Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ πρεσβύτερος τῶν κελιῶν
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ
– Ὅταν ἤμουν νεώτερος ἀσκήτευα μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Κρόνιο καὶ ποτὲ δὲν μοῦ ζήτησε νὰ κάνω κάτι μολονότι ἦταν γέροντας κι ἔτρεμε ἀπ᾽ τὴν ἀδυναμία, ἀλλὰ σηκωνόταν μόνος του κι ἔφερνε τὸ σταμνάκι σ᾽ ἐμένα καὶ σ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους χωρὶς ἐξαίρεση. Καὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης ἀσκήτευσα καὶ οὔτε ἐκεῖνος μοῦ ζήτησε ποτὲ νὰ κάνω κάτι, ἀλλὰ καὶ τὸ τραπέζι μόνος του τὸ ἔστρωνε καὶ ἔλεγε
– Ἀδελφέ, ἂν θέλεις ἔλα γιὰ φαγητό.
Κι ἐγὼ τοῦ ἔλεγα
– Ἀββᾶ, ἦρθα κοντά σου γιὰ νὰ ὠφεληθῶ, γιατί δὲν ζητᾶς τίποτα ἀπὸ ΄μένα;
Ἀλλὰ ὁ γέροντας ἔμενε σιωπηλός. Ἔτσι ἔφυγα καὶ ζήτησα τὴ συμβουλὴ τῶν γερόντων. Οἱ γέροντες λοιπὸν ἦρθαν καὶ τοῦ εἶπαν
– Ἀββᾶ, ἦρθε ὁ ἀδελφὸς κοντὰ στὴν ἁγιοσύνη σου γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ, γιατί ποτὲ δὲν τοῦ ζητᾶς τίποτα;
Καὶ ὁ γέροντας τοὺς ἀπαντάει
– Μήπως εἶμαι κοινοβιάρχης γιὰ νὰ τὸν διατάξω; Ἐγὼ ποτὲ δὲν τοῦ λέω τίποτα, ἀλλὰ ἐὰν θέλει, ὅ,τι μὲ βλέπει νὰ κάνω ἂς τὸ κάνει κι αὐτός.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν προλάβαινα κι ἔκανα ὅτι ἔβλεπα ὅτι πήγαινε νὰ κάνει ὁ γέροντας. Ἐκεῖνος πάλι ὅποτε ἔκανε κάτι τὸ ἔκανε σιωπηλά. Καὶ τοῦτο μὲ δίδαξε, νὰ κάνω τὸ ἔργο μου σιωπηλά.