὔν Ἰησοῦς πρὸ ἐξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἤν,ἥν,ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὄν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Ἰωάν. ἰβί). Ἕξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στὴ Βηθανία, ἐκεῖ ποὺ ζοῦσε ὁ Λάζαρος ποὺ εἶχε πεθάνει ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸν ἀνάστησε. Ποὺ βρισκόταν πρὶν ὁ Κύριος; Ἀπὸ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, βλέπουμε πῶς ὁ Κύριος, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, σὲ μιὰ πόλη ποὺ ὀνομαζόταν ‘Ἐφραίμ. Ἀποσύρθηκε γιὰ νὰ μὴ τὸν συλλάβουν καὶ τὸν σκοτώσουν οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶχε ξεσηκώσει τὴν ὀργή τους περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος.
Εἶναι φανερὸ πῶς ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας πολὺ γνωστὸς κι ἐπιφανής,ἐπιφανῆς ἄνθρωπος. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐπισκέπτες ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του, τόσο ὅταν πέθανε ὅσο κι ὅταν ἀναστήθηκε. «Πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἶνα παραμυθήσονται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν» (Ἰωάν. ἰα19). Καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, πολλοι Ἰουδαῖοι πῆγαν εἰδικὰ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, γιὰ νὰ δοῦν δηλαδὴ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα Του, ὁ Κύριος ἀποσύρθηκε μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ κρύφτηκε ἀπὸ τοὺς κακεντρεχεῖς ἐχθρούς Του. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ χάρη μας. Πρῶτο, ὥστε ὁ θάνατός του νὰ μὴ γίνει κρυφά, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες μάρτυρες, ποὺ θὰ μαζεύονταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ Πάσχα. Γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅλος ὁ κόσμος πῶς πράγματικά πέθανε κι ἑπομένως ἡ Ἀνάστασή Τοῦ μετα ἦταν ἕνα ὁλοφάνερο κι ἀδιαμφισβήτητο θαῦμα. Δεύτερο, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀπόλυτη ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πῶς δὲν πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ πεθάνουμε γιὰ τὸν ἄλφα ἢ τὸ βῆτα λόγο, ὅπως ἐμεῖς ἀποφασίζουμε, ἀλλὰ νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νά ‘μαστε ἕτοιμοι νὰ ὑποφέρουμε τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ θεικὸ θέλημα θ’ ἀποφασίσει καὶ θὰ μᾶς ἀποκαλύψει. “Ἄν δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὔτε μιὰ τρίχα τοῦ κεφαλιοῦ μας δὲ θὰ πειραχτεῖ (πρβλ. Λουκ. κά18). “Ὅλα θὰ μᾶς συμβοῦν στὸν καιρό τους, ὄχι νωρίτερα ἢ ἀργότερα. “Ἄν εἴμαστε ἄξιοι νὰ λάβουμε μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἴμαστε ἀπόλυτα ὑποταγμένοι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐπιζητῶντας τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ κι ὄχι τὴ δική μας, τότε ὁ μαρτυρικὸς θάνατός μας θὰ ἔρθει στὸν καιρό του καὶ μὲ τρόπο ποὺ θὰ ὠφελήσει τόσο ἐμᾶς ὅσο καὶ τοὺς γνωστούς μας.
Δὲν πρέπει ἑπομένως νὰ σκεφτόμαστε πῶς ὁ Κύριος ‘Ἰησοῦς ἀπόφευγε τὸ θάνατο, μὲ τὸ νὰ κρύβεται ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του. Δὲν δραπέτευε, ἀλλὰ καθυστεροῦσε το θάνατό Του ὥσπου νά ‘ρθεὶ ἡ ὥρα ποὺ εἶχε ὁρίσει ὁ Πατέρας Του, ἡ ὥρα ποὺ ὁ θάνατός Τοῦ θὰ ὠφελοῦσε περισσότερο τὸν κόσμο. Τὸ ὅτι ὁ Κύριος δὲ φοβόταν τὸ πάθος καὶ τὸ θάνατο εἶναι ὁλοφάνερο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ εὐαγγελίου. Κάποτε ποὺ μιλοῦσε στοὺς μαθητές Του γιὰ τὸ πάθος καί το θάνατό Του κι ὁ Πέτρος εἶπε πῶς αὐτὸ δὲ θὰ γινόταν ποτέ, ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τὸν Πέτρο μὲ τὰ σκληρότερα λόγια: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ ὅτι οὐ,οὗ φρονεῖς τα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τα τῶν ἀνθρώπων» (Μάρκ. ἡ’ 33).
Ἕξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Κύριος γύρισε στὴ Βηθανία ὅπου ζοῦσε ὁ φίλος Του Λάζαρος, αὐτὸς ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε νεκραναστήσει. Ἐκεῖ τὸν περίμενε ἕνα δεῖπνο. «Ἔποίησαν οὔν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἰς ἢν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ» (Ἰωάν. ἴβ’2). Ἐκεῖ, στὴ Βηθανία, τοῦ ἑτοίμασαν δεῖπνο καὶ ἡ Μάρθα ἦταν καταπιασμένη μὲ τὴν ἑτοιμασία. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κάθονταν κοντά Του ἦταν κι ὁ Λάζαρος. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν ἀναφέρει σὲ ποιό σπίτι του παρέθεσαν τὸ γεῦμα. Ἀπὸ μιὰ πρώτη ματιὰ φαίνεται πῶς ἦταν στὸ σπίτι τοῦ Λάζαρου. Σύμφωνα ὅμως μέ το Ματθαῖο (κστ’6) καὶ τὸ Μάρκο (ἴδ’3), ποὺ ἀναφέρουν ἐπίσης τὸ γεγονός, φαίνεται καθαρὰ πῶς ἦταν στὸ σπίτι του Σίμωνα τοῦ Λεπροῦ. Διαφορετικὰ θὰ βγαζε κανεὶς τὸ συμπέρασμα πῶς τὸ συγκεκριμένο γεγονὸς ἔγινε δυὸ φορὲς στὴ Βηθανία, μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα: μιᾷ φορᾷ στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου καὶ μιὰ στὸ σπίτι του Σίμωνα τοῦ Λεπροῦ, κάτι ὅμως ποὺ δὲ φαίνεται πιθανό. Ἀναμφισβήτητα ὁ Σίμων ὑποδέχτηκε τὸν Κύριο, ἐπειδή ‘Ἐκεῖνος τὸν εἶχε θεραπεύσει ἀπὸ τὴ λέπρα. Διαφορετικὰ θὰ ἦταν ἀπερίσκεπτο νὰ τὸ κάνει, ὅταν λάβει κανεὶς ὑπόψη πῶς ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ἀπαγορεύει αὐστηρὰ τὴν ἑτοιμασία φαγητοῦ καὶ τὴν ὑποδοχὴ καλεσμένων, ἀφοῦ μαζί του δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἔχουν ἐπαφῇ οὔτε κι οἱ στενότεροι συγγενεῖς του.
Ὁ δὲ Λάζαρος εἰς ἢν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ ἐπισημαίνει μὲ ἔμφαση αὐτό, γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ὁ νεκρὸς ἄνθρωπος ποὺ ἀναστήθηκε ζοῦσε κανονικὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Κυκλοφοροῦσε, ἐπισκεπτόταν τοὺς ἄλλους, ἔτρωγε κι ἔπινε. Δὲν ἦταν κάποια ἄϋλη σκιὰ ποὺ ἀπὸ κάποια παραίσθηση ἐμφανίστηκε στοὺς ἀνθρώπους κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Ἦταν ἕνας ζωντανός, ὑγιὴς καὶ κανονικὸς ἄνθρωπος, ὅπως ἦταν καὶ προτοῦ ἀρρωστήσει καὶ πεθάνει. Ὁ Κύριος τὸν ἀνάστησε, τοῦ χάρισε ζωὴ κι ὕστερα ἀποσύρθηκε γιὰ λίγες μέρες ἀπὸ τὴ Βηθανία στὴν πόλη Ἐφραίμ. Ὁ Λάζαρος παρέμενε ζωντανὸς ὅσο κοντά του ἦταν ὁ Χριστός, ὅπως καὶ μετά. Δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ κανεὶς πῶς ὁ Λάζαρος ἦταν ζωντανὸς μόνο ὅσο βρισκόταν κοντὰ στὸ Χριστό.
Προσέξτε τώρα. Ὅταν ὁ Κύριος γυρίζει στὴ Βηθανία, ὁ Λάζαρος κάθεται μαζί του στὸ τραπέζι, εἶναι καλεσμένος του Σίμωνα, ποὺ ἦταν γείτονάς του, ἴσως καὶ συγγενής του. Τί θαυμάσιο θέαμα! Ὁ Κύριος κάθεται στὸ τραπέζι μαζὶ μὲ δυὸ ἀνθρώπους στοὺς ὁποίους εἶχε χαρίσει κάτι, ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη. Τὸν ἕνα εἶχε νεκραναστήσει καὶ τὸν ἄλλον εἶχε θεραπεύσει ἀπὸ τὴ λέπρα. Τὰ σώματα καὶ τῶν δυὸ εἶχαν φθαρεῖ, τοῦ ἑνὸς στὸν τάφο καὶ τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴ λέπρα. Μὲ τὴ θαυματουργικὴ δύναμή Του ὁ Κύριος ἔδωσε στὸν ἕνα τὴ ζωὴ καὶ στὸν ἄλλον τὴν ὑγεία. Καὶ τώρα, λίγο προτοῦ πάρει το δρόμο γιὰ τὴ σταύρωση, πῆγε νὰ τοὺς δεὶ καὶ τοὺς συνάντησε σὰν δυὸ εὐγνώμονες φίλους. “Ἄχ καὶ νὰ ξέραμε ὅλοι μας πῶς μᾶς σώζει ὁ Χριστὸς κάθε μέρα ἀπὸ τὴ φθορὰ κι ἀπὸ τὴ λέπρα αὐτῆς τῆς γῆς, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ πάθη! Τότε θὰ τὸν ὑποδεχόμασταν διαρκῶς μέσα στὴν καρδιά μας καὶ δὲ θὰ τὸν ἀφήναμε ποτὲ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας.
«Ἡ οὔν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικὴς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξεν ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθῃ ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου» (Ἰωάν. ἴβ’3). Ἡ Μαρία πῆρε μιὰ λίτρα πολύτιμο μύρο, φτιαγμένο ἀπὸ τὸ ἀρωματικὸ φυτὸ νάρδος, καὶ ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, κι ὕστερα τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιὰ τοῦ κεφαλιοῦ της. Τὸ σπίτι ὁλόκληρο γέμισε μὲ τὸ θαυμάσιο ἄρωμα.
Οἱ δυὸ πρῶτοι εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν πῶς ἡ γυναῖκα ἔριξε τὸ μύρο στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Μάρκος προσθέτει πῶς ἔσπασε τὸ ἀλαβάστρινο δοχεῖο καὶ ἄδειασε τὸ μύρο στὸ κεφάλι Τοῦ (Μάρκ. ἴδ’3). Τὰ ἀκριβότερα μύρα φυλάσσονταν καὶ σὲ πολύτιμες καὶ καλὰ σφραγισμένες φιάλες. Ἡ γυναῖκα ἔσπασε τὴ φιάλη καὶ ἄδειασε τὸ περιεχόμενο πρῶτα στὸ κεφάλι Του κι ὕστερα, σὲ ἔνδειξη τοῦ μεγάλου σεβασμοῦ τῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴ δική της ταπείνωση, στὰ πόδια Του. Δὲν περίμενε ν’ ἀνοίξει ὑπομονετικὰ τὴ φιάλη ἀλλὰ τὴν ἔσπασε, γιὰ ν’ ἀδειάσει ὅλο τὸ περιεχόμενο στὸν Κύριο, νὰ μὴ μείνει τίποτα. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ Μάρθα διακονοῦσε στὸ σπίτι κι ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι, ὅπως τὸ συνήθιζε, ἡ Μαρία ἔδειξε μὲ τὸν τρόπο της το σεβασμὸ στὸ θαυματουργὸ Διδάσκαλο. Ἡ καθεμιὰ ἀπὸ τίς δυὸ ἀδερφὲς ἔδειξε μὲ τὸν δικό της τρόπο τὸ σεβασμό της στὸν Κύριο.
Σὲ μιὰν ἄλλη περίπτωση, ποὺ ἡ Μάρθα διακονοῦσε πάλι κι ἡ Μαρία καθόταν στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουγε τὴ θεϊκὴ διδασκαλία Του, ὁ Κύριος ἐγκωμίασε περισσότερο τὴ Μαρία ἀπὸ τὴ Μάρθα. «Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο» (Λουκ. ἰ’42), εἶπε. Ἤθελε ἔτσι νὰ δώσει μεγαλύτερη ἔμφαση στὸν πνευματικὸ ζῆλο ἀπὸ τὸ σωματικό.
Ἡ Μαρία εἶχε ἀγοράσει τὸ πολύτιμο αὐτὸ μύρο καί, ὅπως συνηθιζόταν στὴν Ἀνατολή, τὸ ἔχυσε στὸ κεφάλι καὶ τὰ πόδια Ἐκείνου, ποὺ μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ καθαρότητά Τοῦ εἶχε χρίσει καὶ ἀποπλύνει τὴν ψυχή της. Σχεδὸν ὅλοι ἔμειναν ἄφωνοι. Ἡ σιωπή τους αὐτὴ ἦταν κάτι σὰν εὔλογη ἀπάντηση στὴν πράξη τῆς Μαρίας. “Ἠταν κι ἕνας ὅμως, μόνο ἕνας, ποὺ οὔτε σίγησε οὔτε ἐπιδοκίμασε τὴν πράξη της. Ὁ εὐαγγελιστής, ποὺ παρευρισκόταν κι αὐτὸς στὸ περιστατικό, περιγράφει τὴ δυσαρέσκεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
«Λέγει οὔν εἰς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι διατὶ τοῦτο τὸ μύρον οὔκ ἔπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθῃ πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἤν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἔβάσταζεν» (Ἰωάν. ἴβ’46). Ὁ Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς ποὺ ἀργότερα θὰ τὸν παρέδιδε στοὺς σταυρωτές Του, εἶπε τότε: «Γιατί νὰ μὴν πουλούσαμε τὸ πολύτιμο αὐτὸ μύρο, νὰ παίρναμε τριακόσια δηνάρια καὶ νὰ τὰ δίναμε στοὺς φτωχούς;» Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ εἶπε γιατί ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦταν κλέφτης καί, καθὼς αὐτὸς κρατοῦσε τὸ κουτὶ τῶν εἰσφορῶν, κράταγε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσα ἔριχναν μέσα.
Σύμφωνα μὲ τοὺς δύο πρώτους εὐαγγελιστὲς δὲν ἦταν μόνο ὁ Ἰούδας ποὺ ἔφερε ἀντίρρηση, ἀλλὰ κι οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅπως λέει ὁ Ματθαῖος ἢ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους, ὅπως λέει ὁ Μάρκος. Οἱ περισσότεροί τους ἀντέδρασαν εἴτε μυστικὰ στὴν ψυχή τους, εἴτε μουρμουρίζονας μέσ’ ἀπὸ τὰ δόντια τους. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστός, ὅπως ἀναφέρεται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο: «”Ἀφες αὐτήν… τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ,οὗ πάντοτε ἔχετε» (Ἰωάν. ἴβ’7-8). Ὁ Χριστὸς χρησιμοποίησε πληθυντικό. Ὅσοι κι ἂν ἀντέδρασαν ὅμως, ὅσο φανερὴ κι ἂν ἦταν ἡ δυσαρέσκειά τους, φαίνεται πῶς ὁ Ἰούδας ἀντέδρασε πιὸ ἄγρια, πιὸ δυνατὰ κι ἦταν ὁλοφάνερα δυσαρεστημένος. Γιατί ὁ εὐαγγελιστὴς κατακρίνει μόνο αὐτόν, δίνει περισσότερη ἔμφαση σ’ αὐτόν, τὸν ἀναφέρει μὲ τ’ ὄνομὰ Τοῦ, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς πὼς αὐτὸς θὰ τὸν πρόδιδε; Γιὰ νὰ μὴ τὸν μπερδέψουν οἱ ἀναγνῶστες μὲ τὸν ἄλλον ἀπόστολο Ἰούδα.
Ὁ Ἰούδας διαμαρτυρήθηκε ἐπειδὴ τὸ πολύτιμο αὐτὸ μύρο χρησιμοποιήθηκε χωρὶς λόγο καὶ δὲν πουλήθηκε γιὰ νὰ δοθοῦν τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς. Ἐκτίμησε μάλιστα καὶ τὴν ἀξία τοῦ μύρου: τριακόσια δηνάρια. Αὐτὸ ἦταν πραγματικὰ ἕνα πολὺ μεγάλο ποσὸ γιὰ μιὰ φιάλη μύρο. Αὐτὸ ὅμως ἔδειχνε τὸ μέγεθος τοῦ σεβασμοῦ τῆς Μαρίας γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ποιός ξέρει πόσο καιρὸ θὰ μάζευε τὰ χρήματα αὐτά, γιὰ νὰ τὰ ξοδέψει ὅλα μεμιᾶς, δίνοντας ἔτσι αἰώνια ἔκταση στὴ στιγμὴ αὐτή; Ὁ Ἰούδας πληγώθηκε ἐπειδὴ τὰ χρήματα αὐτὰ δὲν βρῆκαν το δρόμο πρὸς τὸ ταμεῖο του. Ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ λέει ἀνοιχτὰ πῶς ἦταν κλέφτης. Ὁ Κύριος θὰ γνώριζε πῶς ὁ Ἰούδας ἔκλεβε ἀπὸ τὸ ταμεῖο, ὅπου φύλαγαν τὰ χρήματα γιὰ τοὺς φτωχούς. Ποτὲ ὅμως δὲν κατάγγειλε τὸν Ἰούδα γιὰ κλοπή, ἴσως ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀδιαφοροῦσε ἐντελῶς γιὰ τὸ χρῆμα καὶ δὲν ἤθελε νὰ μιλάει γι’ αὐτό. Ἴσως πάλι ἐπειδὴ περίμενε τὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ πεὶ μὲ λίγα λόγια ὅλα ὅσα ἀφοροῦσαν τὸν Ἰούδα. Τὰ φοβερὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν Ἰούδα εἶναι τὰ ἑξῆς: «Οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην; Καὶ ἐξ ὑμῶν εἰς διάβολός ἐστιν» (Ἰωάν. στ’70). Γιατί νὰ ὀνομάσει κλέφτη τὸν Ἰούδα, ἀφοῦ τοῦ ἄξιζε νὰ ὀνομαστεῖ διάβολος;
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στὶς ἀντιδράσεις τῶν ἄλλων ἦταν ἡ ἑξῆς: «Ἄφες αὐτὴν εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτὸ τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ,οὗ πάντοτε ἔχετε». Πόσο θαυμαστή, πόσο συγκινητικὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση αὐτή! Τὰ ἴδια αὐτὰ χείλη ποὺ εἶχαν πεῖ ἔλεον θέλω καὶ οὐ,οὗ θυσίαν, καὶ στὸν πλούσιο νεανία, πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχούς, τώρα δικαιολογοῦν τὴν πράξη τῆς Μαρίας, τὴ χρήση τοῦ πολύτιμου μύρου. Δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση ἐδῶ; Ὄχι! Καμιὰ ἀντίφαση! Γιατί οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος.
Ἡ πράξη τῆς Μαρίας εἶναι καὶ θυσία καὶ ἔργο ἐλεημοσύνης πρὸς τὸν μεγαλύτερο Φτωχὸ ποὺ περπάτησε ποτε πάνω στὴ γῆ. Δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πάντα φτωχός, ποὺ οἱ γονεῖς καὶ οἱ παποῦδες του ἦταν φτωχοί, ἀλλὰ ὁ βασιλιᾶς ποῦ αὐτοτοποθετεῖται στὸ ἐπίπεδο τῶν φτωχῶν, γίνεται ἀληθινὰ φτωχός. Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸ Βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων, ποὺ κυβερνᾷ τὰ ἀθάνατα ἀγγελικὰ τάγματα ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας, ἐνσαρκώνεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γεννιέται σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ γίνεται δοῦλος ὅλων; Τὰ βόδια καὶ τὰ πρόβατα δάνεισαν τὴ σπηλιά τους στὸ Νεογέννητο βρέφος. Μετά το θάνατό του ὅμως ποιός θὰ τοῦ προσφέρει τὸ κατάλληλο μύρο γιὰ τὴν ταφή, ποὺ εἶναι μιὰ συνήθεια καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς ὅταν πεθαίνουν; Καὶ τώρα βρέθηκε μία: ἡ Μαρία. “Ὁδηγημένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τηρεῖ προκαταβολικὰ τὴ συνήθεια τοῦ μυρώματος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ προετοιμάζει γιὰ τὴν ταφή. Γι’ αὐτὴν τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶναι περίεργο. Κατὰ τὴ διάρκειά του ἐνεργεῖ ἕνα μυστήριο ὄχι στὸ ζωντανὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ στὸ νεκρό. Ἦταν σὰ νὰ ἤξερε πῶς ὁ μεγάλος θαυματουργός, ποὺ ἔφερε τὸν ἀδερφὸ τῆς ξανὰ στὴ ζωὴ καὶ τὸ λεπρὸ οἰκοδεσπότη τὸν ἔβαλε ἀνάμεσα στοὺς ὑγιεῖς στὸ τραπέζι του, θά ‘πεφτε σὲ δυό-τρεῖς μέρες στὰ χέρια ἄδικων ἀνθρώπων, ποὺ θὰ τὸν παράδιναν σὲ ἐπονείδιστο θάνατο. Γι’ αὐτό, ἄφες αὐτήν. “Ἀφησε την νὰ κάνει τὴν προετοιμασία γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ σώματός μου. Τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε πάντα μαζί σας καὶ πρέπει ν’ ἀγωνίζεστε νὰ τηρεῖτε τίς ἐντολές Μου γιὰ νὰ δίνετε ἐλεημοσύνη. “Ὅ,τι κάνετε στοὺς φτωχούς, εἶναι σὰ νὰ τὸ κάνετε σὲ Μένα. “Ὅ,τι κάνετε σὲ Μένα, νὰ τὸ κάνετε καὶ στοὺς φτωχούς. “Ὅ,τι κάνετε γιὰ Μένα, θὰ τὸ ἀνταποδώσω ἑκατοναπλασίονα σέ σας καὶ στοὺς φτωχούς σας.
Ὁ Κύριος εἶπε ἀκόμα: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθη τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ καὶ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς» (Μάρκ. ἴδ’9). “Ὅπου κι ἂν κηρυχτεῖ τὸ εὐαγγέλιό μου, σὲ ὅλον τὸν κόσμο, θ’ ἀναφερθεῖ κι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἡ γυναῖκα αὐτή, γιὰ νὰ μείνει ἀλησμόνητη ἡ πράξη της.
Βλέπετε πῶς ὁ βασιλιᾶς Κύριος ἀνταμείβει βασιλικὰ τὴν ὑπηρεσία ποὺ τοῦ προσφέρουν; Ἀνταποδίδει στὴν ἀγάπη ἑκατὸ φορὲς ἀγάπη, γιὰ τὰ τριακόσια δηνάρια ποὺ τόσο θρήνησε ὁ Ἰούδας, ἀνταποδίδει στὴ Μαρία αἰώνια ζωή. Γιὰ τὰ τριακόσια δηνάρια ποὺ ὁ Ἰούδας θὰ εἶχε κρύψει στὸ σκοτάδι μαζὶ μὲ τὸ ὄνομα τῆς Μαρίας, ἡ Μαρία ἀγόρασε ἕναν ἀνεκτίμητο μαργαρίτη: μιὰ σωστικὴ διδασκαλία σὲ ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων χριστιανούς. Μιὰ διδασκαλία γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἀνταμείβει βασιλικὰ ὁ Κύριος ἐκείνους πού τον ὑπηρετοῦν.
«Ἔγνω οὔν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἔστι, καὶ ἦλθον οὐ,οὗ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὄν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἔβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἶνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν» (Ἰωάν. ἴβ’9-11). Πολλοὶ Ἰουδαῖοι ποὺ ἔμαθαν ποὺ βρισκόταν, πῆγαν κι αὐτοὶ ἐκεῖ ὄχι μόνο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λάζαρο, ποὺ τὸν εἶχε νεκραναστήσει. Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς σὰν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ ἤθελαν νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Λάζαρο, γιατί ὅσοι Ἰουδαῖοι πήγαιναν καὶ τὸν ἔβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στὸν Ἰησοῦ.
Ἔχουμε κι ἐδῶ ἀνθρώπους διαιρεμένους γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Μερικοὶ πηγαίνουν γιὰ νὰ δοῦν τὸν Θαυματουργὸ καὶ τὸν Λάζαρο, τὸ θαῦμα τοῦ θαυματουργοῦ. “Ἀλλοι συνωμοτοῦν γιὰ νὰ σκοτώσουν καὶ τοὺς δύο, ὄχι μόνο τὸν Χριστὸ ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζαρο. Γιατί τὸν Λάζαρο; Γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὴ ζωντανὴ μαρτυρία τῆς θαυματουργικῆς δύναμης τοῦ Χριστοῦ. Γιατί τότε δὲ συνωμότησαν νὰ σκοτώσουν ὅλους τοὺς ἄντρες, τίς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, στοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς εἶχε δείξει τὴ θεϊκή Του δύναμη, ὅλους τοὺς τυφλοὺς ποὺ εἶδαν, τοὺς κουφοὺς ποὺ ἄκουσαν, τοὺς ἄλαλους ποὺ μίλησαν, τοὺς δαιμονισμένους ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια, τοὺς νεκροὺς ποὺ ἀνάστησε, τοὺς λεπροὺς ποὺ καθάρισε, τοὺς παράλυτους, τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τρελοὺς ποὺ θεράπευσε… κι ὅλους ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔκανε καλὰ θαυματουργικά; Μάρτυρες τῆς θαυματουργικῆς δύναμης τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν σὲ πόλεις καὶ χωριὰ σ’ ὁλόκληρη τη γῆ τοῦ Ἰσραήλ. Γιατί οἱ πρεσβύτεροι δὲν ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουν ὅλους αὐτοὺς κι ὄχι μόνο τὸ Λάζαρο;
Ὁπωσδήποτε ὄχι ἐπειδὴ οἱ κακεντρεχεῖς αὐτοὶ ἄνθρωποι φοβοῦνταν νὰ χύσουν αἷμα καὶ νὰ ἐναντιωθοῦν στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐπειδὴ τοὺς ἦταν ἀδύνατο ἀλλὰ κι ἐπικίνδυνο γιὰ τοὺς ἴδιους νὰ φέρουν σὲ πέρας τέτοιο ἔργο. Ἤθελαν πολὺ ὅμως νὰ σκοτώσουν τὸ Λάζαρο, γιατί ἡ ἀνάστασή του εἶχε προκαλέσει στοὺς Ἰουδαίους μεγαλύτερη ἀνησυχία ἀπ’ ὁποιοδήποτε ἄλλο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ’ ὑπῆρχε κι ἕνας ἄλλος λόγος. Πολλοὶ ἄνθρωποι συνωστίζονταν γιὰ νὰ δοῦν τὸ Λάζαρο, κι ἀφοῦ τὸν ἔβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἴσως ὅμως κι ἐπειδὴ τὸ Πάσχα ἦταν πολὺ κοντὰ καὶ φοβοῦνταν πῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ συγκεντρώνονταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή, θὰ πήγαιναν στὴ Βηθανία νὰ δοῦν τὸ νεκρὸ ἄνθρωπο ποὺ ἀναστήθηκε καὶ θὰ πίστευαν κι αὐτοὶ στὸ Χριστό.
“Ἔτσι παρατηρήθηκε τὸ περίεργο φαινόμενο: ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦσαν νὰ σωθοῦν, οἱ πνευματικοὶ ταγοί τους προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἐγκλωβίσουν καὶ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν ἀπό το δρόμο τῆς σωτηρίας. “Ὅλες οἱ προσπάθειες τῶν πονηρῶν ἀρχόντων ὅμως γιὰ ν’ ἀφανίσουν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἦταν μάταιες. “Ὅση περισσότερη βία ἀσκοῦσαν, τόσο περισσότερο ἀναδεικνύονταν τὰ ἔργα αὐτά. Αὐτὸ ἔγινε σαφέστερο ἀργότερα, στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ κρατᾷ ὼς σήμερα. Ὁλόκληρες στρατιὲς ἔχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας τὴν πολέμησαν, ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ’ ἔξω. “Ὅλες οἱ ἐπιθέσεις τους ὅμως ὄχι μόνο δὲν εὐοδώθηκαν, ἀλλ’ ἀντίθετα βοήθησαν τὴν Ἐκκλησία νὰ ἑδραιωθεῖ καὶ ν’ ἁπλωθεῖ στὸν κόσμο. Τ’ ἀδύναμα ἀνθρώπινα χέρια δὲν μποροῦν νὰ κατισχύσουν στὸ Δημιουργὸ καὶ τὰ ἔργα Του. Τὸ θέλημά Τοῦ θὰ γίνει παρὰ τίς δυνάμεις ποὺ ἀντιδροῦν ἀπὸ τὴν κόλα ση ἢ ἀπὸ τὴ γῆ.
Τὸ γεγονὸς ποὺ ἀκολουθεῖ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, δείχνει πόσο πιὸ ἀνοιχτοὶ εἶναι οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι στὴν ἀλήθεια, ἀπ’ ὅ,τι εἶναι οἱ ἄρχοντες τους: πόσο πιὸ μεγαλόκαρδοι κι εὐγνώμονες εἶναι. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα.
Τὴ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, «ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. ἴβ΄ 12-13). Τὴν ἑπόμενη μέρα τοῦ δείπνου τῆς Βηθανίας, ὁ Κύριος ξεκίνησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν πόλη ποῦ θανάτωσε τοὺς προφῆτες.
Ἡ Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦταν τόπος ὅπου κατοικοῦσαν μόνο οἱ στενόμυαλοι φαρισαῖοι, οἱ ἀλαζόνες γραμματεῖς κι οἱ θεομίσητοι ἀρχιερεῖς. Ἠταν καὶ μιὰ μυρμηγκοφωλιὰ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἦταν ἕνας τεράστιος τόπος ὅπου μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη προσκυνητές, καθὼς κι ἀφοσιωμένοι ἄνθρωποι, ἄντρες καὶ γυναῖκες. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πάσχα ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶχε τόσους κατοίκους ὅσους περίπου κι ἡ Ρώμη, ποὺ τότε ἦταν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρωνόταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸ Θεό. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶχαν τὴν ἀντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶδαν τὸν ἀπὸ πολλοῦ ἀναμενόμενο Βασιλιᾶ τοῦ Οἴκου Δαβίδ. Ἔτσι, σὰν εἶδαν τὸν Κύριο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ “Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔτρεξαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Μερικοὶ ἔστρωσαν τὰ ροῦχα τους στὸ δρόμο μπροστά Του, ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπὸ τίς φοινικιὲς καὶ μ’ αὐτὰ στόλιζαν το δρόμο. “Ὅλοι τους ἔκραζαν μὲ χαρά: «Δόξα στὸν Υἱὸ τοῦ Δαβίδ: εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ».
Οἱ ἄνθρωποι πίστευαν πῶς ὁ Θεὸς θά ‘κανε κάποιο θαῦμα ποὺ θ’ ἄλλαζε τὴν ἀφόρητη κατάστασή τους. Κι αὐτὸ παρὰ τὴ σιδερένια γροθιὰ τῆς Ρώμης ποὺ τοὺς δυνάστευε καὶ σὲ πεῖσμα τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς μικροψυχίας τῶν πρεσβυτέρων. Ἔνιωθαν πῶς ἡ πηγὴ τοῦ θαύματος ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἐπιφύλαξαν τέτοια ὑποδοχή. Τὸ πῶς θ’ ἀντιδροῦσε ὁ ἴδιος στὴν θεμελιακὴ αὐτὴ μεταβολὴ τῆς ροῆς τῶν γεγονότων, ὁ κόσμος δὲν τὸ ἤξερε. Εἶχαν μάθει νὰ περιμένουν ἕναν μόνο ἀποτελεσματικὸ τρόπο. Κι αὐτὸς ἦταν ἡ βοήθεια κάποιου βασιλιᾶ ἀπὸ τὸν Οἶκο Δαβίδ, ποῦ θὰ βασίλευε στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ. Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν ἔτσι τὸν Ἰησοῦ σὰν βασιλιᾶ καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὰ κι ἐλπίδα. Πίστεψαν πῶς τώρα θὰ βασιλέψει στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θ’ ἀντισταθεῖ τόσο στὴ Ρώμη ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία τῆς Ἱερουσαλὴμ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων.
Ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων ὅμως προκάλεσε φόβο στοὺς φαρισαίους. Ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ξεσήκωσε τὴν ὀργή τους. Μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἰδοποίησαν τὸ Χριστὸ νὰ τοὺς σταματήσει ἀπὸ τίς ἐπευφημίες αὐτές.
Ὁ ταπεινὸς Κύριος ὅμως, ποὺ γνώριζε πῶς ἡ δύναμή Τοῦ ἦταν ἀκαταμάχητη, τοὺς ἀπάντησε: «Λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. ἴθ’40). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων, ποὺ ἦταν ντυμένος σὰν φτωχὸς ἄνθρωπος καὶ καβαλοῦσε ἕνα γαϊδουράκι, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής:
«Εὑρὼν δὲ Ἰησοῦς όνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό. Καθὼς ἔστι γεγραμμένον μὴ φοβοῦ θύγατερ Σιῶν: ἰδοὺ καὶ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πώλου ὄνου» (Ἰωάν. ἴβ14-15). Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς περιγράφουν μὲ λεπτομέρειες πῶς ὁ Κύριος, ποὺ ἦταν φτωχὸς καὶ δὲν εἶχε τίποτα στὴν κατοχή του, ἀπόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αὐτὸ κι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὸ προσπερνάει αὐτό, μὲ τὴ σιγουριὰ πῶς εἶναι γνωστό, καὶ λέει μόνο πῶς βρῆκε ἕνα γαϊδουράκι. Ὁ Λουκᾶς, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ περιγραφικὸς ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, διηγεῖται τὴ θαυματουργικὴ προορατικότητα τοῦ Χριστοῦ στὸν τρόπο ποὺ βρῆκε τὸ γαϊδουράκι: «Ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἕν ἢ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ’ ὄν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισεν: λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε» (Λουκ. ἰθ. 30).
Οἱ μαθητές Του ξεκίνησαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολή Του καὶ τὰ βρῆκαν ὅλα ὅπως τους τὰ εἶπε. Μαζὶ μὲ τὸ όνάριο ἦταν καὶ ἡ μητέρα του. Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἀνέβηκε στὴ μητέρα τοῦ όναρίου ἀλλὰ στὸ μικρὸ πουλάρι της, ὅπου κανένας δὲν εἶχε ἀνεβεῖ ὼς τότε; Γιατί ἡ μητέρα δὲ θ’ ἄφηνε κάποιον ν’ ἀνεβεῖ πάνω της ἢ νὰ τὴν ὁδηγήσει. Ἡ μητέρα τοῦ γαϊδάρου ἀντιπροσωπεύει τὸν ἰσραηλητικὸ λαὸ καὶ τὸ μικρὸ γαϊδουράκι τὸν εἴδωλολατρικὸ κόσμο. Αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία δίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες καὶ ἡ ἑρμηνεία τους εἶναι ἀναμφίβολα σωστή. Ὁ ‘Ἰσραὴλ θ’ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες θὰ τὸν δεχτοῦν. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ γίνουν φορεῖς τοῦ Χριστοῦ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ θὰ μποὺν μαζί του στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
«Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἔδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἢν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ» (Ἰωάν. ἴβ16). Γενικὰ οἱ μαθητές Του καταλάβαιναν πολὺ λίγα ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν στὸ Διδάσκαλό τους, ὡσότου «διήνοιξεν αὐτὸν τὸν νούν» (Λουκ. κδ’45), ὡσότου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τοὺς φώτισε μὲ τίς πύρινες γλῶσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν καὶ θυμήθηκαν όλ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει.
«Ἐμαρτύρει δὲ ὁ ὄχλος ὁ ὤν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον» (Ἰωάν. ἴβ17-18).
Ἐδῶ ἀναφέρονται δύο ὁμάδες ἀνθρώπων: ἡ μιὰ ὁμάδα ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν μπροστὰ στὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου στὴ Βηθανία καί το ὁμολογοῦσαν: ἡ ἄλλη ὁμάδα ἦταν οἱ παροικοῦντες στὴν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἐπισκέπτες, ποὺ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τοὺς πρώτους τὸ θαῦμα τῆς νεκρανάστασης τοῦ Λαζάρου. Οἱ πρῶτοι ἦταν μάρτυρες τοῦ θαύματος: οἱ δεύτεροι ἦρθαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἄκουσαν τὴ μαρτυρία τῶν πρώτων. Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ καπνὸς ἀπὸ τίς θυσίες ἀνέβαινε ἀπό το ναὸ τοῦ Σολομῶντος τὴν ὥρα ποὺ οἱ γραμματεῖς ἔρευνούσαν ἐξονυχιστικά το νόμο τοῦ Μωυσῆ, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἀσυγκίνητοι ἱερεῖς ρύθμιζαν ἀλαζονικὰ τὸ πρόγραμμα τῆς γιορτῆς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πείσουν τοὺς προσκυνητὲς πῶς ὅλο αὐτὸ τὸ μεγάλο πλῆθος εἶχε μαζευτεῖ ἐκεῖ γιὰ χάρη τους τὴν ὥρα ποὺ οἱ Λευΐτες μοίραζαν σχολαστικὰ τὸ μερίδιο τῶν θυσιῶν ποὺ τοὺς ἀνῆκε, οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν τὸ θαῦμα καὶ τὸ Θαυματουργό.
Ὑπῆρχαν μεγάλα κύματα ἀνθρώπων ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμό ποὺ εἶχαν γυρίσει τὴν πλάτη τους στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, στοὺς ἱερεῖς καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔκαναν τίς θυσίες, καθὼς καὶ σ’ ὁλόκληρο το μηχανισμὸ τῆς κοινωνίας ἀγορᾶς ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν δημιουργήσει. “Όλ’ αὐτὰ τὰ κύματα τῶν ἀνθρώπων τους εἶχαν στρέψει τὰ νῶτα κι εἶχαν γυρίσει τὰ μάτια τοὺς πρὸς τὸ “Ὀρος τῶν ‘Ἐλαιῶν, ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν ὁ Θαυματουργός, ὁ Μεσσίας. Τί ἄξία εἶχαν οἱ νεκροὶ πύργοι τῆς Ἱερουσαλὴμ μὲ τοὺς ζωντανοὺς νεκροὺς μέσα τους, μπροστὰ στὶς πεινασμένες καὶ διψασμένες ψυχὲς τοῦ λαοῦ ποὺ ἀναζητοῦσαν ἕνα παράθυρο στοὺς κλειστοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ δοῦν λίγο τὸ ζωντανὸ Θεό; Κι οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ὑπερηφάνειας (ἐκείνης τῶν Ρωμαίων καὶ τῆς ἄλλης τῶν φαρισαίων) ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὴν Ἱερουσαλήμ, ἦταν ἀδύνατες νὰ κάνουν ἔστω καὶ μιὰ τρίχα ἀπὸ ἄσπρη μαύρη. Καὶ νά, μπροστά τους κατέβαινε ἀπὸ τὸ “Ὄρος τῶν ‘Ἐλαιῶν Ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴ φωνή Του κάλεσε ἀπὸ τὸν τάφο τὸν τετραήμερο Λάζαρο, τὸν ἀνάστησε καὶ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου!
Ἄχ, πότε θ’ ἀπομακρύνουμε καὶ μείς το νοῦ μᾶς ἀπὸ τοὺς ὑπερήφανους καὶ ἰσχυροὺς μηχανισμοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὸν στρέψουμε πρὸς τὸ οὐράνιο Ὄρος, πρὸς τὸ Βασιλιᾶ Χριστό; Πότε θ’ ἀναθέσουμε κάθε ἐλπίδα μᾶς σ’ Ἐκεῖνον; Ἡ ψυχή μας ἀναζητᾷ το Νικητὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, προβλήματα ποὺ ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει ἀπὸ μόνη της. Νικητὴς εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ψυχή μας πεινάει καὶ διψάει γιὰ τὸν ταπεινὸ μὰ ἰσχυρὸ Βασιλιᾶ, ποὺ εἶναι ταπεινὸς στὴν ἰσχύ Του, ἰσχυρὸς στὴν ταπείνωσή Του. Ἡ ψυχή μας πεινάει καὶ διψάει γιὰ τὸ Βασιλιᾶ ποῦ εἶναι φίλος τοῦ καθενὸς ἀπό μας, γιά το Βασιλιᾶ ποὺ ἡ Βασιλεία Του εἶναι αἰώνια καὶ ἄπειρη, ποὺ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀπροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιᾶς εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Σ’ Ἐκεῖνον λοιπὸν κραυγάζουμε ὅλοι μᾶς: “Ὡσαννά! Ὡσαννά!
Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ἡ δόξα κι ὁ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.