ΚΑΠΟΙΟΣ Γέρων διορατικός επισκέφτηκε μια φορά ένα γειτονικό Κοινόβιο. Ο Ηγούμενος τον
προσκάλεσε το μεσημέρι να φάγει στην τράπεζα των αδελφών. Το φαγητό ήταν κοινό για όλους.
Μα καθώς έτρωγαν οι μοναχοί, έβλεπε ο Γέροντας πως μερικοί έβαζαν στο στόμα τους μέλι,
άλλοι ψωμί και άλλοι ακαθαρσίες. Απόρησε και παρακάλεσε τον Θεό να του φανερώσει, τι ήταν
εκείνο το παράδοξο που έβλεπε μπροστά του.
Παρουσιάστηκε λοιπόν θειος Άγγελος και του αποκάλυψε πως εκείνοι που έβλεπε να τρώγουν
μέλι, πηγαίνουν στην τράπεζα με σεβασμό, σαν να έμπαιναν στην Εκκλησία, και ενώ έτρωγαν
για την ανάγκη του σώματος, ο νους τους ήταν απασχολημένος με την προσευχή. Όσοι
εφαίνοντο να τρώγουν ψωμί, ήσαν εκείνοι που ευχαριστούσαν τον Θεό, για την τροφή που τους
έστελνε κάθε μέρα. Αυτοί που έτρωγαν ακαθαρσίες, μεμψιμοιρούσαν για το φαγητό και έκαναν
διακρίσεις, λέγοντας πως το ένα ήταν καλό, το άλλο άνοστο, και ποτέ δεν έμεναν ευχαριστημένοι
Σταλαγματιές από το Γεροντικό
399
previous post