Αποφθέγματα Πατέρων
Ἔξω αὐτὴ ἡ Γερόντισσα, νὰ ποῦμε, δὲν ἀναφέρω τ᾿ ὄνομά της. Καρκίνο, ἐγχειρήσεις, τοῦτο, ἐκεῖνο, αὐτὸ κι ὅμως προσευχομένη εἶδε τὴν Παναγία στὸ θρόνο της. «Περάστε οἱ ὅσιοι», λέει. Ὅλοι οἱ ὅσιοι πέρασαν μπροστὰ σὰν παρέλαση, στὴν Παναγία. «Περάστε οἱ μεγαλομάρτυρες».
Αὐτὴ καθότανε ἐκεῖ, Γερόντισσα ἦταν, Ἡγουμένη. Καὶ στὸ τέλος πῆγε, ἔβαλε μετάνοια φίλησε τὸ χέρι τῆς Παναγίας, ἦταν ἕνα βελοῦδο! Καὶ ἡ Παναγία τῆς εἶπε: «Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή», καὶ ξύπνησε, νὰ ποῦμε. Δηλαδὴ ἂν θέλεις νὰ εἶσαι μαθήτρια καὶ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, θ᾿ ἀνέβεις κι ἐσὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό.
Ἀπαλλαγὴ κανένας Ἅγιος δὲν ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὑπομονὴ νὰ χαρίσει. Ἂν κάνεις ὑπομονὴ θά ῾χεις καὶ λιγάκι μισθό, ἂν θά ῾χεις ἀπαλλαγή, δὲν ἔχεις τίποτες, μισθὸ δὲν ἔχεις.
ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: «ΝΑ ΜΗ ΜΕ ΞΑΝΑΠΑΡΕΙΣ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΔΙΟΤΙ ΕΧΩ ΑΠΟΘΑΝΕΙ!»
Ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος εδώ στην Αθήνα, πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφύριου, που για χρόνια, όποιο πρόβλημα κι αν είχε, πήγαινε στον Γέροντα ή του τηλεφωνούσε για να τον συμβουλευτεί, τις ημέρες που εκοιμήθη ο Γέρων Πορφύριος, έλειπε στο εξωτερικό κι έτσι δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του (1991).
Όταν λοιπόν επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, τον Γέροντα. Σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος, και ακούει να του απαντάει ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος.
Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, του μίλησε για το πρόβλημά του και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο Γέρων Πορφύριος του είπε τί έπρεπε να κάνει και τί ν΄ αποφύγει. Το πνευματικό αυτό τέκνο του τον ευχαρίστησε και του είπε : «Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω». Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος : «Να μη με ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει !».
Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΓΙΝΕ ΜΟΔΑ
Ἄν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν αὐτήν τὴν … «εὐγένεια» τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ ἔφθαναν σ’ αὐτὸ τὸ βάρβαρο. Πιὸ βάρβαρο ἀκόμη εἶναι ἡ ἠθική καταστροφή. Διαλύονται ψυχικά καὶ σωματικά οἱ ἄνθρωποι. Μοῦ ἔλεγε κάποιος: «Λένε γιὰ τὴν Ἀθήνα, «ζούγκλα-ζούγκλα» καὶ κανεὶς δὲν φεύγει ἀπὸ ‘κει! Ὅλοι «ζούγκλα» τὴν λένε καὶ ὅλοι στὴν ζούγκλα μαζεύονται». Πῶς ἔχουν γίνει οἱ ἄνθρωποι! Σάν τὰ ζῶα! Τὰ ζῶα ξέρετε τί κάνουν; Στὴν ἀρχή μπαίνουν στὸν σταῦλο, κοπρίζουν, οὐροῦν… Μετά ἀρχίζει νὰ χωνεύη ἡ κοπριά. Μόλις ἀρχίζη νὰ χωνεύη, αἰσθάνονται μία ζεστασιά. Δὲν τὰ κάνει καρδιά νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν σταῦλο, ἀναπαύονται. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι, θέλω νὰ πῶ, νιώθουν τὴν ζεστασιά τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν τούς κάνει καρδιά νὰ φύγουν. Καταλαβαίνουν ὅτι βρωμάει, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ζεστασιά ἐκείνη δὲν τούς κάνει καρδιά νὰ φύγουν. Νά, ἄν μπή τώρα ἕνας μέσα στὸν σταῦλο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ἀπὸ τὴν μυρωδιά. Ὁ ἄλλος ποὺ εἶναι συνέχεια στὸν σταῦλο δὲν ἐνοχλεῖται, ἔχει συνηθίσει πλέον.
Στὴν Ρώμη ἦταν εἰδωλολάτρες στὸ κάτω-κάτω. Καὶ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν γιὰ τούς εἰδωλολάτρες ποὺ εἶχαν βαπτισθῆ, ἀλλὰ εἶχαν κακές συνήθειες. Νὰ μήν παίρνουμε γιὰ παράδειγμα τὸν ξεπεσμό ἀπὸ κάθε ἐποχή. Σήμερα τὴν ἁμαρτία τὴν ἔκαναν μόδα. Βλέπεις, ὀρθόδοξο ἔθνος ἐμεῖς καὶ πῶς εἴμαστε! Πόσο μᾶλλον οἱ ἄλλοι! Καὶ τὸ κακό εἶναι ποὺ οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα, ἄν δοῦν ἕναν νὰ μήν ἀκολουθῆ τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, νὰ μήν ἁμαρτάνη, νὰ εἶναι λίγο εὐλαβεῖς, τὸν λένε καθυστερημένο, ὀπισθοδρομικό. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τὸ νὰ μήν ἁμαρτάνουν τὸ θεωροῦν προσβολή καὶ τὴν ἁμαρτία τὴν θεωροῦν πρόοδο. Αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα. Ἄν οἱ σημερινοί ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία τουλάχιστον τὸ ἀναγνώριζαν, θὰ τούς ἐλεοῦσε ὁ Θεός, Ἀλλά δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα καὶ ἐγκωμιάζουν τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ μεγαλύτερη βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἁμαρτία νὰ τὴν θεωροῦν πρόοδο καὶ τὸ ἠθικό νὰ τὸ λένε κατεστημένο. Γι’ αὐτὸ ἔχουν μεγάλο μισθό, μεγάλη ἀξία, αὐτοί ποὺ ἀγωνίζονται στὸν κόσμο καὶ διατηροῦν καθαρή ζωή.
Παλιά, ἄν ἕνας ἦταν διεστραμμένος ἤ μέθυσος, ντρεπόταν νὰ βγῆ στὴν ἀγορά, γιατί θὰ τὸν περιφρονοῦσαν. Ἡ μία, ἄν ἦταν λιγάκι παραστρατημένη, δὲν τολμοῦσε νὰ βγῆ ἔξω. Καὶ ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο αὐτὸ ἕνα φρένο. Σήμερα, ἄν εἶναι ἕνας σωστός, μία κοπέλα λ.χ. ἄν ζῆ μὲ εὐλάβεια, λένε: «Βρέ, ποῦ ζῆ αὐτή!». Ἀλλά καὶ γενικά, ἄν οἱ κοσμικοί ἔκαναν μία ἁμαρτία, οἱ καημένοι, αἰσθάνονταν τὴν ἁμαρτωλότητά τους, ἔσκυβαν καὶ λίγο τὸ κεφαλάκι τους καὶ δὲν εἰρωνεύονταν ἕναν ποὺ ζοῦσε πνευματικά, ἀντίθετα τὸν καμάρωναν. Τώρα οὔτε ἐνοχή αἰσθάνονται οὔτε σεβασμός ὑπάρχει. Τὰ ἰσοπέδωσαν ὅλα. Ἄν ἕνας δὲν ζῆ κοσμικά, τὸν κοροϊδεύουν.