245
Ἔξω αὐτὴ ἡ Γερόντισσα, νὰ ποῦμε, δὲν ἀναφέρω τ᾿ ὄνομά της. Καρκίνο, ἐγχειρήσεις, τοῦτο, ἐκεῖνο, αὐτὸ κι ὅμως προσευχομένη εἶδε τὴν Παναγία στὸ θρόνο της. «Περάστε οἱ ὅσιοι», λέει. Ὅλοι οἱ ὅσιοι πέρασαν μπροστὰ σὰν παρέλαση, στὴν Παναγία. «Περάστε οἱ μεγαλομάρτυρες».
Αὐτὴ καθότανε ἐκεῖ, Γερόντισσα ἦταν, Ἡγουμένη. Καὶ στὸ τέλος πῆγε, ἔβαλε μετάνοια φίλησε τὸ χέρι τῆς Παναγίας, ἦταν ἕνα βελοῦδο! Καὶ ἡ Παναγία τῆς εἶπε: «Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή», καὶ ξύπνησε, νὰ ποῦμε. Δηλαδὴ ἂν θέλεις νὰ εἶσαι μαθήτρια καὶ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, θ᾿ ἀνέβεις κι ἐσὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό.
Ἀπαλλαγὴ κανένας Ἅγιος δὲν ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὑπομονὴ νὰ χαρίσει. Ἂν κάνεις ὑπομονὴ θά ῾χεις καὶ λιγάκι μισθό, ἂν θά ῾χεις ἀπαλλαγή, δὲν ἔχεις τίποτες, μισθὸ δὲν ἔχεις.