Τὸ σαράκι. Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου.
Τὸ σαράκι
«Οἰ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμόνων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια»
Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. θ΄ 27-35)
Εἶναι ἔκθαμβος ὅλος ὁ κόσμος, ἀγαπητὲ μου ἀναγνῶστα, ἀπὸ τὰ νέα θαύματα, ποὺ εἶδε νὰ γίνωνται σήμερον ὑπὸ τοῦ Κυρίου. Δύο τυφλοί, ποὺ χρόνια ζοῦσαν στὸ πικρὸ σκοτάδι, ἐθεραπεύθησαν, μόλις ὁ Χριστὸς ἤγγισε μὲ τὰ ἅγια χέρια Του τὰ κλεισμένα μάται των.
Ἕνας, ἔπειτα, δαιμονιζόμενος καὶ κωφός, ποὺ ἐταλαιπωρεῖτο χρόνια ἀπὸ τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ ἔσυρε στὸν δρόμο τὸ ἐρειπωμένο σαρκίον του, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν τυραννίαν τοῦ διαβόλου, θεραπεύεται καὶ ὁμιλεῖ, δοξάζων τὸν Θεόν.
Συγκίνησις, λοιπόν, καὶ θαυμασμὸς καὶ ἀγαλλίασις. Τί κρῖμα ὅμως! Ὁ φθόνος καὶ ἡ ψυχικὴ κακότης μολύνουν τὴν ἀτμόσφαιραν αὐτὴν τῆς χαρᾶς. Σὰν φίδια, μὲ τὸ δηλητήριο στὸ στόμα, στέκονται σὲ μιὰ γωνιὰ οἱ Φαρισαῖοι. Δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν τὶς ἐπιτυχίες του Κυρίου. Ὁ φθόνος κατατρώγει τὴν ψυχήν των. Καὶ χύνουν μὲ σατανικότητα τὸ δηλητήριον τῆς κακίας των. Προσπαθοῦν νὰ ἀποδώσουν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἐπιδράσεις καὶ ἐνέργειες διαβολικές. Διὰ νὰ ἐλαττώσουν τὴν ἐντύπωσιν καὶ τὸν θαυμασμὸν τοῦ κόσμου….
Ταλαίπωροι! Ἡ ἀλήθεια δὲν κρύβεται. Λάμπει. Καὶ ἐπιβάλλεται. Ὁ φθόνος σας δὲν θὰ κατορθώσῃ νὰ ἀλλοιώσῃ τὴν πραγματικότητα. Ματαίως ἀγωνίζεσθε.
Ὁ φθόνος! Νὰ μιὰ σοβαρὴ ψυχικὴ πληγή, ποὺ ταλαιπωρεῖ καὶ βασανίζει τὴν ἐποχήν μας.
Ἀξιζει νὰ μᾶς ἀπασχολήσῃ εἰς τὸ σημερινὸν κήρυγμα τὸ θέμα αὐτό. Πολλαὶ εἶναι αἱ ἐκδηλώσεις τοῦ φθονεροῦ. Θὰ ἐπισημάνωμεν ὅμως τὰς σοβαρωτέρας.
1.Πικραίνεται ὅταν οἱ ἄλλοι εὐδοκιμοῦν
Ὅλοι μας ἀγωνίζόμεθα εἰς τὴν ζωήν. Ὁ ἕνας διὰ νὰ σπουδάσῃ. Ὁ ἄλλος διὰ νὰ ἀναπτύξῃ κολύτερα τὴν ἐργασίαν του. Ὁ τρίτος διὰ νὰ βελτιώσῃ τὰς ἐγκαταστάσεις του. Ὁ τέταρτος διὰ νὰ κτίσῃ ἕνα σπιτάκι, ὁ ἄλλος διὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν κόρη του.
Ὁ πέμπτος διὰ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τὸ κοινὸν καλὸν μὲ ἔργα πολιτισμοῦ καὶ χριστιανικῆ πνοῆς. Ὅλοι μας ἔχομεν κάποιους πόθους στὴ ζωή μας. Καὶ ὅλοι μας θέλομε νὰ μᾶς παραστέκουν οἱ ἄλλοι μὲ καλωσύνην. Νὰ χαίρουν εἰς τὴν ἐπιτυχίαν μας.
Νὰ συνεργοῦν διὰ τὴν εὐτυχίαν μας. Ἀλλὰ δὲν συμβαίνει, δυστυχῶς αὐτό. Μόλις ὁ Α ἰδῇ ὅτι ὁ Β ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνῃ, νὰ ἐπιτυγχάνῃ, νὰ τακτοποιῇ τὰ οἰκογενειακά του, νὰ παντρεύῃ τὴν θυγατέρα του μὲ καλὸ πρόσωπο, νὰ ἀποκτᾷ ὄνομα καὶ φήμην, ἀρχίζει μέσα του τὸ σαράκι τοῦ φθόνου. Τὸν στενοχωρεῖ ἡ χαρὰ τοῦ ἄλλου. Τὸν πικραίνει τὸ ἀνέβασμα τοῦ γείτονος, τοῦ συναδέλφου, τοῦ συνεργάτου. Χολώνεται διότι οἱ ἄλλοι ἔχουν περισσότερα χαρίσματα ἀπὸ αὐτόν, περισσότερες ἱκανότητες, μεγαλυτέραν δυναμικότητα.
Γιατὶ, φίλε μου, σὲ πικραίνει αὐτό; Σοῦ παίρνει τίποτε ἀπὸ τὴν εὐτυχίαν σου ὁ ἄλλος; Σοῦ κάνει κάτι κακό; Γιατὶ δὲν μᾶς ἱκανοποιεῖ ἡ πρόοδος τοῦ πλησίον; Προτιμοῦμε, δηλαδή, νὰ ἀκοῦμε κλάματα στοῦ γείτονος τὸ σπίτι καὶ ὄχι τὸ γέλιο καὶ τὴν χαρά;
Γιατὶ δὲν ἔχομεν τὴν δύναμιν νὰ ἀναγνωρίζωμεν τὰ καλὰ τοῦ ἄλλου; Γιατὶ δὲν παραδεχόμεθα τὶς ἱκανότητές του; Ὁ Θεὸς τοῦ τὶς ἔδωσε. Χαλάλι του!
Γιατὶ θέλομε νὰ ὁμοιάζωμεν τὸν διάβολον, ποὺ ἐφθόνησε τὴν εὐτυχίαν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ τοὺς ὡδήγησε στὴν καταστροφή;
Ἄς προκόψῃ ὁ ἄλλος. Ἀδελφός μας εἶναι. Χαρὰ μας ἄς εἶναι ἡ εὐτυχία του. Ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ καὶ σὲ μᾶς ἀργότερα χαρὲς καὶ εὐλογίες. Δὲν χάνομεν τίποτε, ὅταν ὁ ἄλλος παίρνῃ. Τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξάντλητα.
Γιατὶ, λοιπὸν, νὰ πικραίνεται ὁ ἄνθρωπος, νὰ πρασινίζῃ ἀπὸ τὸ κακὸ του, νὰ ποτίζῃ τὴν ζωή του μὲ φαρμάκι; Συμβαίνει καὶ ἐδῶ ἐκεῖνο, ποὺ σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ διὰ τοὺς μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους, τοὺς «…. πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ… κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου…» (Ρωμ. α΄29).
Ἀλλὰ τὸ κακὸν προχωρεῖ. Ὁ φθονερὸς ἐν συνεχείᾳ:
2. Ἀντιδρᾶ συστηματικά.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ τὸ δείχνῃ φανερά. Ἀλλὰ ἀρχίζει τὶς μηχανογραφίες, τὶς ἐνέδρες. Προσπαθεῖ νὰ μειώσῃ τὴν καλὴν ἐντύπωσιν, ποὺ ἐδημιουργήθη διὰ τὸν φθονούμενον. Δημιουργεῖ ἐμπόδια εἰς τὸ ἔργον του. Δὲν ἔχει, βέβαια, τὸ θάρρος καὶ τὸ σθένος νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν ἄλλον στῆθος μὲ στῆθος, φανερά. Καταλαβαίνει ὅτι θὰ νικηθῇ.
Κάνει, λοιπὸν, ὕπουλα τὴν δουλειά του. Στὸ σκοτάδι. Μὲ δόλον καὶ ἀτιμίαν. Μεγαλοπειεῖ ὡρισμένα γεγονότα, ποὺ διαφορετικὰ θὰ περνοῦσαν ἀπαρατήρητα. Προκαλεῖ ὁ ἴδιος συζητήσεις, γιὰ νὰ βρῇ εὐκαιρίαν νὰ πετάξῃ τὸ δηλητήριον. Ἐργάζεται κρυφίως, διὰ νὰ ματαιώσῃ σχέδια, ποὺ καταλαβαίνει, ὅτι θὰ τιμήσουν περισσότερον τὸν φθονούμενον. Κάνει τὸν φίλο, καὶ «πισώπλατα» βυθίζει τὸ δολοφονικὸ μαχαίρι. Δὲν διστάζει νὰ φθάσῃ καὶ μέχρι συκοφαντίας, προκειμένου νὰ «καρφώσῃ» τὸν ἄλλον.
Ἔτσι θὰ καραδοκήσῃ, πάντα βέβαια ἀθέατα, νὰ χτυπήσῃ καὶ τὴν ὑπόληψίν του ἀκόμη. Θὰ διασύρῃ τὴν τιμήν, τὸ οἰκογενειακὸν ὄνομα, τὴν ἠθικὴν ἀκεραιότητά του. Ἡ πικρόχολος ψυχή του δημιουργεῖ ἱστορίες μὲ ἀνύπαρκτα πράγματα.
Ἡ φαντασία του συνθέτει ὁλόκληρα μυθιστορήματα, μὲ σκηνὲς καὶ γεγονότα τελείως ἀνυπόστατα, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ ἐξευτελίσῃ τὸν φθονούμενον, νὰ τοῦ πάρῃ τὴν θέσι, νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸ «πόστο» ποὺ κατέχει, νὰ τὸν ἰδῇ ταπεινούμενον καὶ συντριβόμενον.
Ὁ,τι δηλ. συνέβαινε καὶ μὲ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὸν Κύριον. Καὶ στὸ σημερινὸν Εὐαγγέλιον αὐτὸ βλέπομεν. Συκοφαντοῦν καὶ ἀντιδροῦν πεισμόνως καὶ κακοβούλως. Καὶ μέχρι σήμερα τὸ ἴδιο γίνεται.
Ὁ φθονερὸς σπέρνει ἔντεχνα νάρκες στὸ δρόμο του μισουμένου. Ἡ χαρὰ του εἶναι νὰ βλέπῃ ἐρείπια καὶ συντρίμματα. Καὶ ὅταν, παρὰ τὸν ἀγῶνά του αὐτὸν, ἀντιλαμβάνεται, ὅτι δὲν ἐπιτυγχάνει τὴν συντριβὴν τοῦ ἄλλου, τὸτε προχωρεῖ καὶ πιὸ πέρα:
3.Κηρύσσει ἐξοντωτικὸν πόλεμον.
Παίζει πλεόν τότε ὁ φθονερὸς τὸ παιχνιδι του στ’ ἀνοιχτά. Ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς καὶ μὲ μανίαν θηρίου ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ ἄλλου, χρησιμοποιῶν θεμιτὰ καὶ ἀθέμιτα μέσα, ἐχθροὺς καὶ φίλους, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν πλήρη ἐξουθένωσίν του.
Εἶναι ἡ ἴδια τακτική, τὴν ὁποίαν ἠκολούθησαν διὰ τὸν Κύριον οἱ Φαρισαῖοι. Ἤρχισαν ἀπὸ τὸ σαράκι τοῦ φθόνου, ποὺ κρύπτεται μέσα στὴν ψυχή, ἐπροχώρησαν στὴν μυστικὴ ἀντίδρασι, στὴν συκοφαντία, καὶ τέλος ἔφθασαν στὴ φανερὴ καταδίωξί Του, ποὺ κατέληξε στὸ μαρτύριον τοῦ Γολγοθᾶ.
Καὶ ἐμφανίζεται τοῦτο τὸ παράξενον καὶ τραγικόν.
Εἰς τὰς στιγμὰς ἀτυχήματος, ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ λυποῦνται καὶ νὰ συμπονοῦν τὸν πάσχοντα· εἶναι, βλέπετε, τόσον φυσικὸν νὰ κλαίῃ κανεὶς μὲ τοὺς κλαίοντες! Καὶ ὅμως! Ὁ φθονερὸς πανηγυρίζει καὶ ἀγάλλεται! Ἐκδηλώνει, μάλιστα, φανερὰ αὐτὴν του τὴν χαράν. Σκοπός του νὰ κάμῃ βαθύτερον τὸ τραῦμα τοῦ ἄλλου. Εὐχὴ του νὰ χορέψῃ σύντομα ἐπάνω στὸ μνῆμά του.
Ποῦ φθάνει, ἀδελφέ μου, τὸ πάθος τοῦ φθόνου! Χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ θηρίον γίνεται ὁ ἄνθρωπος. Χειρότερος!….
4.Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα.
Πιθανόν, βέβαια, νὰ νικήσῃ σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις ὁ φθονερός. Καὶ νὰ ἀδικηθῇ ὁ ἀθῷος.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις, ποὺ γίνεται αὐτό. Χάνει τὴν θέσιν του ὁ φθονούμενος ἀδίκως. Παραμερίζεται. Ταπεινώνεται. Γίνεται πτωχός. Ἀρρωσταίνει ἀπὸ τὸ μαράζι του. Ἡ νίκη τοῦ φθονεροῦ φαίνεται πλήρης.
Καὶ ὅμως ἡ πραγματικότης εἶναι ἄλλη. Πρῶτα-πρῶτα, θὰ πρέπει νὰ σημειωθῇ, ὅτι δὲν ἐπιτυγχάνει πάντα ὁ φθονερός. Συχνά, πολὺ συχνά, ἀναλαμβάνει τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ ἀδικουμένου ὁ Θεός. Καὶ ἐξευτελίζεται ὁ φθονερός.
Καὶ ταπεινώνεται ἰσοβίως. Καὶ λάμπει ἡ ἀλήθεια. Καὶ δικαιώνεται ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ τιμιότης. Καὶ ἀνεβαίνει ἀκόμη περισσότερο ὁ καλός, ὁ ἀδικημένος. Ἄπειρα τέτοια παραδείγματα. Ἀλλὰ ἄς πάρωμεν πρὸς στιγμὴν τὴν ἄλλην πλευράν.
Ὁ φθονερὸς φαίνεται ὅτι ἐνίκησεν. Ὁ πολεμούμενος ἀθῷος ἐταπεινώθη. Καὶ ὅμως τὸ ἀρχαῖον ρητὸν «μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε», ἔχει καὶ εἰς τὰς ἡμέρας μας τὴν ἐφαρμογήν του. Τὸ σύνηθες εἶναι νὰ μὴ διαρκῇ πολὺ αὐτὴ ἡ νίκη.
Ἐπιτρέπει πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς καὶ μερικὲς τέτοιες ἐπιτυχίες. Διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὸν ἀθῶον. Νὰ τὸν κάμῃ καλύτερον. Νὰ τὸν προφυλάξῃ ἴσως ἀπὸ ἄλλα, ποὺ θὰ ἐδημιουρογῦσαν μεγαλύτερον φθορά. Δὲν ἀργεῖ ὅμως νὰ κάμῃ τὰς ἀποκαλύψεις Του, νὰ ἀποδώσῃ «ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ».
Καὶ μὲ τρόπους, ποὺ γνωρίζει ἡ σοφία Του ἡ ἄπειρος καὶ ἡ ἀγάπη Του ἡ ἀπέραντος, ἀμείβει καὶ ἀποκαθιστᾷ τὸ δίκαιον. Πανηγυρικά. Εἰς ὄνειδος τοῦ κακοῦ, εἰς δόξαν τοῦ ἐναρέτου: «Δίκαιος Κύριος καὶ δικαιοσύνης ἠγάπησεν».
Καὶ ὁ φθονερός; Ἀπὸ τοῦ ὕψους του πίπτει εἰς τὸ βάραθρον. Ταπεινωμένος, φαρμακωμένος βλέπει τὴν δικαίωσιν τοῦ ἄλλου καὶ μαραζώνει. Διότι ἄς μὴ λησμονῶμεν, ὅτι ὁ φθόνος εἶναι φίδι δηλητηριῶδες, ποὺ κατατρώγει πρῶτα τὰ σπλάχνα του φθονεροῦ. Τοῦ κλέβει τὴν ἡσυχία. Τοῦ ἀφαιρεῖ τὴν χαρά. Τοῦ ματαιώνει διαρκῶς τὴν εὐτυχία.
Ψυχὴ, ποὺ φθονεῖς, τὶ ἐκατάλαβες μὲ τὸ νὰ κρύβῃς μέσα σου αὐτὸ τὸ συχαμερὸ ἑρπετὸ, τὸ φθόνο! Τί ἐκατάλαβες; Ἔκρυψες τὸν ἥλιο ἀπὸ τὴν ζωήν σου καὶ περιπατοῦσες στὰ σκοτεινά. Ἔσπασες τὴν βρύση καὶ ἡ ψυχή σου διψοῦσε φοβερά.
Ἔκαμες κακὸ στοὺς ἄλλους καὶ ἐπλήθυνες ἔτσι τὰ καρφιὰ ποὺ σ’ ἐκάρφωσαν στὸ σταυρὸ τῆς καταδίκης σου. Δὲν ἦταν καλύτερα νὰ χαίρεσαι καὶ σύ στὴν χαρὰ τῶν ἄλλων; Δὲν ἦταν προτιμότερο νὰ πίνῃς ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς εὐτυχίας τῶν ἄλλων καὶ σύ; Δὲν ἀκοῦμε τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ; «Ἀποθέμενοι», λέγει, «πᾶσαν κακίαν… καὶ φθόνους καὶ πάσας καταλαλιάς…» (Α΄ Πέτρου β΄ 1).
Ἀδελφέ μου! Ἀγάπα. Ἀγάπα ἁπλόχερα, χωρὶς κρατούμενα, χωρὶς ἰδιοτέλειαν, χωρὶς φραγμούς. Χτύπα τὸ ἀπαίσιον ἐρπετὸ τοῦ φθόνου στὸ κεφάλι. Σκότωσέ το. Πέταξέ το μακρυά.
Ἄς δώσωμεν ὅλοι τὸ χέρια. Ἄς τὰ δέσῃ αἰώνια ἡ χρυσῆ ἁλυσίδα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ὡραιότερη δύναμις, ἡ δυνατώτερη ὀμορφιά.
Εἶναι ἐμορφιὰ καὶ δύναμις, διότι τὴν ἔφερε στὸν κόσμον ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ!
Ἀγαπητοί μου,
Ἦταν κάποτε ἕνας βασιλιᾶς. Σοφὸς καὶ ἐνάρετος. Ἐπληροφορήθη μίαν ἡμέραν, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς αὐλικοὺς του ἐφθονοῦσε τρομερὰ κάποιον ἄλλον, ὁ ὁποῖος ἔχαιρε τῆς βασιλικῆς ἐκτιμήσεως. Ὁ βασιλιᾶς ἠθέλησε νὰ ἐξακριβώσῃ μέχρι ποίου σημείου ἔφθανεν ὁ φθόνος τοῦ αὐλικοῦ του. Τὸν καλεῖ, λοιπὸν, μίαν ἡμέραν εἰς τὸ γραφεῖον του·
-Θέλω, τοῦ λέγει, νὰ σοῦ χαρίσω κάτι. Ὅ,τι θέλεις. Ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως ὅτι θὰ προσφέρω εἰς τὸν τάδε –καὶ ὠνόμασε τὸν αὐλικὸν ποὺ ἐφθονουσε- τὰ διπλάσια. Σκέψου ἀπόψε καὶ ἔρχεσαι αὔριον τὸ πρωΐ νὰ δώσῃς τὴν ἀπάντησιν.
Ὁ αὐλικὸς ἔφυγεν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Τὸ βράδυ ἀδύνατον νὰ κοιμηθῇ. Τί νὰ ζήτήσῃ; Ἀξιώματα, σπίτια, τιμητικὰς διακρίσεις; Θὰ ἐδίδοντο εἰς τὸν ἄλλον διπλάσια. Καὶ ἡ σκέψις αὐτὴν τὸν ἔκαιε. Αἴφνης πετάχτηκε χαρούμενος ἀπὸ τὸ κρεββάτι του.
-Τό βρῆκα, εἶπε.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλέα.
-Λοιπὸν, σκέφθηκες; Τί ἀπεφάσισες νὰ ζητήσῃς; Τοῦ εἶπε.
-Νὰ μοῦ βγάλετε, Μεγαλειότατε, τὸ ἕνα μάτι. Ἔτσι θὰ ἔβαζε τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δύο.
Ὁ βασιλιᾶς ἔμεινεν ἄναυδος… Δὲν ἐφαντάζετο τόσην κακινα εἰς τὸν φθονερόν..
Χρειάζεται, ἆρα γε, νὰ σχολιασθῆ τὸ γεγονός;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας